Thursday, May 31, 2007

M+Z [2] - 2ο απόσπασμα

Με τον Μάρκο ξεκινήσαμε ένα συγγραφικό πείραμα με συνεχή εναλλαγή μεταξύ μας χωρίς καμία προ-συνεννόηση επί του περιεχομένου και της δομής. Όπως και να πάει, ακόμη και ημιτελές να μείνει, έχει το ενδιαφέρον των ζωντανών πραγμάτων, που χωρίς να έχουν κάποιο προορισμό τον εφευρίσκουν και αγωνίζονται με πάθος για την εκπλήρωση του [Μάρκο, σου… έκλεψα την εισαγωγή, αλλά μου άρεσε πολύ και είπα να κρατήσω και εγώ την ίδια…]



M + Z [1], 1ο απόσπασμα


Βγαίνοντας από το νερό, έσταζε ολόκληρος. Μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι είχε βουτήξει με τα ρούχα. Κοίταξε τριγύρω κι ανακάλυψε τα πέδιλά του που είχαν απομείνει εκεί στην άμμο. Έσκυψε και τα πήρε.

Περπατούσε με τα ρούχα μισοστεγνωμένα κατά μήκος της παραλίας και σιγοψιθύριζε: «Κάθε κόκκος άμμου…» Σε κάθε το βήμα μουρμούριζε το ίδιο και το ίδιο. Καθώς οι πατούσες του μισοβυθίζονταν μέσα στους αμέτρητους κόκκους άμμου της παραλίας, άρχισε να αισθάνεται περίεργα: ψηλότερος, δυνατότερος…
Και τότε κατάλαβε, ότι αυτό που είχε αισθανθεί ως αυτοπεποίθηση και σιγουριά, αυτό που είχε θεωρήσει δύναμη και εξουσία δεν ήταν παρά μια υποταγή, μια προδιαγεγραμμένη πορεία: τόση ώρα ακολουθούσε ένα φωτεινό μονοπάτι από κάτι στρογγυλωπά, αστραφτερά ζωντανά βότσαλα που τον οδηγούσαν…

Το «μονοπάτι» είχε αφήσει πλέον τη θάλασσα, στο μεταξύ τα ρούχα του είχαν στεγνώσει και στα πόδια του φορούσε και πάλι τα πέδιλά του, και τον παρέσερνε στο δάσος με τα δαιδαλώδη τούνελ που είχε σκάψει ή που νόμιζε ότι είχε σκάψει… Κάτι περίεργο συνέβαινε στο μυαλό του. Ξαφνικά όλα γίνονταν ρευστά και δεν γνώριζε πια τι είχε συμβεί και τι όχι.

Ανατρίχιασε. Το γνώριζε αυτό το απόμερο κομμάτι, εδώ που το δάσος τελείωνε και άρχιζε ένας αραιός ελαιώνας. Να και η ξερολιθιά, η στροφή του δρόμου και εκεί ξεχώριζε η σκεπή του σπιτιού της Ζωής.
Η ζέστη κρατούσε ακόμη, αν και είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Μόλις όμως έσπρωξε την αυλόπορτα και βρέθηκε στον κήπο, ένα δροσερό χάδι ανέμου τού ανακάτεψε τα μακρυά του μαλλιά.

Η Ζωή στεκόταν στο βάθος δεξιά, ακίνητη, με φόρεμα στο χρώμα της ξερής γης. Έφτανε έως το έδαφος και φαινόταν λες και η Ζωή και η γη ήταν πλέον ένα. Από τις πτυχές του φύτρωναν χορταράκια και τόπους τόπους μυρμήγκια αναζητούσαν επάνω του σποράκια. Τα μακρυά μαύρα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σαν φωλιά με τις μυτερές του άκρες να σαλεύουν, κλαδάκια στον άνεμο.
«Ήρθες!» του είπε και τα μάτια της έγιναν ευθύς από μαύρα πρασινόχρυσα και αστραφτερά σαν το περιδέραιο που φορούσε: φτιαγμένο από κάτι στρογγυλωπά, αστραφτερά ζωντανά βότσαλα, κάτι του θύμιζε, το περιδέραιο αυτό, αλλά αδυνατούσε να βολέψει τις σκέψεις του, ήταν σκόρπιες και σπασμένες, χωρίς ειρμό.
Τότε εκείνη σήκωσε τις παλάμες της στο ύψος του προσώπου της και τις χτύπησε κοφτά δυο φορές: αμέσως το περιδέραιο ζωντάνεψε και χρυσοπράσινοι κάνθαροι άρχισαν να πετούν, φτιάχνοντας ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.
[3ο απόσπασμα - από Μάρκο]
[4ο απόσπασμα -από Ζωή]
[5ο απόσπασμα - από Μάρκο]
[6ο απόσπασμα - από Ζωή]
[7ο απόσπασμα - από Ίκαρο]

Monday, May 28, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [10ο απόσπασμα]



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα]

