Monday, August 23, 2010

η επιστροφή



Ναι, χάθηκα για λίγο καιρό... αλλά ήταν αναγκαίο... και αναγκαστικό.
Αναγκαίο διάλειμμα από έναν δύσκολο χειμώνα και ακόμη πιο δύσκολο καλοκαίρι, αλλά και αναγκαστικό, μιας και η καρτοσύνδεση με το διαδίκτυο ήταν φέτος απελπιστικά αργές...
Οι εικόνες είναι όλες από το καταφύγιό μας...
Παρόλο που υπάρχει πληθώρα οπωροφόρων εδώ αναρτώ φωτογραφίες της πλέον φωτογενούς ελιάς...
Μοιάζει με γλυπτό, άλλοτε με αλλόκοτο κόσμο νεράιδων και ξωτικών..
Αρκεί να την κοιτάξεις πιο προσεκτικά και θα δεις τις μορφές να ξεπηδούν...
...να μιλάνε...
... να χάνονται στον αέρα...
... ή να κουρνιάζουν απαλά μες στον κορμό...
...ελιά παμπάλαιη...
...δυνατή...
και πεισματάρα...

καλώς σας βρήκα!

Wednesday, June 30, 2010

Requiem for a planet

Για ποιο πράγμα να γράψω, αλήθεια;
Όταν γνωρίζω ότι μέσα σε λίγους μήνες εκτέθηκαν στον κίνδυνο σοβαρής μόλυνσης από πετρέλαιο τόσο το Great Barriere Reef όσο και η ευρύτερη περιοχή του κόλπου του Μεξικού...



Γιατί να αισιοδοξώ, όταν υπάρχουν παντού χαίνουσες πληγές από προηγούμενες πετρελαιοπηγές, όπως η παραπάνω στο Δέλτα του Νίγηρα, όπου η Shell λυμαινόταν για περισσότερα από 50 χρόνια την περιοχή... Μέχρι σήμερα υπολογίζεται από τους διεθνείς περιβαλλοντολογικούς οργανισμούς ότι, λόγω των κατεστραμμένων αγωγών και δολιοφθορών, κάθε χρόνο δηλητηριάζουν έδαφος, υπέδαφος και υδροφόρο ορίζοντα γύρω στα 13 εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο, περίπου η ίδια ποσότητα με αυτήν...

... που διέρρευσε το 1989 στη θάλασσα, όταν το "Exxon Valdez" έπεσε πάνω σε κάτι βράχια έξω από την Αλάσκα. Ένα γεγονός που όσο σύντομα κι αν σήκωσε κύματα διαμαρτυρίας άλλο τόσο σύντομα ξεχάστηκε και έσβησε από τη μνήμη πολλών

Ή όπως στη Δυτική Σιβηρία όπου οι προβληματικοί αγωγοί χάνουν συνεχώς από τις ενώσεις του. Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο διαρρέουν περισσότεροι από 100.000 τόνοι αργού πετρελαίου, υπολογίζοντας απλώς τα επισήμως καταγεγραμμένα "ατυχήματα".





Οι θανατηφόρες κηλίδες πετρελαίου ανήκουν δυστυχώς στην καθημερινή ρουτίνα. Εδώ η εικόνα από εξέδρα εξόρυξης έξω από τις γερμανικές ακτές της Βόρειας Θάλασσας όπου υπάρχουν γύρω στις 400. Στο αρχικό εξορυγμένο μείγμα Πετρελαίου-Αερίων-Νερού γίνεται επιτόπου διαχωρισμός κατά τον οποίο το περιττό νερό, το οποίο όμως δεν είναι καθαρό, ελευθερώνεται ως έχει στη θάλασσα, έτσι ώστε γύρω από κάθε τέτοια πλατφόρμα να σχηματίζονται σε μόνιμη βάση κηλίδες που περιέχουν πετρέλαιο.


