Wednesday, March 26, 2008

Peter Bichsel: Ein Tisch ist ein Tisch - Πέτερ Μπίξελ: ένα τραπέζι είναι ένα τραπέζι


Pablo Picasso. Bread and Fruit Dish on a Table. 1909. Oil on canvas. Kunstmuseum Basel, Basel, Switzerland



Θέλω να σας διηγηθώ για έναν γηραιό άνδρα, για έναν άνδρα, που δεν λέει πλέον λέξη, έχει ένα κουρασμένο πρόσωπο, πολύ κουρασμένο για να χαμογελάει και πολύ κουρασμένο για να είναι θυμωμένο.
Μένει σε μια μικρή πόλη, στο τέλος ενός δρόμου ή κοντά σε μια διασταύρωση. Δεν ωφελεί να τον περιγράψω, δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτε από τους άλλους. Φορά ένα γκρίζο καπέλο, ένα γκρίζο παντελόνι, ένα γκρίζο πανωφόρι και το χειμώνα ένα μακρύ γκρίζο παλτό και έχει έναν λεπτό λαιμό, του οποίου το δέρμα είναι ξηρό και ζαρωμένο, τα άσπρα κολάρα του είναι πολύ φαρδιά.
Έχει το δωμάτιό του στον πάνω πάνω όροφο του κτηρίου, ίσως να υπήρξε παντρεμένος και να είχε παιδιά, ίσως να έμενε παλαιότερα σε μιαν άλλη πόλη. Σίγουρα υπήρξε κάποτε παιδί, αλλά αυτό ήταν σε μιαν εποχή, που τα παιδιά ήταν ντυμένα όπως οι ενήλικες. Τα βλέπει κανείς έτσι στο φωτογραφικό άλμπουμ της γιαγιάς.
Στο δωμάτιό του υπάρχουν δύο καρέκλες, ένα τραπέζι, ένα χαλί, ένα κρεββάτι και μια ντουλάπα. Επάνω σε ένα μικρό τραπέζι υπάρχει ένα ξυπνητήρι, δίπλα του μια παλιά εφημερίδα και ένα φωτογραφικό άλμπουμ, στον τοίχο κρέμεται ένας καθρέφτης και ένας πίνακας.
Ο γηραιός άνδρας πήγαινε τα πρωινά έναν περίπατο και τα απογεύματα έναν περίπατο, αντάλασσε μερικές κουβέντες με τον γείτονά του και τα βράδια καθόταν στο τραπέζι του.
Αυτό δεν άλλαζε ποτέ, ακόμα και τις Κυριακές γινόταν έτσι. Και όταν ο άνδρας καθόταν στο τραπέζι, άκουγε το τικ-τακ του ξυπνητηριού, πάντοτε το τικ-τακ του ξυπνητηριού.
Και τότε μια φορά ήταν μια ιδιαίτερη μέρα, μια μέρα με ήλιο, όχι πολύ καυτή, όχι πολύ κρύα, με κελαηδήματα πουλιών, με φιλικούς ανθρώπους, με παιδιά που έπαιζαν - και το ιδιαίτερο ήταν, ότι όλα αυτά άρεσαν ξαφνικά στον άνδρα.-
Χαμογέλασε.
"Τώρα θα αλλάξουν όλα", σκέφτηκε. Ξεκούμπωσε το πάνω πάνω κουμπί του πουκαμίσου, πήρε το καπέλο στο χέρι, τάχυνε το βήμα του, μέχρι που λίκνιζε τα γόνατά του καθώς βάδιζε και χαιρόταν. Έφτασε στο δρόμο του, έγνεψε στα παιδιά, πήγε μπροστά από το σπίτι του, ανέβηκε τη σκάλα, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη και άνοιξε το δωμάτιο.