Αλαφιασμένη ξύπνησε και προσπαθούσε να επανέλθει στο τώρα. Ο λύκος της έλειπε, είχε φύγει από νωρίς και εκείνη, ξύπνια μέχρι αργά, είχε παρακοιμηθεί.
Ήταν στεναχωρημένη και το ήξερε. Καθετί επάνω της το μαρτυρούσε, ο καθρέφτης ήταν σήμερα ιδιαιτέρως σκληρός μαζί της, και δεν θα μπορούσε να το κρύψει. Τόση ένταση και αγωνία…
Προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Τι θα πει όμως λογικά; Αγαπούσε τον λύκο της, πάντα θα τον αγαπούσε. Έτρεμε στην σκέψη ότι μια μέρα θα μπορούσε να τον χάσει και να την τώρα μόνη της εδώ να τον διώχνει… Προχθές που τον φίλησε, μέσα από τα κλειστά της μάτια πέρασαν πάλι εκείνα τα τρομερά μαύρα φτερά. Κι όμως, ήταν η λυκίσια αγκαλιά του, η δική του και μόνο θέρμη της ψυχής και του σώματός του που της πρόσφερε τόσο δυνατή αγάπη.
Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Της είχε ζητήσει να πάρει λίγες επιπλέον μέρες άδεια, εκείνος θα έφευγε σήμερα για πέντε μέρες, ταξίδι επαγγελματικό στο εξωτερικό, είχαν καιρό να βρεθούν μαζί σε ξένο μέρος, την χρειαζόταν, την ήθελε κοντά του. Δεν θα προλάβαινε του είπε, κάτι προθεσμίες. Δικαιολογίες. Το βλέμμα του την κοίταξε με παράπονο. Το πρωί έφυγε χωρίς να την ξυπνήσει. Μονάχα ένα σημείωμα στο τραπέζι. «Χαζούλα, εσύ χάνεις!». Χαμογέλασε. Αυτός ήταν ο λύκος της. Κοίταξε το ρολόι. Και να ήθελε δεν θα προλάβαινε… Τώρα πια ο λύκος της ετοιμαζόταν για την απογείωση…
Στο δρόμο, πρώτη μέρα στο γραφείο, σταμάτησε κάμποσες φορές. Μήπως να τα παρατούσε όλα, να πήγαινε τώρα στο αεροδρόμιο, να έβγαζε ένα εισιτήριο, να του έκανε έκπληξη; Με φρίκη κατάλαβε ότι από κάτω από αυτές τις σκέψεις, υπήρχε μια άλλη πιο δυνατή και έντονη…
Θα ήταν άραγε εκείνος στο γραφείο του τέτοια ώρα; Συνήθως εκείνη την ημέρα αρχειοθετούσε όλες τις εκκρεμότητες και ήταν η ώρα που όποιος ήθελε να τον πετύχει, δεν χρειαζόταν προηγουμένως να τον αναζητήσει σε όλο το κτήριο...
Σταμάτησε και πάλι. Είχε σχεδόν φτάσει. Τα μάγουλά της έκαιγαν, η καρδιά χτυπούσε.
Κοιτάχτηκε σε μια βιτρίνα. Βαθιά ανάσα και εκπνοή. Και τώρα με βήμα γρήγορο και σταθερό, έπρεπε να φανεί αλλαγμένη και σίγουρη.

Μπαίνοντας στον διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο της πέρασε κι από το δικό του. Η πόρτα του ήταν κλεισμένη, σημάδι ότι απουσίαζε ή ότι δεν ήθελε να ενοχληθεί από κανέναν. Δεν μπόρεσε να κρύψει μια κάποια απογοήτευση, ήθελε να τη δει να περνά αδιάφορα και γοργά, ήθελε να του δείξει ότι ακόμη κι αν είχε υποψιασθεί κάτι, πόσο λάθος είχε κάνει, ήθελε…
Έφτασε στο γραφείο της. Άνοιξε την πόρτα: πτώση, βουτιά, από βατήρα δέκα μέτρων μέσα σε μαύρα, ταραχώδη και άγνωστα νερά, γύρω γύρω βράχια, απότομα και γλιστερά, αδύνατον να βγει στη στεριά, τα χέρια καταματωμένα από τους αχινούς, το σώμα μισοχαμένο μέσα στη θανατερή αγκαλιά της θαλάσσιας ανεμώνης που υπέροχη και αδυσώπητη τη μπόλιαζε με το δηλητήριό της: Το σελάχι την περίμενε νευρικό καθισμένο στη θέση της.
«Άργησες» της είπε επιτιμητικά, «και δεν έχω το κείμενο με τις διορθώσεις». Ήθελε να διαμαρτυρηθεί, το κείμενο το είχε στείλει το προηγούμενο βράδυ, αν κοίταζε στον λογαριασμό του θα το έβρισκε εκεί. Σώπασε, κοίταξε τη μελανή μορφή του και έψαξε στην τσάντα της για το usb της. Όταν του το έδωσε, το χέρι της ηλεκτρίστηκε από το δικό του χέρι, το σελάχι την κάρφωνε και πάλι με το ηλεκτροφόρο του κεντρί. Τα μάτια του προσπαθούσαν να τρυπήσουν τα δικά της, όμως εκείνη δεν τα άφηνε να την πλησιάσουν.

Ανακούφιση, το σελάχι εξαφανίστηκε με ένα χτύπημα των πτερυγίων και τότε μόνο πρόσεξε την Ισμήνη. Ζαλισμένη προσπαθούσε μάταια να καταλάβει αν είχε κοκκινήσει ή όχι, η Ισμήνη απλώς την κοιτούσε με βλέμμα έντονα ακουμπισμένο επάνω της. Σε λίγο είχε απομείνει μονάχη στο γραφείο.

Απογοήτευση, σκέφτηκε και ένας πόνος από δάγκωμα την έκανε να κοιτάξει στο πλάι, ήταν η σκιά του λύκου της που προσπαθούσε να της τραβήξει την προσοχή. Του χαμογέλασε καθησυχαστικά αν και κάπως νευρικά και άρχισε να δουλεύει, «πρέπει να αλλάξω την οθόνη», σκεφτότανε, καθώς άνοιγε ένα αρχείο.

Και τότε ένα ορμητικό τσουνάμι γκρέμισε την πόρτα και πλημμύρισε τα πάντα. Αλαφιασμένη προσπάθησε να κρατηθεί από το γραφείο, όλα έπλεαν μέσα στο ταραχώδες υγρό στοιχείο, που αναταραζόταν ολοένα από κάτι πτερύγια-φτερά ενός αρχάγγελου του υδρόκοσμου. Το σελάχι.

Ναυαγός πάνω σε μια σανίδα το παρατηρούσε να κολυμπά γύρω της, ήταν ανήσυχο, της μιλούσε διαρκώς για διάφορα θέματα με βλέμμα σκοτεινό, και κάθε τόσο την πλησίαζε από το πλάι.