Αεροφωτογραφία από το Syncrude Oilsand Mine το οποίο βρίσκεται σε μια... δασώδη έκταση βόρεια του Fort McMurray: Το πετρέλαιο που εξορύσσεται από αμμώδες έδαφος είναι το "πιο βρώμικο πετρέλαιο στον κόσμο" του οποίου ο καθαρισμός γίνεται με χρήση καυτού νερού προκειμένου να απομακρυνθεί η άμμος. Η όλη διαδικασία είναι εξαιρετικά επιβαρυντική για το περιβάλλον. Εξαιτίας αυτής της δραστηριότητας θα μπορούσε μέχρι το 2015 να γίνει ο Καναδάς η χώρα με την υψηλότερη εκπομπή CO2.


Σκιάχτρο[!!!] στην Αλμπέρτα του Καναδά. Υποτίθεται ότι διώχνει τα αποδημητικά πουλιά εμποδίζοντάς τα να σταματήσουν στη δηλητηριώδη λάσπη η οποία έχει μολυνθεί από τα χιλιάδες τοξικά απόνερα των εγκαταστάσεων άντλησης και διύλισης του πετρελαίου. Πρόκειται για μια τεράστια έκταση από την οποία δεν λείπουν τα μεγάλα ονόματα του πετρελαιόκοσμου, για παράδειγμα οι ΗΠΑ ετοιμάζουν νέο αγωγό που θα συνδέει το Τέξας με την Αλμπέρτα...





Syncrude Oilsand Mine


ΥΓ σχεδόν όλες οι φωτό είναι από σχετικό άρθρο του Spiegel. Τα δε κείμενα έχουν βασιστεί στις αρχικές του λεζάντες...

Friday, June 11, 2010

Οι κρίκοι



Έναν έναν τους μάζευα.
Μερικοί ήταν ασημένιοι, άλλοι χάλκινοι, άλλοι χρυσοί, νόμιζα...
-τελικά όλοι σιδερένιοι ήτανε, και σκουριασμένοι από μέσα-

Τους μάζευα και τους ένωνα. Και τους χάζευα και τους μετρούσα.
Μερικοί άστραφταν, άλλοι γυάλιζα απλώς, νόμιζα...
-τελικά όλοι σκουριασμένοι ήτανε, και δεν είχαν καμμιά αξία-

Και όπως τους ένωνα τους περνούσα γύρω από τον λαιμό μου και κορδωνόμουν.
Μερικοί ήταν ελαφριοί άλλοι βαριοί, νόμιζα...
-τελικά όλοι ήταν ασήκωτοι, και μου τρίβανε το δέρμα-

Περπατούσα χαρούμενη. Ήμουνα πιο όμορφη τώρα, νόμιζα...
-τελικά απλώς περιόριζα σιγά σιγά τις κινήσεις μου, και δεν το καταλάβαινα-

Και μια μέρα ξύπνησα. Κάτι με τράβαγε. Από το λαιμό και με έσφιγγε.
Με έσφιγγε ένα σκυλίσιο κολλάρο.
Πρέπει να μεταμορφώθηκα ενώ κοιμόμουν, νόμιζα...
Πρέπει να είχα γίνει σκύλος.

-τελικά οι κρίκοι μού χαμογέλασαν με τα στρογγυλά τους στόματα όλο κακία: ήτανε πλέον μια αλυσίδα-