Αλλά στο δωμάτιο ήταν όλα απαράλλαχτα, ένα τραπέζι, δυο καρέκλες, ένα κρεββάτι. Και όπως κάθισε ξανάκουσε το τικ-τακ και όλη του η χαρά χάθηκε, γιατί δεν είχε αλλάξει τίποτε. Και μια μεγάλη οργή κατέλαβε τον άνδρα. Είδε στον καθρέφτη το πρόσωπό του να κοκκινίζει, είδε, πώς μισόκλεισε τα μάτια. Μετά έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές, τα σήκωσε και χτύπησε με αυτά την επιφάνεια του τραπεζιού, πρώτα ένα μόνο χτύπημα, μετά κι άλλο και μετά άρχισε να τα κοπανά επάνω στο τραπέζι και να ωρύεται συνεχώς:
"Πρέπει να αλλάξει κάτι". Κι έπαψε να ακούει το ξυπνητήρι. Μετά τα χέρια του άρχισαν να πονάνε, η φωνή του βράχνιασε και τότε ξανάκουσε το ξυπνητήρι και τίποτε δεν άλλαζε.
"Πάντα το ίδιο τραπέζι", είπε ο άνδρα, "οι ίδιες καρέκλες, το τραπέζι, η ζωγραφιά. Και το τραπέζι το λέω τραπέζι, τον πίνακα τον λέω πίνακα, το κρεββάτι λέγεται κρεββάτι και την καρέκλα την ονομάζουμε καρέκλα. Και γιατί άραγε;" Οι Γάλλοι λένε το κρεββάτι "λι", το τραπέζι "τάμπλ", τον πίνακα τον λένε "ταμπλό' και την καρέκλα "σέζ", και καταλαβαίνονται. Και οι Κινέζοι καταλαβαίνονται επίσης.
"Γιατί δεν λέγεται το κρεββάτι πίνακας", σκέφτηκε ο άνδρας και χαμογέλασε, κατόπιν γέλασε, γέλασε, μέχρι που οι γείτονες χτύπησαν τον τοίχο και φώναξαν "Ησυχία".
"Τώρα θα το αλλάξω", φώναξε και από δω και εμπρός το κρεββάτι το έλεγε πίνακα.
"Είμαι κουρασμένος, θέλω να πάω στον πίνακα", είπε και το πρωί έμενε συχνά παραπάνω στο κρεββάτι και σκεφτόταν, πώς ήθελε να λέει τώρα την καρέκλα και ονόμασε την καρέκλα "ξυπνητήρι". Πού και πού ονειρευόταν κιόλας στην καινούργια γλώσσα και στη συνέχεια μετέφρασε τα τραγούδια από τα σχολικά του χρόνια και τα σιγοτραγουδούσε.
Έτσι λοιπόν σηκωνόταν, ντυνόταν, καθόταν επάνω στο ξυπνητήρι και στήριζε τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι. Αλλά το τραπέζει δεν λεγόταν πια τραπέζι, τώρα λεγόταν χαλί. Επομένως το πρωί ο άνδρας άφηνε τον πίνακα, ντυνόταν καθόταν στο χαλί επάνω στο ξυπνητήρι και σκεφτόταν, τι μπορούσε να πει πώς.
Το κρεββάτι το έλεγε πίνακα. Το τραπέζι το έλεγε χαλί. Την καρέκλα την έλεγε ξυπνητήρι. Την εφημερίδα την έλεγε κρεββάτι. Τον καθρέφτη τον έλεγε καρέκλα. Το ξυπνητήρι το έλεγε φωτογραφικό άλμπουμ. Την ντουλάπα την έλεγε εφημερίδα. Το χαλί το έλεγε ντουλάπα. Τον πίνακα τον έλεγε τραπέζι. Και το φωτογραφικό άλμπουμ το έλεγε καθρέφτη.
Επομένως:
Το πρωί ο γηραιός άνδρας έμενε αρκετά στον πίνακα, στις εννέα χτυπούσε το άλμπουμ, ο άνδρας σηκωνόταν και στεκόταν πάνω στην ντουλάπα, για να μην κρυώσουν τα πόδια του, μετά έπαιρνε τα ρούχα του από την εφημερίδα, ντυνόταν, κοιτούσε σην καρέκλα στον τοίχο, στη συνέχεια καθόταν επάνω στοι ξυπνητήρι στο χαλί, ξεφύλλιζε τον καθρέφτη, μέχρι που έβρισκε το τραπέζι της μητέρας του.
