Friday, May 30, 2008

σκηνή


Pablo Picasso - Still Life on a Piano - Oil on canvas


Πήγε σαν υπνωτισμένη, σήκωσε το καπάκι και άρχισε να παίζει. Οι χορδές ξεκούρδιστες από καιρό, μες στο μυαλό της τεντώνονταν, ξανάνιωναν και αποκτούσαν την αλλοτινή τους ευφωνία. Οι συγχορδίες σίγουρες και δυνατές ξεδίπλωναν τα κοιμισμένα δάχτυλα• τα μάτια κλειστά αρνιόνταν να κοιτάξουν τα αγαπημένα πλήκτρα, όπως ακριβώς όταν ξανασυναντάμε ένα πρόσωπο αγαπημένο μετά από χρόνια, η ματιά μας δεν χρειάζεται να κυλίσει πάνω στις γνώριμες γραμμές για να το νιώσει, έτσι και τα ακροδάχτυλα έβρισκαν με σιγουριά τον στόχο τους, την κάθε νότα.

Ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου την ξύπνησε. Άνοιξε δυσαρεστημένη τα μάτια, το κουδούνισμα ακούστηκε σαν φάλτσο στη διάρκεια μιας παύσης, αλλιώς ούτε που θα το είχε πάρει είδηση ότι χτυπούσε. Σαστισμένη ακόμη από το προηγούμενο θαύμα σήκωσε το ακουστικό. Για κάποια διαφήμιση ή κάποια δημοσκόπηση λέει, κατέβασε απλώς το ακουστικό και βγήκε στο μπαλκόνι.

Ήταν σούρουπο και τα δέντρα στον κήπο διαγράφονταν σαν χορευτές που περίμεναν να αρχίσει η μουσική. Δεν φυσούσε καθόλου και μια περίεργη ηρεμία απλωνόταν παντού. Ακόμη και τα τζιτζίκια τερέτιζαν φοβισμένα. Όμως εκείνη είχε στο μυαλό το κομμάτι, παλιό και ξεχασμένο που είχε ανέλπιστα ταιριάξει στα δάχτυλά της, σαν ένα παλιό φουστάνι, κρυμμένο και χαμένο σε κάποια ντουλάπα από χρόνια, που όμως αγκαλιάζει και πάλι το σώμα σαν να μην το είχε αποχωριστεί ποτέ.

Wednesday, May 7, 2008

Βάραθρο



Mπροστά μου το βάραθρο, και πίσω μου να με κυνηγούν.
Xιλιάδες πόδια πλαταγίζουν πίσω μου, μα είναι ακόμη μακρυά
κοιτώ μπροστά μου, κοιτώ κάτω, χαμηλά, εκεί που το ορμητικό ποτάμι κατρακυλά κουτρουβαλώντας σε βράχια και κoίτες, με ένα νερό άγριο και θολωμένο, φορτωμένο με κάθε λογής λεία:
βλέπω βάρκες λεπτοκαμωμένα φύλλα, βλέπω κορμούς λεπτούς σαν κλαδάκια, βλέπω αγελάδες-μυρμήγκια, βλέπω το σώμα μου, κομματιασμένο, να χτυπά από όχθη σε όχθη.

Φοβάμαι.

Πίσω μου χιλιάδες πόδια πλαταγίζουν με βιαστική αναίδεια, μα είναι ακόμη πολύ μακρυά. Κοιτώ μπροστά μου, μα τα απέναντι βράχια είναι επτά δρασκελιές μακρυά,

επτά δρασκελιές είναι σα να διασχίζεις δρόμο,

δεν μπορείς να βρεθείς από τη μια άκρη στην αλλη
κοιτώ κάτω, χαμηλά, εκεί που το ορμητικό ποτάμι κατρακυλά, σε βράχια και κοίτες με ένα νερό λερό και λυσσασμένο
όλα ανακατεμένα μέσα του, από μακρυά μοιάζει ακίνδυνο όμως δεν είναι.

Φοβάμαι.


Πίσω μου χιλιάδες πόδια πλαταγίζουν, τα ξεχωρίζω πλέον ένα ένα, δεν είναι πια πολύ μακρυά.
Ακούω από κάτω μου τον σκοτεινό καταρράκτη, τη μελανόστομη Χάρυβδη, ακόμη πιο λυσσασμένη από το ποτάμι, αχόρταγη να καταπίνει…

Φοβάμαι

Πίσω μου χιλιάδες πόδια πλαταγίζουν, είναι πλέον πίσω μου ολόγυρά μου, ακούω την ανάσα τους και νιώθω την οργή τους, δεν έχω πια τίποτε άλλο να κερδίσω,
με ένα βήμα, πέφτω στο κενό.

Παρόλο που φοβάμαι.



---------------------------------------------------------------------------


Το φανάρι που άναψε πράσινο για τους πεζούς με παρέσυρε ατην αντιπέρα όχθη.
Βρέχει και τα ρείθρα των πεζοδρομίων παρασύρουν ορμητικά ό,τι σκουπίδι βρουν.

Το πλήθος με παρασύρει και μένα, βάρκα φυλλαράκι, κορμί κομματιασμένο, απέναντι.


Δεν υπάρχει καιρός για σκέψη.

Δεν υπάρχει χώρος για φαντασία.


Φοβάμαι.

Πολύ.