Tuesday, June 8, 2010

στα σκουπίδια - α' μέρος



Ξύπνησε και πάλι τουρτουρίζοντας. Για άλλη μια φορά κάποιος του είχε αρπάξει, εκεί που κοιμόταν, το σακί με το οποίο σκεπαζόταν. Καλύτερα, έτσι, σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να βολέψει το πρόσωπό του σε ένα κομματάκι σπασμένο καθρέφτη. Τα μαλλιά και τα γένια του σχημάτιζαν μια χαίτη γύρω από το αλλοτινό άσπρο πρόσωπό του. Τα χείλια του ήταν σκασμένα, τα μάτια του, ή μάλλον το αριστερό του μάτι είχε και πάλι κοκκινίσει. Κοίταξε το ρολόι του, ένα απλό πλαστικό κατασκεύασμα "δώρο" της Εταιρείας Αποκομιδής Σκουπιδιών, απορημένα. Το ξυπνητήρι δεν είχε λειτουργήσει. Αν δεν ξύπναγε από το κρύο θα καθυστερούσε και αυτό θα του κόστιζε εκατόν δεκαέξι αρνητικούς πόντους. Αυτό σήμαινε ότι με άλλους τόσους και άλλους δεκαοκτώ θα έχανε μια "ευκαιρία ανάπαυλας" όπως ονόμαζαν την ελεύθερη μέρα που τους έδιναν κάθε δεκατέσσερις. Από τότε που για τον πληθυσμό του Εσωτερικού Δακτυλίου εφαρμόστηκε η Διπλή Εβδομάδα το κράτος, ή ό,τι τελος πάντων είχε απομείνει από αυτό είχε αυξήσει τα κέρδη του. Η Ομάδα Ανασυγκρότησης, δηλαδή η κάτοικοι του Εξωτερικού Δακτυλίου, υποστήριζαν ότι αυτό ήταν μια προσωρινή έκτακτη ανάγκη, μέχρις ότου η χώρα ή ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει από αυτήν, να ορθοποδούσε και πάλι.
Έχωσε το χέρι του μέσα σε ένα σωρό από σκουπίδια, εκεί που κάποτε ήταν η καθαρή γωνιά ενός σαλονιού και έβγαλε ένα μισοφαγωμένο και μαυρισμένο μήλο. Ύστερα, φόρεσε μια κουρελιασμένη ζακέτα, φόρεσε ένα ζευγάρι γαλότσες, το μόνο πράγμα που υπήρχε σε αφθονία στον Εσωτερικό Δακτύλιο και που κάθε έξι μήνες τους τα πέταγαν από ένα ελικόπτερο σε μεγάλες ποσότητες και κατέβηκε προσεκτικά τα γεμάτα σκουπίδια και ακαθαρσίες σκαλοπάτια του κτηρίου στο οποίο είχε βρει καταφύγιο τον τελευταίο μήνα.
Η μέρα ήταν σκοτεινή, μαυροκόκκινα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό και δεν άφηναν τον Εσωτερικό Δακτύλιο να αναπνεύσει: η δυσωδία θα έμενε εγκλωβισμένη, ούτε ο ουρανός άντεχε πλέον τη βρωμερή ανάσα αυτού του τόπου και είχε κρυφτεί πίσω από το παραπέτασμα των νεφών.
Το γόνατό του τον πέθαινε, η μέση του πονούσε, αλλά όσο πλησίαζε στον πρώτο Κόμβο Ελέγχου, προσπάθησε να επιβληθεί στον πόνο του: οι φύλακες είχαν μάτι εξασκημένο και έδιωχναν όποιον φαινόταν να έχει σοβαρά προβλήματα υγείας. Σφίγγοντας τα δόντια πλησίασε την μεταλλική πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως ένιωσε το δυνατό φως δύο προβολέων να τον λούζουν. Μέρα ή νύχτα ή ίδια ιστορία με τους προβολείς και τους ελέγχους.
Πέρασε, του είπε κοφτά η γνωστή φωνή και μπήκε στον προθάλαμο. Αμέσως έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό πατσαβουράκι, το μόνο πράγμα επάνω του που έδειχνε κάπως πιο καθαρό. Με ένα παρατεταμένο φφφφσσσς ένιωσε το απολυμαντικό νέφος να τον τυλίγει. Με το πατσαβουράκι του στα μάτια και τη μύτη υπέμενε τη διαδικασία αρκετά πιο ανώδυνα, τουλάχιστον το κάψιμο στο στήθος του παρέμενε σε ανεκτό επίπεδο. Αμέσως μετά άνοιξε μια μικρή πόρτα στο πλάι, όχι η κεντρική που θα τον οδηγούσε στο ίδιο το φυλάκιο, από το οποίο ξεκινούσε μια φυσούνα, σαν αυτές που θυμόταν από τα αεροδρόμια, μονάχα πολύ πιο σκοτεινή, χαμηλή και κοντή σε μήκος: η άκρη της κατέληγε στην καμπίνα ενός απορριμματοφόρου, του δικού του απορριμματοφόρου. Μόλις τον είδαν στη θέση του η φυσούνα τραβήχτηκε και ένας φρουρός με μάσκα ήρθε όπως κάθε μέρα και τον σφράγισε από έξω μέσα στο όχημα. Τώρα πια αυτός και το όχημα θα ήταν ένα, για τις επόμενες δέκα ώρες, ό,τι κι αν συνέβαινε στο όχημα θα συνέβαινε και σε εκείνον, όπως το έμβρυο που ακολουθεί πάντοτε τη μάνα του.

