Friday, April 17, 2009

Φως



Βγαίνοντας από τον σταθμό το φως είχε αρχίσει να διαλύει το σκοτάδι. Ένιωθα σιγουριά στο σκοτάδι. Για μια στιγμή η καρδιά μου κλώτσησε: νά 'ταν άραγε ανησυχία ή φόβος; Τελικά με συνέφερε η πρωινή αύρα που ήταν ψυχρή κι ευχάριστη· δεν τον έβλεπα, αλλά υποθέτω ότι κι εκείνος το ίδιο ένιωθε.

Είχαμε ξεκινήσει μαζί από την αποβάθρα, μα όσες φορές κι αν προσπάθησα να μείνω στο πλάι του περπατώντας, εκείνος έμοιαζε να διστάζει και μου 'δινε το προβάδισμα.
Τώρα περπατούσε σταθερά πίσω μου, με μεγάλους και σίγουρους δρασκελισμούς. Θέλοντας να τον πειράξω λίγο επιτάχυνα το βήμα μου. Δεν φάνηκε να δυσανασχετεί, ακολουθούσε άνετα τον νέο μου ρυθμό.

Σταμάτησα λίγο πιο κάτω και γύρισα απότομα προς το μέρος του. Ήθελα να δω τα μάτια του, το χρώμα και την έκφρασή τους, σίγουρα τώρα μέσα στο φως που πλημμύριζε ορμητικά τον δρόμο θα έβλεπα το αληθινό του πρόσωπο, μα εκείνος ήταν σκυφτός, το βλέμμα του στραμμένο στα πλακάκια. Σταμάτησε όπως κι εγώ, αλλά χωρίς να με κοιτάξει, χωρίς απορία. 

Πήρα μια βαθιά ανάσα απογοήτευσης και συνέχισα. Να του μιλήσω θα ήταν μάταιο, σκέφτηκα, ίσως έπρεπε να περιμένω λίγο ακόμη. 

Άλλωστε κουβαλάει τόσο βάρος, σκέφτηκα μετά από λίγο. Τα κουβαλούσε όλα εκείνος, εγώ προχωρούσα μπροστά ελεύθερη να αποφασίζω για τον δρόμο, εκείνος απλώς ακολουθούσε.

Το φως γινόταν θερμότερα, με ανατρίχιαζε. Καθώς δυνάμωνε, γινόταν βίαιο και διεισδυτικό. Οι πόροι του σώματός μου το ρουφούσαν, έμπαινε στις φλέβες μου και κυκλοφορούσε, τα μέλη μου έμοιαζαν ελαφρύτερα, κάποια στιγμή είδα τη μορφή μου σε μια βιτρίνα: μια ψιλόλιγνη φιγούρα, με ένα διάφανο φουστάνι. Κοίτα παιχνίδια που παίζει το φως, σκέφτηκα, κοίτα πώς δείχνει το σκούρο μου ρούχο!
Πίσω μου τα βήματα είχαν και αυτά ελαφρύνει κάπως. Μια κλεφτή ματιά στην επόμενη βιτρίνα με καθησύχασε, ο αχθοφόρος με ακολουθούσε συνεχώς. Η ανάσα του, αθόρυβη και άνετη έμοιαζε παράταιρη με το απίστευτο βάρος που κουβαλούσε επάνω στην κυρτή του πλάτη.

Ήμουν για αρκετή ώρα βυθισμένη στις σκέψεις μου, με μόνη συντροφιά τον ήχο των βημάτων του. Και τότε κρίνοντας από αυτό που άκουγα κατάλαβα: δεν με ακολουθούσε πια, ξεμάκραινε μάλλον.
Λες; αναρωτήθηκα.
Γύρισα το κεφάλι ακριβώς τη στιγμή που έσβηνε και το περίγραμμα του σώματός του. Είχε διαλυθεί, χαθεί στον αέρα.
Χαμογέλασα.
Ένιωσα ανακούφιση, ήμουν πια ελεύθερη.
Χαμογέλασα και πάλι.
Ήμουν ελεύθερη, ανάλαφρη, σχεδόν άυλη: άπλωσα τα χέρια κι έβγαλα μια κραυγή αγαλλίασης καθώς ένιωθα το φως να μετουσιώνει και το τελευταίο κύτταρο του σώματός μου, επιτέλους το σώμα μου εξαϋλωνό....