Ο άνδρας το βρήκε αστείο και εξασκούνταν όλη μέρα και μάθαινε τις νέες λέξεις.
Τώρα μετονομάζονταν όλα: δεν ήταν πια ένας άνδρας, αλλά ένα πόδι και το πόδι ήταν ένα πρωί και το πρωί ένας άνδρα.
Τώρα μπορείτε να συνεχίσετε μόνοι σας την ιστορία. Και τότε μπορείτε, όπως έκανε και ο άνδρας, να μετονομάσετε και τις άλλες λέξεις:
χτυπώ σημαίνει τοποθετώ, κρυώνω σημαίνει κοιτάζω, είμαι ξαπλωμένος σημαίνει χτυπώ, στέκομαι σημαίνει κρυώνω, τοποθετώ σημαίνει φυλλομετρώ.
Κι έτσι θα πούμε: Τον άνδρα χτυπούσε το γηραιό πόδι αρκετά στον πίνακα, στις εννέα τοποθετούσε το άλμπουμ, το πόδι κρύωνε πάνω και φυλλομετρούταν από την ντουλάπα, για να μην κοιτάζει το πρωινό. Ο γηραιός άνδρας αγόρασε μπλε μαθητικά τετράδια και τα γέμισε με τις καινούργιες λέξεις και είχε τόση πολλή δουλειά με αυτό, που σπάνια πια τον έβλεπαν στο δρόμο. Κι έτσι μάθαινε για όλα τα πράγματα τις καινούργιες ονομασίες και ξεχνούσε ολοένα και περισσότερο τις σωστές. Τώρα είχε μια νέα γλώσσα, που ανήκε μονάχα σε εκείνον. Σύντομα του έπεφτε ακόμη κι η μετάφραση δύσκολη, είχε ξεχάσει σχεδόν την παλιά του γλώσσα και έπρεπε να ψάχνει τις σωστές λέξεις στα μπλε του τετράδια. Και έτσι φοβόταν να μιλάει με τον κόσμο. Έπρεπε να σκέφτεται ώρα, πώς ονόμαζε ο κόσμος τα πράγματα.
Τον πίνακά του οι άνθρωποι τον έλεγαν κρεββάτι. Το χαλί του οι άνθρωποι το έλεγαν τραπέζι. Το ξυπνητήρι του οι άνθρωποι το έλεγαν καρέκλα. Το κρεββάτι του οι άνθρωποι το έλεγαν εφημερίδα. Την καρέκλα του οι άνθρωποι την έλεγαν καθρέφτη. Το άλμπουμ του το έλεγαν οι άνθρωποι ξυπνητήρι. Την εφημερίδα του την έλεγαν οι άνθρωποι ντουλάπα. Την ντουλάπα του την έλεγαν οι άνθρωποι χαλί. Το ν καθρέφτη του τον έλεγαν οι άνθρωποι φωτογραφικό άλμπουμ. Το τραπέζι του το έλεγαν οι άνθρωποι πίνακα.
Και έτσι έφτασε στο σημείο που ο άνδρας έπρεπε να γελάει, όταν άκουγε τον κόσμο να μιλάει. Έπρεπε να γελάει όταν άκουγε κάποιον να λέει: "Θα πάτε κι εσείς΄αύριο στον ποδοσφαιρικό αγώνα;"
Ή όταν κάποιος έλεγε: "Τώρα βρέχει ήδη εδώ και δυο μήνες." Ή όταν κάποιος έλεγε."Έχω ένα θείο στην Αμερική"
Δεν μπορούσε παρά να γελάσει, γιατί δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά.
Αλλά αυτή δεν είναι μια αστεία ιστορία. Άρχισε στενάχωρα και σταματά στενάχωρα. Ο γηραιός άνδρας με το γκρίζο παλτό δεν μπορούσε πλέον να καταλάβει τον κόσμο, αυτό δεν ήταν τόσο κακό. Πολύ χειρότερο ήταν, ότι ο κόσμος δεν μπορούσε πια να τον καταλάβει. Και γι αυτό δεν ξαναείπε τίποτε πλέον. Σώπαινε, μιλούσε μονάχα στον εαυτό του και ούτε χαιρετούσε πια.