Και τότε άξαφνα άπλωσε το χέρι του, δεν της είχε ευχηθεί για τα γενέθλιά της, για δες που το θυμόταν, αναρωτήθηκε. Το χέρι του, δροσερό και ευχάριστο, κύμα που σου πιτσιλάει τα πόδια, όταν περπατάς στην παραλία, γλυκό και υγρό αν και σύντομο. Δεν τράβηξε το χέρι της παρά μονάχα όταν ένιωσε τα δάχτυλά του να χαλαρώνουν. Δεν είχε κρατήσει παραπάνω από μια εγκάρδια χειραψία, όμως στο μυαλό της ο χρόνος πια είχε τόσο περίεργα αλλάξει, τα δευτερόλεπτα φάνταζαν ακίνητα, τα λεπτά έφευγαν, οι ώρες άλλες φορές ακίνητες κι άλλες να γλιστρούν κοπάδι από τρομαγμένα ψάρια.

Τώρα τα μάτια σελάχια πετούσαν αργά δίπλα της. Εκείνος μιλούσε με την Ισμήνη που είχε και πάλι επιστρέψει στη θέση της, αλλά στεκόταν μπροστά της, εκείνη παρατηρούσε το μυτερό προφίλ του, και προσπαθούσε να θυμηθεί τι ακριβώς χρώμα είχαν τα μάτια του. Και τότε το σελάχι την ένιωσε και γύρισε το ένα του μάτι πάνω της, ματιά αιχμηρή και σίγουρη, σαν καμάκι που τσάκωσε το ένα της πλοκάμι, μιλούσε πάντα στην Ισμήνη αλλά κοιτούσε εκείνη, μονάχα εκείνη, κοιτούσε συνεχώς εκείνη, με ματιά ακίνητη, σίγουρη κι αμείλικτη… κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ακουγόταν σαν σφυγμός της καρδιά της μα οι ματιές τους δεν έλεγαν να χωρίσουν. Τώρα, τώρα σκεφτότανε δεν μπορεί θα με ελευθερώσει, μα το σελάχι την κρατούσε γερά μαγκωμένη και δεν υποχωρούσε, ώσπου εκείνη τράβηξε με δύναμη τα δικά της να πέσουν κάτω. Καθώς χωρίζανε ακούστηκε ένα «κρακ» και ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην κοιλιά της.
[11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα],
[14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Sunday, May 27, 2007

Αμαλία, στο καλό…



μόλις τώρα το έμαθα…
Η Αμαλια έφυγε…
Η Λυδία παλεύει ακόμη.


Στο καλό Αμαλία…

Wednesday, May 23, 2007

Μαριονέττα



Το μυαλό τελικά της έπαιζε άσχημα παιχνίδια. Τόσο που της ερχόταν να αρχίσει να φωνάζει μέχρι να το λιώσει, να το γκρεμίσει, Τείχη της Ιεριχούς που θα διαλυθούν επιτέλους από τη δύναμή της για απελευθέρωση.
Προσπαθούσε να φωνάξει, ήταν μόνη της, πουθενά ψυχή, αλλά ήταν αδύνατον να βγάλει και τον παραμικρό ψίθυρο. Γιατί, ενώ εκείνη ήθελε, το μυαλό τραβούσε τις κλωστές της μαριονέττας. Υποκλινόταν, ενώ ήθελε να τρέξει, γελούσε, ενώ απλώς ήθελε να κλάψει και άφηνε τα χέρια της ξέπνοα στο πλάι, αντί να τα έχει έτοιμα για να παλέψει.

Έσφιξε τα χείλη της, στιγμιαία μονάχα: εκείνο το δολερό τα τράβηξε και πάλι σε ένα χαζό πλατύ χαμόγελο. Χτύπησε με δύναμη το χέρι της επάνω σε ένα μισογκρεμισμένο ντουβάρι, απλώς για να το ακούσει να λέει τη λέξη «πονάω», αλλά εκείνο είχε πλέον αγριέψει, δεν την άφηνε καθόλου ελεύθερη να νιώσει, να ξεσπάσει, να κρυφτεί…

Πάλευε να δει πώς θα του ξεφύγει. Μάταιος κόπος, στριμωγμένο σε μια γωνιά συνέχιζε να τραβά με τη σειρά μία μία τις κλωστές της μαριονέττας.

Και τότε έδωσε μια και ξέφυγε από το μυαλό αλλά και από το κορμί της. Ένιωσε ξαφνικά τεράστιες φτερούγες να ξεδιπλώνονται από τα πλευρά της και μετά μια δύναμη να την ανυψώνει.

Και μετά τίποτα.

Μονάχα αέρας και τίποτα. Oύτε φως, ούτε ήχος, σιγά σιγά ούτε αίσθηση αφής ούτε τίποτα.

Απλώς, τίποτα

Monday, May 21, 2007

stardust and starlight...


37
Ή αλλιώς 40-3.
Ή αλλιώς 50-13…

Ή αλλιώς η απόσταση που μας χωρίζει σε έτη φωτός από τον Βοώτη ή Αρκτοφύλακα και από το λαμπρό του άστρο, τον Αρκτούρο…

Περάσαν λοιπόν κιόλας τόσα… γεμάτα αστρικό φως και σκόνη, με μαύρες τρύπες να παραφυλάνε και με μόνη σίγουρη πορεία έναν κόκκινο γίγαντα και έναν λευκό νάνο…

Καλημέρα!

P.S.
Altair is 16 lightyears away,
Vega is 27 lightyears away,
Arcturus is 37 lightyears away,
Regulus is 85 lightyears away,
Spica is 275 lightyears away, and
Deneb is 1600 lightyears away.

Therefore, we can, in a sense, use the night sky as a "time machine." The farther
away we look in space, the farther back in time we see...

Boötes, a name deriving from Egypt, is one of the 88 modern constellations and was also one of the 48 constellations listed by Ptolemy. Boötes is generally referred to as the Bear Watcher, since it appears to be watching over the constellations Ursa Major and Ursa Minor. It contains the fourth brightest star in the night sky, Arcturus.

Saturday, May 19, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [9ο απόσπασμα]



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα]
Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες, οι εικόνες στα μάτια της διπλές. Ο αγαπημένος της λύκος αποκτούσε κάποτε πτερύγια ή κεντρί, κι όταν της μιλούσε γέμιζε ο τόπος φυσαλίδες.