ΥΓ Μην ψάξετε βαθιά νοήματα, ούτε και στο προηγούμενο καν, που ήταν απλώσς παιχνίδι με βάση μια φωτογραφία.
Απλώς, αυτό παθαίνει κάποιος που διαβάζει μονορούφι σχεδόν όλον τον Roald  Dahl...

ΥΓ2  Καλό Πάσχα!   

Tuesday, April 14, 2009

Γίγαντες


Ο πλανήτης ντύθηκε μιαν αχλή, λες και ένα σύννεφο κατέβηκε από τα ύψη του σπρωγμένο από μια ρόδινη απόχρωση που έμοιαζε να καταπίνει το γαλάζιο του στερεώματος.

Μα δεν ήταν σύννεφο

Μια παλλόμενη θάλασσα: ήρεμη μα επικίνδυνη, ανοιχτόχρωμη αλλά πυκνή, ένας μανδύας που τύλιγε το έδαφος, ένας υγρός σάκκος έτοιμος να αποκαλύψει το περιεχόμενό του.

Μα δεν ήταν θάλασσα

Τεράστια αρχαία αυγά άρχισαν να εμφανίζονται αργά και επιβλητικά, ραγισμένα ήδη: ποιος ξέρει τι μυστήρια όντα να έκρυβαν...

Μα δεν ήταν αυγά

Τότε κάποιος μυωπικός  τα παρομοίωσε με καμπούρες, από αυτούς τους αφελείς που παντού έβλεπαν μυθικά όντα, νάτο, νάτο ωρυότανε, έφτασε το θηρίο, δες το πώς γλυστράει.

Μα δεν ήταν θηρίο 

Ξεχασμένα κρανία γιγάντων, πετρωμένα από τη λήθη, ραγισμένα από την αλαζονεία, χτυπημένα από τις ανίερες σκέψεις τους, προδωμένα από τις πράξεις τους, μικροί σίσσυφοι, καταδικασμένοι να εμφανίζονται αργά μα ποτέ να μη ξαναβλέπουν το φως, να χάνονται και πάλι στη λασπωμένη δίνη, αδύναμοι να ξεχάσουν την επιφάνεια, ανήσυχοι νεκροί που βωλοδέρνουν μεταξύ του «ήταν» και του «ποτέ πια δεν θά 'ναι», να μας καταδικάζουνμε τη σειρά τους στα ίδια πάντοτε λάθη, τις ίδιες θλιβερές αμαρτίες, στο ίδιο άδοξο τέλος, εκεί: κάπου ανάμεσα στα απολιθωμένα τους απομεινάρια.

Wednesday, April 1, 2009

ένα δένδρο, χίλια δένδρα




Έλειψα καιρό και καλά καλά δεν ξέρω πού βρίσκομαι.
Αλλά έπαιξα πολλούς αγαπημένους ρόλους όλο αυτό το διάστημα, ήμουν αναγνώστρια και ακροάτρια, ήμουν θεατής και υποστηρικτής και μου άρεσε αυτή η άλλη οπτική...

Δεν είμαι ζωγράφος, δυστυχώς, αλλά η ιδέα της Ισμήνης μου άρεσε πολύ,
και αν ανεβάζω εδώ αυτό το απλό σκιτσάκι, είναι για να σας πω να πάτε και εσείς εκδρομή
στο υπέροχο δάσος που έχει γεννηθεί στην Κυψέλη...