Sunday, May 30, 2010

το παλιό βαγόνι


η εικόνα είναι του ichbingenial

Το βαγόνι έστεκε εκεί: αφημένο στον αχρησιμοποίητο πλέον τομέα του σιδηροδρομικού σταθμού, σαράντα χρονών λέγανε ότι ήταν, ξύλινο με μια βαριά συρόμενη πόρτα, με τις σανίδες σε κάποια σημεία αραιωμένες, ένα παλιό βαγόνι που κάποτε μετέφερε εμπορεύματα.
Μια άδειαζε και μια γέμιζε. Στην αρχή το άγχωνε όλη αυτή η διαδικασία, η ελπίδα της πλήρωσης, η αγωνία της απώλειας, η αναμονή του ταξιδιού, η απογοήτευση στους βρωμερούς σταθμούς, το αταίριαστο του βαγονιού, αυτού το γεμάτου πάντοτε παράταιρα αντικείμενα, άλλοτε ζώα, με τους πολυτελείς σταθμούς των μεγάλων πόλεων.

Γέμιζε και άδειαζε και πολλές φορές ξαναγέμιζε προτού αδειάσει ή άδειαζε σταθερά χωρίς ποτέ να γεμίσει πλήρως, ένα αέναο συν και πλην, όμοια με τα κατάστιχα του μπακάλη μια μέρα πολύβουη και με πολλή πελατεία.
Γέμιζε και άδειαζε. Ξεκινούσε και σταματούσε. Μετά την άφιξη η αναχώρηση, εναλλαγή μέρας και νύχτας, ζέστης και κρύου, συν και πλην. Πάντοτε συν και πλην.

Και κάποτε -θά 'χαν περάσει ήδη πολλά χρόνια, ναι πολλοί υποστήριζαν ότι ήταν κάπου στα σαράντα, μα έμοιαζε αιωνόβιο, λες και είχε ζήσει χιλιετίες, περνώντας γρήγορα από τόπους, ανθρώπους, όνειρα και ζωές άλλων, έφτασε. Έφτασε. ή τουλάχιστον έτσι είχε πιστέψει αυτό τότε.

Από τότε στέκει εκεί στον αχρησιμοποίητο πλέον τομέα του σιδηροδρομικού σταθμού, ξύλινο με μια βαριά συρόμενη πόρτα, με τις σανίδες σε κάποια σημεία αραιωμένες, ένα παλιό βαγόνι που μετέφερε εμπορεύματα.

Το άγχωνε άραγε όλη αυτή η διαδικασία, η ελπίδα της πλήρωσης, η αγωνία της απώλειας, η αναμονή του ταξιδιού, η απογοήτευση στους βρωμερούς σταθμούς, το αταίριαστο του βαγονιού, αυτού το γεμάτου πάντοτε παράταιρα αντικείμενα, άλλοτε ζώα, με τους πολυτελείς σταθμούς των μεγάλων πόλεων; Ή συναισθανόταν τη ματαιότητα της κτήσης, του προορισμού;

Και πάντοτε απορούσα: ήταν άραγε ένα βαγόνι που πια είχε αδειάσει ή που ίσως και να είχε γεμίσει ασφυκτικά και για πάντα από αυτά που κάποτε είχε περικλείσει, να είχε λοιπόν χορτάσει ή ποτέ να μην ένιωσε κάτι από τη μυρωδιά, τους ήχους, το βάρος αυτών που μετέφερε;