Μετά άρχισε να πιέζει τον εαυτό της να συνέλθει, να ξεφύγει με την αγαπημένη αγέλη βαθιά μέσα στην παρθένα καρδιά του δάσους και πράγματι, λίγες μέρες μετά την τελευταία τους συνάντηση το σελάχι είχε χάσει το περίγραμμά του, είχε γίνει μια διάφανη ανάμνηση. Τώρα με τον λύκο της είχαν βρεθεί και πάλι στο παλιό αγαπημένο τους ξέφωτο, εκεί όπου μπορούσε να τον αγαπά και να τον αγκαλιάζει, να τον χαϊδεύει και να τον φιλά με όλη τη θέρμη της καρδιάς της.

Τον παρατηρούσε καθώς κοιμόταν, τόσο όμορφος και δυνατός, με τα σημάδια από παλιές μάχες με τους κινδύνους του δάσους, ένα υπέροχο αγρίμι, κομμάτι της καρδιάς και της ζωής της. Θυμήθηκε πώς έτρεμε, όταν την κοιτούσαν τα κεχριμπαρένια μάτια του, και ένιωσε το ευχάριστο βάρος των τόσων ετών κοινής ζωής τους.

«Είμαι τρελλή» σκεφτότανε, « στα αλήθεια είμαι ή μάλλον θα ήμουν τρελλή να τον χάσω…» Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε. Έσκυψε και τον φίλησε και γέλασε ανακουφισμένη. Είχε λυτρωθεί από τη θάλασσα, αυτήν την ανήσυχη πλανεύτρα.

Μια μέρα, όμως, εκεί που βάδιζε πλάι του ένιωσε κάτι σαν πλοκάμι να την τυλίγει και να την καίει, ο αέρας απέκτησε κάτι θολό και δηλητηριώδες. Τα γόνατά της άρχισαν να λύνονται και ένιωσε ξαφνικά να ριγεί όλη της η σπονδυλική στήλη. Ανήσυχη άρχισε να ρίχνει ματιές γύρω της, το δάσος της έμοιαζε να αλλάζει σιγά σιγά. Κάπου κάπου της φαινόταν ότι έβλεπε ψάρια να αιωρούνται ανάμεσα στους κορμούς…
Ο λύκος της γύρισε και την κοίταξε με τη βαθιά και σίγουρη ματιά του. Το μουσούδι του ήταν υγρό και τα αυτιά του τεντωμένα. Είχε άραγε νιώσει και εκείνος τη δηλητήριο στον αέρα;

Μέρα με την ημέρα ασφυκτιούσε ολοένα και περισσότερο. Το δάσος είχε αρχίσει να βυθίζεται από μιαν αόρατη και βουβή πλημμυρίδα. Οι θάμνοι μεταμορφώνονταν σε κοράλλια και θαλάσσιες ανεμώνες, τα δέντρα πόδια γιγάντων που στέκονταν αμήχανοι στα ρηχά, ψάρια αιωρούνταν στα κλαδιά, ενώ μέδουσες-κουκουνάρια ξεκολλούσαν από τα κλαδιά και στροβιλίζονταν μες την αέρινη υγρή δίνη. Τα πουλιά χελιδονόψαρα που κολυμπούσαν νευρικά και τα μαύρα σύννεφα, σώματα τεράστιων κητών που έπλεαν με σιγουριά στην επιφάνεια.
Κοίταξε τα πόδια της: αντίκρισε μια μακρυά πρασινωπή ουρά, το σώμα της ξαναγεννιόταν ως μικρή θλιμμένη κόρη της θάλασσας. Τα μάτια της έψαχναν απεγνωσμένα μία μία τις περιοχές του μισοβυθισμένου δάσους.
Πουθενά ο λύκος.
Πουθενά το σελάχι

Το δάσος παραδομένο σε αυτήν την παράξενη πλημμυρίδα βρισκόταν το μισό κάτω από την επιφάνεια του νερού. Το υπόλοιπο ήταν πλέον ένας επικίνδυνος βάλτος.
Ανατρίχιασε. Δεν μπορούσε να επιστρέψει, το ψαρίσιο σώμα της κινδύνευε να κολλήσει στα ρηχά.
Δάκρυσε. Από κάπου ψηλά ακουγόταν το επίμονο ουρλιαχτό ενός λύκου. Του δικού της λύκου.

Ξάφνου κατάφερε να τον ξεχωρίσει. Στεκόταν στην άκρη ενός βράχου, τα κεχριμπαρένια μάτια του άστραφταν μέσα στο σκοτάδι που έπεφτε βιαστικό, ήταν αγριεμένος, με τρίχες ολόρθες από την ένταση, με τα δυνατά κοφτερά του δόντια απογυμνωμένα, σε στάση επίθεσης.
Δεν ούρλιαζε πια. Γρύλιζε. Γρύλιζε σε αυτό το περίεργο πηχτό, υγρό κάτι που είχε εισβάλει στη ζωή του και στη ζωή της, είχε διαβρώσει το στέρεο έδαφος του δάσους του, είχε δηλητηριάσει με τα πλοκάμια του την καρδιά του και την καρδιά της, τη γήινη καρδιά της με το κρύο θαλασσινό του αίμα.

Η πλημμυρίδα σταμάτησε εκεί. Αφήνοντας τον λύκο μονάχο επάνω στον ψηλό βράχο. Αφήνοντας σε εκείνη μονάχα μία σίγουρη διέξοδο, προς το νερό. Μπερδεμένη καθόταν εκεί, δυο βήματα από τον βράχο, ένα βήμα από τον βυθό. Η καρδιά της έψαχνε τον λύκο, αλλά η θολωμένη της ματιά αναζητούσε συνέχεια το σελάχι…

Και τότε η κεχριμπαρένια ματιά βρήκε τα μάτια της. Και την κοίταξε με παράπονο και πόνο. Με αγάπη και απελπισία. Με φόβο και θυμό. Με απορία και ελπίδα. Με απογοήτευση και πίκρα. Με αγωνία και ικεσία. Με θλίψη και… Έκλεισε τα μάτια της.
«Συγχώρα με, λύκε μου» σκέφτηκε και βούτηξε στα βαθιά. Το σώμα της ολόκληρο έκαιγε από το δηλητήριο. «Στο βυθό, στο βυθό!» φώναζαν οι Σειρήνες. «Εκεί θα βρεις τη λύτρωση» έλεγαν. Ή τον χαμό, σκέφτηκε η ίδια, καθώς ένιωσε το σώμα της να βυθίζεται στα παγωμένα βάθη.
[10ο απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Tuesday, May 15, 2007

