Sunday, May 30, 2010

το παλιό βαγόνι


η εικόνα είναι του ichbingenial

Το βαγόνι έστεκε εκεί: αφημένο στον αχρησιμοποίητο πλέον τομέα του σιδηροδρομικού σταθμού, σαράντα χρονών λέγανε ότι ήταν, ξύλινο με μια βαριά συρόμενη πόρτα, με τις σανίδες σε κάποια σημεία αραιωμένες, ένα παλιό βαγόνι που κάποτε μετέφερε εμπορεύματα.
Μια άδειαζε και μια γέμιζε. Στην αρχή το άγχωνε όλη αυτή η διαδικασία, η ελπίδα της πλήρωσης, η αγωνία της απώλειας, η αναμονή του ταξιδιού, η απογοήτευση στους βρωμερούς σταθμούς, το αταίριαστο του βαγονιού, αυτού το γεμάτου πάντοτε παράταιρα αντικείμενα, άλλοτε ζώα, με τους πολυτελείς σταθμούς των μεγάλων πόλεων.

Γέμιζε και άδειαζε και πολλές φορές ξαναγέμιζε προτού αδειάσει ή άδειαζε σταθερά χωρίς ποτέ να γεμίσει πλήρως, ένα αέναο συν και πλην, όμοια με τα κατάστιχα του μπακάλη μια μέρα πολύβουη και με πολλή πελατεία.
Γέμιζε και άδειαζε. Ξεκινούσε και σταματούσε. Μετά την άφιξη η αναχώρηση, εναλλαγή μέρας και νύχτας, ζέστης και κρύου, συν και πλην. Πάντοτε συν και πλην.

Και κάποτε -θά 'χαν περάσει ήδη πολλά χρόνια, ναι πολλοί υποστήριζαν ότι ήταν κάπου στα σαράντα, μα έμοιαζε αιωνόβιο, λες και είχε ζήσει χιλιετίες, περνώντας γρήγορα από τόπους, ανθρώπους, όνειρα και ζωές άλλων, έφτασε. Έφτασε. ή τουλάχιστον έτσι είχε πιστέψει αυτό τότε.

Από τότε στέκει εκεί στον αχρησιμοποίητο πλέον τομέα του σιδηροδρομικού σταθμού, ξύλινο με μια βαριά συρόμενη πόρτα, με τις σανίδες σε κάποια σημεία αραιωμένες, ένα παλιό βαγόνι που μετέφερε εμπορεύματα.

Το άγχωνε άραγε όλη αυτή η διαδικασία, η ελπίδα της πλήρωσης, η αγωνία της απώλειας, η αναμονή του ταξιδιού, η απογοήτευση στους βρωμερούς σταθμούς, το αταίριαστο του βαγονιού, αυτού το γεμάτου πάντοτε παράταιρα αντικείμενα, άλλοτε ζώα, με τους πολυτελείς σταθμούς των μεγάλων πόλεων; Ή συναισθανόταν τη ματαιότητα της κτήσης, του προορισμού;

Και πάντοτε απορούσα: ήταν άραγε ένα βαγόνι που πια είχε αδειάσει ή που ίσως και να είχε γεμίσει ασφυκτικά και για πάντα από αυτά που κάποτε είχε περικλείσει, να είχε λοιπόν χορτάσει ή ποτέ να μην ένιωσε κάτι από τη μυρωδιά, τους ήχους, το βάρος αυτών που μετέφερε;

Thursday, May 6, 2010

Οργή



Εντάξει.
έπρεπε λοιπόν να τον αντιμετωπίσει και πάλι. Επίμονος, επίμονος, επίμονος, μονάχα αυτή η λέξη της ερχόταν στο μυαλό και ένιωθε να φουντώνει κάτι μέσα της που θα μπορούσε να είναι και θυμός, τα μάγουλά της λες και έλεγαν λιγάκι να κοκκινίσουν, δεν ξέρω, θα τολμούσα να πω ότι πράγματι είχε αρχίσει να αισθάνεται θυμωμένη.
Αυτός εκεί.
Να παραμένει απέναντι, να την κοιτά μέσα από το τετράγωνο πλαίσιό του. Επίμονος: αυτή η λέξη, συνεχώς και μόνο αυτή η λέξη, σαράντα χρόνια τώρα, εκεί, απέναντί της, πάντοτε, να την κοιτά και να επιμένει.

Έσκυψε. Χάθηκε από το πλαίσιο και σίγουρα θα είχε χαθεί και εκείνος, αλλά να που δεν μπορούσε να κοιτάξει, δεν μπορούσε να σιγουρευτεί, δεν μπορούσε να τον τρομάξει. Κάποτε το είχε δοκιμάσει. Τώρα πια ήξερε ότι εκείνος γνώριζε. Και ότι ήταν πάντοτε εκεί. Να παραμένει, να επιμένει με τρόπο αυθάδη, φορτικό, ναι ήταν σίγουρη πλέον ότι αισθανόταν θυμωμένη. Αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό, αφού μόλις θα σήκωνε το κεφάλι της θα έπρεπε και πάλι να τον αντιμετωπίσει.
Αυτόν τον γελοίο.
Αυτόν τον επίμονο.

Αυτόν τον απαράδεκτο που αντί για οργή αισθανόταν μάλλον, ίσως, εντάξει, μπορεί και σίγουρα θυμό.

αντί να αισθάνεται ντροπή.
αντί να αισθάνεται οργή.

Αυτή και αυτός ο επίμονος εαυτός της.

Στον καθρέφτη.