[μέτάφραση: Stardustia]


και για όσους θέλουν το πρωτότυπο: Peter Bichsel:Ein Tisch ist ein Tisch

Friday, March 7, 2008

κανωπικά αγγεία




Ο πόνος είχε σχεδόν περάσει. Το σώμα είχε αδειάσει επιτέλους και είχε αφεθεί αφυδατωμένο στην ησυχία του. Ο πόνος είχε σχεδόν ξεχαστεί. Ο εγκέφαλος είχε αφαιρεθεί, δεν υπήρχε για να καταγράφει, να αποφασίζει, να διατάζει.

Τώρα πια όλα ήταν ένα απέραντο σκοτάδι και ένα συνεχές μούδιασμα. Ήταν σκοτεινά και στενάχωρα εκεί μέσα, εκεί κρεμμυδωμένο με επάλληλες στρώσεις, με την εγγύτερη σε αυτό στρώση να έχει γίνει ένα δεύτερο δέρμα, δεμένο με τέχνη σε λωρίδες.

Όλα ήταν ένα ατελείωτο τώρα, κολλημένο στον τελευταίο χτύπο της καρδιάς, αφυδατωμένης πια και αυτής, μια βασανιστική ελπίδα για ένα ανούσιο πάντα, η αδιάφορη διατήρηση μιας μη-κατάστασης, όπου ό,τι είχε σημασία είχε πλέον χαθεί ή ξεχαστεί.

Κι όμως το σώμα αν και αγκυλωμένο, έμοιαζε σα να πάλευε ακόμη.

Απέραντο σκοτάδι, συνεχές μούδιασμα, ένα αίσθημα ασφυξίας διέτρεχε τη ραχοκοκκαλιά του και την άδεια θωρακική του κοιλότητα, μιας και τα πνευμόνια του βρίσκονταν πλέον στο ένα από τα τέσσερα κανωπικά αγγεία, εκείνο που προστάτευε η Νέφθυς και ο Χαπύ.

Τίποτε δεν θα άλλαζε, ακόμη κι αν το αγκυλωμένο σώμα προσπαθούσε να παλέψει: η σαρκοφάγος έμοιαζε τώρα να κλείνει πιο σφιχτά τα χρυσοποίκιλτα σαγόνια της.

Και το ατελείωτο τώρα, η μάταιη ελπίδα για ένα ανούσιο πάντα κατρακύλησε επιτέλους μέσα στα μαύρα μάτια του Ανουβη.

Wednesday, March 5, 2008

Μνήμες

Asha Menghrajani "Αναμνήσεις από το Μέλλον"




Ασφυκτιούσε και πάλι εκεί, με τα κορμιά τριγύρω του να τον ακουμπούν και να τον τυλίγουν, ανάσες, μυρωδιές, ακόμη κι οι ξένες σκέψεις τους έπεφταν βαριές επάνω στο κουρασμένο κεφάλι του.

Ασφυκτιούσε και το μυαλό του, με τις σκέψεις τριγύρω του να τον πολιορκούν και να τον βάλλουν, εικόνες, σπασμένες φράσεις, ακόμη κι οι ξένες μνήμες τους έπεφταν επάνω στο κουρασμένο μυαλό του.

Ασφυκτιούσαν και οι μνήμες του, με τόσους παρείσακτους τριγύρω, μια να πιέζουν, μια να τραβούν βίαια το σκέπαστρο που τις κρατούσε εκεί μέσα, προφυλαγμένες, ζουληγμένες, παραχωμένες.

Το σκέπαστρο κύλησε, ήχος μεταλλικός από καπάκι, έσκυψε με κόπο να το πιάσει, όλο αγωνία, τόσα πόδια ανάμεσα, τόσα σώματα, άλλα νέα και σφριγηλά, άλλα γηραιά μα περήφανα, πολλά τόσο παρετημένα, άπλωσε το χέρι να το πιάσει αλλά το δοχείο έγειρε περισσότερο, απότομα, επόμενη στάση, μέρος κεντρικό, το πλήθος αποδεκατίστηκε, απέμεινε σχεδόν μόνος του, πεσμένος στα τέσσερα να προσπαθεί, να προσπαθεί να μαζέψει τις σκέψεις, τις μνήμες, κυλούν, άλλες σαν βώλοι, άλλες σαν όστρακα, μαζεμένα παλιά, κάποιο ξέγνοιαστο καλοκαίρι.

Όστρακα, χυμένα, σπασμένα, διπλά, ελικοειδή, κτενοειδή, χρωματιστά, μονόχρωμα, γυαλιστερά...

Πού πήγαν όλα, όστρακα, μνήμες, βότσαλα, σκέψεις, πού χάθηκαν, πού είναι;