για τη Λυδία


Μια παραλία για σένα Λυδία,
για να τρέξεις, να πλατσουρίσεις και να νιώσεις κάθε σταγόνα αυτού του υπέροχου ωκεανού που λέγεται ζωή…

Monday, May 14, 2007

Τζιτζίκια


Κάποτε σκόνταψα σε μια ρίζα, ένα ξυλώδες δάχτυλο, και βρέθηκα φαρδιά πλατιά κάτω.
Πέφτοντας χτύπησα τον αριστερό μου αγκώνα και γέμισα χώματα. Ξέμπλεξα το πόδι μου από την αυθάδικη ρίζα και σαφώς ενοχλημένη γύρισα να την κοιτάξω καλύτερα: ένα κοκκαλωμένο φίδι που έβγαινε από το χώμα για να ξαναχωθεί στη σιγουριά της Γαίας, φτιάχνοντας την τέλεια παγίδα για απρόσεκτα πόδια, όπως εγώ.

Το τραύμα με έτσουζε, έτρεχε αίμα αλλά εγώ κοιτούσα τώρα την ελιά, στης οποίας τη ρίζα είχα μπλεχτεί. Μεγάλη, ψηλόκορμη, σίγουρη, γέρικη αλλά γεμάτη γλυκύτητα, μια ζωογόνα αύρα που τύλιγε το τραχύ της σώμα.
Προσεκτικά, γιατί κούτσαινα λιγάκι, ακούμπησα τον φλοιό της.

Πάνω στο δέντρο μπορεί να υπήρχαν και είκοσι τζιτζίκια που τερέτιζαν αμέριμνα προτού εμφανιστώ. Τώρα, ακίνητη και εκστατική από κάτω, σαν νά ‘ρχιζαν και πάλι δειλά δειλά μα σε κάθε μου κίνηση σώπαιναν και πάλι καχύποπτα.
Το αίμα σταμάτησε να τρέχει, το γόνατο έκαιγε ακόμη λίγο, μα η καρδιά ήταν πλέον υπέροχα γαληνεμένη: Καθόμουν κάτω από την ελιά και χόρταινα τον ίσκιο και το ασημοπράσινό της χρώμα.
Μεγάλη, ψηλόκορμη, σίγουρη, γέρικη αλλά γεμάτη γλυκύτητα, μια ζωογόνα αύρα που μπόλιαζε εμένα, το αγριλίδι, με τον χυμό της. Η καρδιά μου βύζαινε σα μωρό την κάθε του σταγόνα…

Έκλεισα τα μάτια, ήμουν ακίνητη, τα τζιτζίκια τερέτιζαν ξέγνοιαστα, ξεφώνιζαν τα πόδια τους σε μια ξέφρενη, οργιαστική γιορτή, καλούσαν τα ταίρια τους, γινόντουσαν μικρές ορατές κουκίδες, χεράκια που όλα μαζί έδειχναν με απελπισία το μικροσκοπικό τους σώμα, το θνητό εύθραυστο σώμα τους, γαντζωμένο από τον τραχύ φλοιό της γέρικης ελιάς.

Κραυγές αγωνίας: «Είμαστε εδώ! Ακόμη ζωντανά, ακόμη, με επιθυμίες, ακόμη, με όνειρα, ακόμη, εδώ, ακόμη εδώ, σήμερα… εδώ… αύριο;;;»


Υ.Γ. Δεν ξέχασα τη θαλάσσια ανεμώνη, απλώς χρειαζόμουν ένα διάλειμμα…

Tuesday, May 8, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [8ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα]

Θα έκλειναν για το καλοκαίρι. Το σελάχι, όπως όλοι, θα έλειπε τις επόμενες τρεις εβδομάδες, διακοπές, οικογενειακή γαλήνη. Φεύγοντας, καθώς της έτεινε το χέρι, την ρώτησε πού θα βρισκόταν εκείνη.
[Το χέρι του, δροσερό και ευχάριστο, κύμα που σου πιτσιλάει τα πόδια, όταν περπατάς στην παραλία, γλυκό και υγρό αν και σύντομο. Δεν τράβηξε το χέρι της παρά μονάχα, όταν ένιωσε τα δάχτυλά του να χαλαρώνουν. Δεν είχε κρατήσει παραπάνω από μια εγκάρδια χειραψία, όμως στο μυαλό της ο χρόνος πια είχε τόσο περίεργα αλλάξει, τα δευτερόλεπτα φάνταζαν ακίνητα, τα λεπτά έφευγαν, οι ώρες άλλες φορές ακίνητες κι άλλες να γλιστρούν κοπάδι από τρομαγμένα ψάρια.]
Βαθιά ανάσα, είναι μια απλή τυπική ερώτηση, σκεφτόταν, όλα είναι απλώς μια απλή τυπική κατάσταση, έτσι είναι τα σελάχια, κυριαρχούν στο τοπίο και μετά εγώ η ανόητη νομίζω ότι ψάχνει εμένα. Δεν έχει ανάγκη να ψάξει κανέναν. Βαθιά ανάσα, όμως, το σελάχι την έδιωχνε και πάλι από κοντά του, προτού προλάβει να ολοκληρώσει.