Thursday, May 6, 2010

Οργή



Εντάξει.
έπρεπε λοιπόν να τον αντιμετωπίσει και πάλι. Επίμονος, επίμονος, επίμονος, μονάχα αυτή η λέξη της ερχόταν στο μυαλό και ένιωθε να φουντώνει κάτι μέσα της που θα μπορούσε να είναι και θυμός, τα μάγουλά της λες και έλεγαν λιγάκι να κοκκινίσουν, δεν ξέρω, θα τολμούσα να πω ότι πράγματι είχε αρχίσει να αισθάνεται θυμωμένη.
Αυτός εκεί.
Να παραμένει απέναντι, να την κοιτά μέσα από το τετράγωνο πλαίσιό του. Επίμονος: αυτή η λέξη, συνεχώς και μόνο αυτή η λέξη, σαράντα χρόνια τώρα, εκεί, απέναντί της, πάντοτε, να την κοιτά και να επιμένει.

Έσκυψε. Χάθηκε από το πλαίσιο και σίγουρα θα είχε χαθεί και εκείνος, αλλά να που δεν μπορούσε να κοιτάξει, δεν μπορούσε να σιγουρευτεί, δεν μπορούσε να τον τρομάξει. Κάποτε το είχε δοκιμάσει. Τώρα πια ήξερε ότι εκείνος γνώριζε. Και ότι ήταν πάντοτε εκεί. Να παραμένει, να επιμένει με τρόπο αυθάδη, φορτικό, ναι ήταν σίγουρη πλέον ότι αισθανόταν θυμωμένη. Αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό, αφού μόλις θα σήκωνε το κεφάλι της θα έπρεπε και πάλι να τον αντιμετωπίσει.
Αυτόν τον γελοίο.
Αυτόν τον επίμονο.

Αυτόν τον απαράδεκτο που αντί για οργή αισθανόταν μάλλον, ίσως, εντάξει, μπορεί και σίγουρα θυμό.

αντί να αισθάνεται ντροπή.
αντί να αισθάνεται οργή.

Αυτή και αυτός ο επίμονος εαυτός της.

Στον καθρέφτη.

Tuesday, April 27, 2010

ένα ευρώ και κάτι ψιλά


Η μυρωδιά ήταν δυνατή. Φρέσκο ψωμί, ζεστό και τραγανό. Η πείνα μεγάλη. Είχε να φάει από χθες το απόγευμα και ήταν ήδη επτά και μισή της επομένης. Ήταν βιαστική έπρεπε να φτάσει σε κείνο το σπίτι στις οκτώ και τέταρτο αλλά η μυρωδιά την είχε κόλλησε τώρα εκεί στην είσοδο του φούρνου.
-Θες κάτι γιαγιά; άκουσε μια φωνή να τη ρωτάει από μέσα, νεαρή φωνή, καθαρή μα απρόσωπη.
Δε μίλησε. Έκανε δυο βήματα παρακεί και χτύπησε με το χέρι το ρούχο της. Η δεξιά τσέπη κουδούνισε ελαφρά. Έβαλε το χέρι και μάζεψε ένα ένα τα σπόρια-κέρματα.
'Ενα ευρώ και κάτι ψιλά ήταν. Χαρτονόμισμα κανένα.
Δίλημμα: ή έπαιρνε λίγο ψωμί τώρα και πήγαινε με τα πόδια, καθυστερώντας όμως έτσι στα σίγουρα, ή αγόραζε το εισιτήριο που της έλειπε και πήγαινε στη στάση. Αναστέναξε.

Ένα ευρώ και κάτι ψιλά. Όσες φορές κι αν τα κοίταζε, όσες φορές κι αν τα έριχνε στην τσέπη της και τα έβγαζε πάλι δεν άλλαζε τίποτε. Ίσα ίσα που κάποια στιγμή το ένα δεκαρικάκι σκάλωσε σε κάποιες κλωστές που περίσσευαν μέσα στην τσέπη και σαν να το έχασε για λίγο.

