Δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει πλέον κάτι, όλα είχαν ειπωθεί και τακτοποιηθεί στη συνείδηση, σιδερωμένα σεντόνια στο κάτω ράφι, μαξιλαροθήκες στο πάνω μαζί με κάτι πετσέτες. Ήταν καθαρά και πλυμένα, σιδερωμένα -με τσάκιση-τα λόγια, από αυτήν που σου τσακίζει κάτι μέσα σου. Όμως φαίνονται ωραία, περιποιημένα, φροντισμένα, αθώα, γλυκό χαμόγελο που σε σφάζει με το βαμβάκι.
Έκλεισε την ντουλάπα αλλά τα λόγια δεν έλεγαν να σβήσουν, είχαν πια καταλάβει την ντουλάπα της σκέψης, τη γέμιζαν πέρα ως πέρα, σιγά σιγά θα έλεγες ότι φούσκωναν, γίνονταν σπουδαία, εκεί μέσα, στην ντουλάπα, τα άκουγε να βροντοχτυπάνε από μέσα, είμαστε εδώ μη μας αγνοείς, φωνάζανε, και ήταν αδύνατον πλέον να χωρέσει και τα δικά της.
Κρατώντας τα στα χέρια, δυο μαξιλαροθήκες και ένα ριγέ σεντόνι όλο και όλο, βάλθηκε να ψάχνει το σπίτι, να βρει ένα μέρος να τα βάλει, να μπουν και αυτά -ωραία και τακτοποιημένα-... όμως χώρος δεν υπήρχε πλέον πουθενά.
Δεν υπήρχε λοιπόν πράγματι περίπτωση να αλλάξει κάτι... τα άλλα είχαν ειπωθεί και τακτοποιηθεί μια χαρά. Και έμεινε με τα δικά της στα χέρια και με τα λόγια της να πετάνε χωρίς καμμιάν ελπίδα έξω από το παράθυρο...