Δεν άντεξε στον πειρασμό. Την επόμενη ημέρα που εκείνος θα έφευγε για το ταξίδι, πέρασε από το γραφείο, παρόλο που η δική της άδεια είχε αρχίσει μια μέρα πριν. Ήξερε ότι είχε κάτι τελευταίες εκκρεμότητες να τακτοποιήσει και θα ήταν εκεί για κάποιες ώρες. Όσοι απόρησαν, την κοίταξαν με κουρασμένα μάτια, όλοι βιάζονταν να φύγουν, τι αν εκείνη έδειχνε να μη θέλει να αρχίσει τις διακοπές της… Προτού φτάσει, τον είχε πάρει τηλέφωνο, ήθελε την έγκρισή του να ανοίξει το αρχείο, της είχε απαντήσει με χαμογελαστή, εγκάρδια φωνή, πως, όταν θα έφτανε να περνούσε οπωσδήποτε κι από εκείνον, θα την περίμενε, θα ήταν εκεί, να πήγαινε να τον βρει ό,τι ώρα κι αν ήταν.
Δεν πρόλαβε να φτάσει ως το γραφείο της, η πόρτα του ήταν ανοιχτή και μόλις την είδε την κάλεσε κοντά του. Η φωνή του αρωμάτιζε το χώρο, έδειχνε ιδιαιτέρως όμορφη σήμερα, της εξομολογήθηκε, χαιρόταν που την έβλεπε, ή τουλάχιστον αυτό ήθελε εκείνη να πιστεύει. Τα μάτια του άστραφταν όπως πάντα, θα τη συνόδευε κάτω στο αρχείο για να βρει αυτό που έψαχνε, ρίγησε στη σκέψη ότι θα βρισκόταν μόνη μαζί του εκεί κάτω.

Το σελάχι αναστάτωνε με τα φτερά του το βυθό της καρδιάς της, σήκωνε άμμο και ανάγκαζε κάτι κρυμμένα καλκάνια να κρυφτούν παραμέσα. Της έδωσε το φάκελο χαμογελώντας σα μικρό παιδί και τη συνόδευσε ως την έξοδο. Κρατούσε το χέρι της μέσα στο δικό του δροσερό χέρι, σε μιαν ατελείωτη, σφιχτή χειραψία. Την κρατούσε συνεχώς με την ίδια ένταση και της μιλούσε, ένιωσε να τη ρουφά κοντά του και με χαμηλωμένο το κεφάλι απέφευγε να τον κοιτάξει.

Ούτε θυμόταν πώς είχε ελευθερωθεί, τι της είχε πει, πώς είχε βρεθεί μονάχη της στον δρόμο. Μάλλον κάποια στιγμή απλώς τράβηξε το χέρι της και χωρίς να ρίξει πίσω της ούτε ένα βλέμμα είχε εγκαταλείψει το κτήριο. Αυτό ήταν λοιπόν, είχε κερδίσει άλλα πέντε λεπτά μαζί του, άλλα πέντε λεπτά που θα τα μυρίκαζε τις επόμενες εβδομάδες μαζί με όλες τις άλλες κοινές στιγμές τους, πέντε ανούσια λεπτά δικής της ευτυχίας άνευ αξίας για κανέναν άλλον. Το σελάχι της μάλλον θα την είχε ξεχάσει ήδη από την επόμενη στιγμή.

Στο δρόμο ένιωθε το σώμα της να καίει, αισθανόταν ότι σφύριζαν τα μαλλιά της κι ότι τα μάτια της ούρλιαζαν από την ένταση. Αχ, πρέπει να αντέξω, σκεφτόταν, καθώς δάκρυζε. Η αρμύρα στο στόμα της έδωσε και πάλι αίσθηση θαλασσινή, παφλασμός κυμάτων μιας μακρινής παλίρροιας που έμοιαζε να την κυνηγά απειλητικά.
[9ο απόσπασμα], [10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα],
[12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα],
[15ο απόσπασμα]

Sunday, May 6, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [7ο απόσπασμα]



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα]
Άλλη μέρα, άλλη ώρα, μαζί στο γραφείο, εκείνη καθισμένη στη θέση του να εξηγεί, με το σελάχι να αιωρείται από πάνω της, ήρεμο κι επιβλητικό, κυριαρχικό και σίγουρο, να γέρνει επικίνδυνα από πάνω για να δει καλύτερα την οθόνη. Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να διατηρήσει οπτική επαφή μαζί του, η αύρα της πιεζόταν από τη ζέστη του σώματός του, από την δύναμη της ματιάς του που είχε απλωθεί στο χώρο, σαν ζεστό, δυνατό άρωμα. Κοιτούσε μονάχα μπροστά στην οθόνη και σχολίαζε, ήρεμη, το κορμί ακίνητο, το κεφάλι σαν συγκεντρωμένο σε κάτι σημαντικό, μα τα πλοκάμια της ανεμώνης αργοσάλευαν στο βυθό και τα δάχτυλά της δεν έβρισκαν πια πάντοτε το στόχο τους επάνω στο πληκτρολόγιο. Ριγούσε από το βουητό ενός υποβρύχιου σεισμού που συγκλόνιζε τη μεσωκεάνια ράχη του μυαλού της, σκοτεινού και καταχθόνιου.

Και ξαφνικά το σελάχι χτύπησε τα φτερά και χάθηκε. Απορημένη προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Η δουλειά είχε τελειώσει, μάζεψε τις σημειώσεις της και σηκώθηκε να φύγει, να επιστρέψει στη σιγουριά του γραφείου και των συναδέλφων της. Ήταν στο διάδρομο και κόντευε να φτάσει. Και τότε άκουσε τη φωνή του. Αυθόρμητα, έστρεψε το χαμογελαστό κεφάλι της προς την πόρτα, απλώς για να ρίξει μια ματιά, χωρίς να θέλει να σταθεί. Και το είδε που της μιλούσε, το μαύρο σελάχι, με την ίδια θέρμη και ζεστασιά σχεδόν με τις ίδιες λέξεις κι εκείνη να έχει την ίδια έκφραση στο πρόσωπό της που η ίδια αναγνώριζε στον εαυτό της μόνο που εκείνη ήταν άλλη κι όχι αυτή. Ήταν λες κι έβλεπε σε καθρέφτη, σε μαγεμένο καθρέφτη στον οποίο όλα της ήταν τόσο οικεία, όλα εκτός από το πρόσωπό της, μιας κι ήταν ένα άλλο πρόσωπο. Όμορφο και νεανικό, πολύ όμορφο, πολύ πιο νεανικό από το δικό της.
Το γνώριζε αυτό το συναίσθημα, δεν ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινε ότι όλα, όλα, όλα, όλα-όλα-όλα-όλα όσα είχε νομίσει ότι είχε νιώσει, αισθανθεί και καταλάβει δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι του καρχαρία που έκρυβε το μυαλό της, αυτού του παμφάγου πλάσματος που αρεσκόταν στο να κατασπαράζει την ηρεμία και τη γαλήνη της.
Δεν μίλησε, δεν αντέδρασε, το χταπόδι κρύφτηκε επιτέλους στη θαλάμη του, μάζεψε τα ανόητα πλοκάμια του κι έγινε ένα με το βραχώδη πόνο της καρδιάς του. Μονάχα η εικόνα παρέμενε, η εικόνα του σελαχιού, όμορφου, έμπειρου και επικίνδυνου με τα υπέροχα μαύρα του φτερά να απλώνεται, κυρίαρχο και σίγουρο στον παλλόμενο από τα υπόγεια ρεύματα βυθό, άτρωτο από το ύπουλο δηλητήριο της ανεμώνης, της θαλάσσιας ανεμώνης που είχε ξεγελάσει ακόμη κι αυτό το τόσο προσεκτικό χταπόδι, που τυλιγμένο μονάχο στη σπηλιά του, θυμόταν με πόνο ένα όνειρο που πια είχε ξεφτίσει, από έναν πράσινο στέρεο κόσμο με ψηλά και πυκνά δέντρα και μια μελαγχολική μοναχική λυκίσια φιγούρα να διασχίζει οσμιζόμενη το δάσος.