'Ενα ευρώ και κάτι ψιλά. Αυτό της είχε πλέον απομείνει και έπρεπε να περιμένει μέχρι το απόγευμα που θα της μετρούσε η κυρά το μεροκάματο. Αν της το μετρούσε κι αυτό. Δυσκολεύομαι, της είχε πει τις προάλλες, όταν γύρισε από το ακριβό κομμωτήριο της γωνίας από το οποίο γύρισε αγνώριστη και με πλουμιστά νύχια.

-Κάνε στην άκρη χριστιανή μου, της είπε ένας βιαστικός και την έσπρωξε την ώρα που ξανάκρυβε το θησαυρό της στην τσέπη. Κάτι κουδούνισε στο πεζοδρόμιο και τσούλησε μακρυά. Έντρομη ξανάβγαλε τα κέρματα και τα μέτρησε, μα ήταν ανώφελο: όλες τις φορές απλώς τα κοίταζε χωρίς να τα μετράει. Τουλάχιστον το ευρώ ήταν ακόμη εκεί. Δικό της.

Πήγε άλλο ένα βήμα πιο κει και κοίταξε απέναντι στη στάση. Ο κόσμος μυρμήγκιαζε, πάλι δεν θα είχε λεωφορείο, ποιος ξέρει. Πήγε άλλο ένα βήμα και πάλι κατά το φούρνο. Μουρμούριζε. Ένα ευρώ και κάτι ψιλά. Ένα ευρώ και κάτι ψιλά.

[Θυμήθηκε ή νόμιζε πως θυμήθηκε τα όνειρά της, αραχνιασμένα και σκοροφαγωμένα, πατσαβούρες ριγμένες στη γωνία]
Και τότε θύμωσε. Πήρε μια ανάσα και αργά αργά ανέβηκε τα δυο σκαλάκια του φούρνου.
-Καλώς τηνε, καλημέρα, της είπε η ίδια νεαρή φωνή. Σαν να είχε γλυκάνει τώρα.


Έφτασε σχεδόν ένα τέταρτο αργότερα στο σπίτι και βρήκε εκεί την κυρά να καπνίζει και να χειρονομεί μιλώντας δυνατά έξω στο μπαλκόνι στο κινητό της. Ούτε που την πήρε χαμπάρι. Ήσυχα ήσυχα, όπως σε όλη τη ζωή της, πήγε στο αποθηκάκι και φόρεσε την ποδιά της. Μάζεψε καλύτερα τα μαλλιά της και σήκωσε τα μανίκια της. Σε λίγο άκουσε την εξώπορτα να χτυπά και τα τακούνια να απομακρύνονται νευρικά.

Χαμογέλασε. Στη τσέπη της είχε ένα κομμένο κομμάτι ψωμί. Ήταν ακόμη ζεστό και πάντοτε τραγανό. Το έβγαλε και δάγκωσε με την καρδιά της άλλη μια μπουκιά.
Και μετά ρίχτηκε στη δουλειά της. Αμίλητη μα ευτυχισμένη. Αόρατη για τους περισσότερους και μη σημαντική.

Ένα ευρώ και κάτι ψιλά.
Η ζωή της όλη.

Friday, April 23, 2010

Το θηρίο ξυπνάει...



Αργά μα σταθερά το θηρίο ξυπνά και πάλι μέσα μου...

Τα αυτιά ορθώνονται και η μύτη υγραίνεται σιγά σιγά καθώς οσφραινόμαστε τον αέρα.
Το θηρίο και εγώ.

Τα μάτια ανοίγουν με τις κόρες έτοιμες να πιουν το φως, να ξεδιψάσουμε από το πολύμηνο σκοτάδι.
Το θηρίο και εγώ.

Γλειφόμαστε, η πείνα ανείπωτη μετά το ατελείωτο ζευγάρωμα μέσα του, μέσα μου.
Το θηρίο και εγώ.

Τα νύχια μου είναι έτοιμα, και τα δόντια μου γυαλίζουν καθώς ουρλιάζω και πάλι.
Το θηρίο εγώ.