Monday, May 11, 2009

Κουδούνι

'Αστραφτε. Ο απογευματινός ήλιος χάιδευε την επιφάνειά του. Οι ακτίνες αναπηδούσαν στη λεία επιφάνεια και ξεγελούσαν το μάτι, πως τάχα ξεπετάγονταν από αυτήν.
Χαμογέλασε.

Κάτι τέτοια απογεύματα η λίμνη ήταν συνήθως ήρεμη, τα νερά χωρίζονταν από τον ουρανό με μια νοητή γραμμή, ένας άλλος Μωυσής είχε χωρίσει τους δύο κόσμους αλλά το χρώμα τους πάλευε να ενωθεί προσπαθώντας να πνίξει την ηδονική αγωνία που χτυπούσε στο ρυθμό της καρδιάς του: τόση γαλήνη και ομορφιά... 

Το χέρι του έμεινε μετέωρο: κίνηση κομμένη στη μέση. 

Θυμήθηκε τους σταχτοτσικνιάδες. Εκεί πέρα στη λίμνη του, όταν κάτι τα τρόμαζε, ένας ήχος, μια κίνηση, έτσι κοκκάλωναν για λίγο: λαιμοί μετέωροι, κίνηση κομμένη στη μέση...

Το χέρι πάντοτε ακίνητο, αιωρούμενο ανάμεσα σε εκείνον και σε αυτό, που άστραφτε ακόμη, φεγγοβολούσε.   

Αγαλλίαση.

Αγαλλίαση.
Ο ήχος από τα φτερά τους, όταν τελικά άφηναν την ήρεμη επιφάνεια, οι αργυροπελεκάνοι που τον κοιτούσαν πλέοντας νωχελικά με το ένα μάτι...

Μια στιγμή μαγική. Εκείνο να αστράφτει και το χέρι του να αχνοφέγγει υποδόρεια, με τρόπο μοναδικό, όπως μονάχα τα δέρμα γνωρίζει: να ρουφά αχόρταγα το φως μέσα του και να απλώνει τη θαλπωρή του, ένα ζεστό αλάβαστρο.

Ο ξερός ήχος πυροβολισμού δεν άφηνε καμιά αμφιβολία, η γαλήνη έσπασε χίλια μικρά κομμάτια και η επιφάνειά της λες και ανασηκώθηκε ολόκληρη, σμήνη από ζεύγη φτερών αναζήτησαν την ουράνια σωτηρία, ανήσυχος κοίταξε προς την πλευρά των κυνηγών...

"Να βοηθήσω;" άκουσε δίπλα του μια φωνή, στεκόταν πάντοτε εκεί στην είσοδο, με το χέρι απλωμένο λες και προσπαθούσαν τα δάχτυλά του να διαβάσουν τα ονόματα στα κουδούνια. Παραμέρισε και αναστέναξε με ευχαρίστηση: της είχε ξεφύγει και πάλι λιγάκι, της πόλης, ακόμη και για λίγο, λίγες στιγμές προτού χτυπήσει το κουδούνι, για άλλη μια τυπική συνάντηση, άλλες τρεις ώρες δουλειάς...

Το κουδούνι που χαμογελούσε συνωμοτικά και άστραφτε, καθώς ο απογευματινός ήλιος χάιδευε την επιφάνειά του.