Μελαγχολία. Χαμόγελο ερωτηματικό και μάτια φάροι σε καταιγίδα, να γυρνούν προσπαθώντας να φωτίσουν το χάος. Εκείνος είχε πια σοβαρέψει τις τελευταίες μέρες. Τα μάτια σελάχια καρφωμένα έστω και στιγμιαία, την καλούσε κοντά του, δίπλα του, όσο γινόταν πιο κοντά του και μετά έδινε μία και χανόταν χωρίς κουβέντα. Προσπαθούσε να διασκεδάσει την κατάσταση, προσπαθούσε να μείνει μακριά του, έστω για λίγα εκατοστά, μα ήταν απαιτητικός, δεν ησύχαζε αν δεν έπαιρνε αυτό που είχε ανάγκη, αυτό που είχαν και οι δυο τους ανάγκη. «Έλα εδώ κοντά, κορίτσι μου», της είπε και με το μαύρο του φτερό την κάλεσε κοντά του. Καθώς τον πλησίαζε της έριξε μια περίεργη ματιά και χαμογελώντας αμήχανα σιγομουρμούρισε τρυφερά, «κορίτσι μου… τέλος πάντων». Αυτό ήταν, οι ασκοί του Αιόλου είχαν και πάλι αφήσει τους μανιασμένους ανέμους ελεύθερους να την παρασύρουν σε αυτό το γλυκό και επώδυνο κάτι που την τραβούσε διαρκώς κοντά του.
[8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα], [10o απόσπασμα],
[11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα],
[14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Friday, May 4, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [6ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα]
Μπέρδεμα, μπλέξιμο και χάος. Όλα και πάλι από την αρχή, πεσμένα όλα τα συναισθήματα κάτω, θρύψαλα του εαυτού της, του μυαλού της. Ένα απλό φιλικό άγγιγμα, μια κουβέντα, ένα εγκάρδιο χαμόγελο και μια βαθιά αιχμηρή ματιά διέλυσαν μέσα σε λίγα λεπτά όλη την αυτοκυριαρχία που είχε νομίσει ότι είχε ανακτήσει τις προηγούμενες ημέρες. Τον κοιτούσε κι ένιωθε να βουλιάζει, όπως στην άμμο στις ακτές της Νορμανδίας, όταν η άμπωτις απογύμνωνε τον πυθμένα, εκεί που έπρεπε να προσέχεις πού πατούσες, τόπους τόπους νερό και υποχώρηση, το μουλιασμένο έδαφος της τραβούσε το πόδι στα υγρά σωθικά του.
Αυτή η ματιά του την τραβούσε όλο και πιο πολύ, κάθε φορά που τον κοίταζε χρειαζόταν περισσότερη δύναμη για να ελευθερώσει τα μάτια της, κι ένιωθε αυτό το μυρμήγκιασμα να την τυλίγει.

Παύση. Αμηχανία.

Τώρα στεκόταν μπροστά του, εκείνος γερμένος στην καρέκλα με τα χέρια πίσω, σαν έτοιμος να τη δεχτεί στην αγκαλιά του. Μιλούσαν μα ένιωθε να την παρατηρεί και να αφουγκράζεται την αύρα της.
Μήπως ήταν έγκυος, την ρώτησε, του φαινόταν πως είχε παχύνει λίγο, και στα αστραφτερά του μάτια ένα σύννεφο κάλυψε για λίγο το φως τους. Ένιωσε τη σκιά του λύκου της να περνά απ’ έξω. Όχι δεν ήταν, του είπε και ένιωσε και πάλι να τη λούζει με το φως του. Δεν θα ήθελε να κουράζεται αν ήταν, της εξήγησε σιγά.

Η αμφιβολία. Η αμφιβολία, χειρότερη κι απ’ τη ματιά του την τρυπούσε κατευθείαν στα μηνίγγια: το κεφάλι ένας σφυγμός, η καρδιά ένας μυς σε κράμπα και το σώμα να ριγεί, η όσφρηση πιο ζωντανή από ποτέ να μυρίζεται τον κίνδυνο και την κατάσταση.
Η αμφιβολία. Η αμφιβολία. Σήμερα, και η απογοήτευση. Προχτές η αμφιβολία και η ελπίδα. Σήμερα όλα μαύρα, όλα επίπεδα και τυπωμένα, άψυχη εικόνα σε φωτοτυπικό χαρτί. Προχτές αγαλλίαση και ζεστασιά, να νιώθει την παρουσία του να εφαρμόζει στη δική της αύρα, τα μάτια του να κουμπώνουν στα δικά της και τη φωνή του να αρωματίζει με τον ήχο της τον χώρο. Σήμερα τα μάτια του δεν την αναζητούσαν παρόλο που φρόντιζε να την έχει συνεχώς κοντά του, γλίστραγαν μακριά της, το μαύρο σελάχι χτυπούσε νευρικά τα φτερά του και απομακρυνόταν πίσω από κάτι βράχια. Και η φωνή του κοφτή, μετέωρη, κουβέντες μισές, που αρχινούσαν για να σταματήσουν, αδιαφορία ή αναποφασιστικότητα; Κανείς δεν μπορούσε να της πει.

Φεύγοντας τα μάτια της αναζήτησαν την αγαπημένη σκοτεινή μορφή που πετούσε στην υδάτινη ατμόσφαιρα. Μάταια, τα μάτια της μέδουσες παρασυρμένες από αόρατο υπόγειο ρεύμα.

Ο λύκος της την περίμενε ανήσυχος στο σπίτι. Είχε πυρετό και τα μάτια του, αυτά τα υπέροχα βαθιά του μάτια, ήταν θλιμμένα. Την πήρε αγκαλιά και τη φίλησε με πάθος. Την αγαπούσε πολύ της είπε και φοβόταν μην τη χάσει. Τον πήρε αγκαλιά και τον φίλησε με θέρμη κι αληθινή αγάπη. Στα κλειστά της μάτια, όμως, περνούσαν και πάλι φυσαλίδες…
Σφίχτηκε και ένας οξύς πόνος την τρύπησε από την κορφή του κεφαλιού της έως χαμηλά την κοιλιά της. Πάλι πονάς τη ρώτησε ανήσυχος, μα εκείνη σφίχτηκε ακόμη πιο κοντά του κάνοντας ότι δεν τον είχε ακούσει.
[7ο απόσπασμα], [8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα],
[10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Wednesday, May 2, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [5ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα]

Μιλούσαν οι δυο τους, μόνοι, θέμα άσχετο, συζήτηση φιλική, εκείνη όμως θαλασσοταραχή και κύματα βίαια, με μάτια σκοτεινιασμένα από το μπουρίνι τον κοιτούσε, μάταια, όσο πιο βαθιά μπορούσε. Της χαμογελούσε και της μιλούσε με μια ζεστασιά, μια συμπάθεια που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Χίλιες φορές να της μιλούσε τυπικά, ουδέτερα και απλώς ευγενικά, όμως όχι, με την πόρτα κλειστή, είχε γείρει προς τα πίσω στην καρέκλα του και την κοιτούσε με το αστραφτερό του βλέμμα. Όσο τον άκουγε μια φωνή από μέσα της της έλεγε διαρκώς να σηκωθεί να φύγει.
Μόλις τελείωνε το ένα θέμα πότε ο ένας και πότε ο άλλος άνοιγε αμέσως ένα καινούριο, λες και φοβόντουσαν να υπάρξει κενό ή υποψία σιωπής. Έπρεπε να φύγει και τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα, τον περίμεναν και είχε ήδη αργήσει λιγάκι. Χωρίς να την ακουμπάει, τον ένιωθε να την τυλίγει με την φωνή του, ο τρόπος που έλεγε το όνομά της αρκούσε για να ριγήσει. Καθώς έφευγε για την συνάντηση γύρισε και την κοίταξε, σαν για να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμη εκεί που την είχε αφήσει και της κούνησε το κεφάλι τρυφερά πως σε λίγο και πάλι θα γυρνούσε.
Μπήκε στο γραφείο της και κοίταξε την Ισμήνη ζαλισμένη, μάταια προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε κοκκινίσει ή όχι, η Ισμήνη απλώς την κοιτούσε με βλέμμα έντονα ακουμπισμένο επάνω της.

Όποτε ερχόταν η ώρα της αναχώρησης πάντοτε η ίδια αναδίπλωση, η ίδια τυπική συνομιλία, μια υποψία προσμονής[;] στο βλέμμα, μια μικρή ελπίδα, για να φύγει και πάλι μονάχη για τον προορισμό της. Πότε πότε τη ρωτούσε για τον δρόμο που θα ακολουθούσε, αλλά φαίνεται ότι ήταν κι αυτό μέρος του πατρικού του ενδιαφέροντος, της μιλούσε όπως σε ένα μικρό κορίτσι και την κοιτούσε όπως κοιτάμε τα παιδιά.

«Θέλω να σου μιλήσω» της είχε πει, «στις δύο έλα από μένα.» Σε όλη την προηγούμενη συνάντηση αυτή ήταν ίσως και η μόνη ολοκληρωμένη πρόταση που είχε καταφέρει να συγκρατήσει. Η ώρα παραδόξως περνούσε γρήγορα, απελπιστικά γρήγορα, όχι σε παρακαλώ, στάσου λίγο, μην περνάς τόσο γρήγορα. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να θρέφει ελπίδες, ότι δεν της επιτρεπόταν να τις επιθυμεί. Κι όμως κάθε της ματιά αναζητούσε αυτό το αστραφτερά κοφτερό αντιφέγγισμα, κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της τον έβλεπε μπροστά της, να της μιλά, να της χαμογελά, να την κοιτάζει, κάθε βράδυ στον ύπνο της ήταν δίπλα του, μαζί του, κι ας την είχε ένας λύκος, όμορφος και δυνατός, στην αγκαλιά του.
Μονάχη στο δρόμο ακούγοντας μουσική ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε και την καρδιά της να έχει μείνει πίσω σε εκείνο το σταυροδρόμι. Εκεί τον είχε δει να στρίβει και να χάνεται με βήμα νεανικό και γρήγορο. Παρόλο που ήξερε ότι την είχε αντιληφθεί δεν άντεξε να δει το βλέμμα του, αυτό το αστραφτερό κι επικίνδυνο σπινθηροβόλημα, να την σημαδεύει. Θα έφευγε με το κεφάλι σκυφτό, χωμένο βαθιά μέσα στους ώμους και το μυαλό να σιγομουρμουρά ολοένα την ίδια μελωδία. «Θεέ μου», ψιθύρισε, «βοήθησέ με…»

Όλα είναι μονάχα μέσα στο μυαλό μου, μονάχα εκεί. Ούτε σελάχι, ούτε αγρίμι του δάσους.
[6o απόσπασμα], [7o απόσπασμα], [8o απόσπασμα],
[9o απόσπασμα], [10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα],
[12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα],
[15ο απόσπασμα]