Περνούσαν μπροστά της σε ατελείωτες σειρές.
Εν-δυο, εν-δυο
ένα στο αριστερό...
Χωρισμένα σε ομάδες, στοιχισμένα και τακτικά
Εν-δυο, εν-δυο
ένα στο αριστερό...
Το βήμα ταχύ, σίγουρο και σταθερό, ένα πόδι ήτανε και ένα χέρι, αλλά όχι πάντοτε.
Συχνά-πυκνά κάτι ξέφευγε από το σύνολο, το χέρι πιο κάτω, το πόδι πιο αργόσυρτο, το κεφάλι πεσμένο, μια ελαφριά παροδική καμπούρα στην πλάτη...
Η μπάντα παιάνιζε τους γνωστούς ήχους, κάποιος δεν είχε κουρδίσει καλά και ακουγόταν συνεχώς σαν να έπαιζε φάλτσα, κάποιου οι πάρτες πετούσαν στον φθινοπωρινό αέρα, φύλλα ολόασπρα με μαύρες μελίγκρες ενός εξωτικού μπερδεμένου δέντρου...
Μια φορά ένα ξεστράτισε τελείως, έφυγε από τις γραμμές κι άρχισε να περπατά, χωρίς να χάσει ωστόσο το ρυθμό, κατά πάνω της, αμείλικτο και απείθαρχο... Το άφησε να την πλησιάσει, να τη χτυπήσει, να τη ρίξει και να συνεχίσει περνώντας από πάνω της...
Μια άλλη, εκεί που περνούσε από την τέντα των επισήμων, γύρισε το κεφάλι της, όπως όφειλε, προς το μέρος της, και ύψωσε το δεξί της χέρι και έκανε πως την πυροβολούσε.
Η σφαίρα την πέτυχε κατάστηθα και έπεσε αμέσως κάτω.
Το ασθενοφόρο αν και ήταν παρκαρισμένο εκεί πίσω από την τέντα δεν έφτασε εγκαίρως:
κανείς ποτέ δε γλύτωσε από ασημένια σφαίρα.
Και αν τα όνειρα τα αφήνουμε να μας τσαλαπατάνε, να μας λυώνουν και να φεύγουν χωρίς ποτέ εμείς να τα αγγίξουμε, έστω και με την άκρη της ψυχής μας, κανείς ποτέ δεν γλυτώνει από την ασημένια πύρινη σφαίρα της σκέψης:
όλων όσων έχουμε κάνει, όλων όσων δεν θα κάνουμε ποτέ.
Εν-δυο, εν-δυο
ένα στο αριστερό...
Χωρισμένα σε ομάδες, στοιχισμένα και τακτικά
Εν-δυο, εν-δυο
ένα στο αριστερό...
Το βήμα ταχύ, σίγουρο και σταθερό, ένα πόδι ήτανε και ένα χέρι, αλλά όχι πάντοτε.
Συχνά-πυκνά κάτι ξέφευγε από το σύνολο, το χέρι πιο κάτω, το πόδι πιο αργόσυρτο, το κεφάλι πεσμένο, μια ελαφριά παροδική καμπούρα στην πλάτη...
Η μπάντα παιάνιζε τους γνωστούς ήχους, κάποιος δεν είχε κουρδίσει καλά και ακουγόταν συνεχώς σαν να έπαιζε φάλτσα, κάποιου οι πάρτες πετούσαν στον φθινοπωρινό αέρα, φύλλα ολόασπρα με μαύρες μελίγκρες ενός εξωτικού μπερδεμένου δέντρου...
Μια φορά ένα ξεστράτισε τελείως, έφυγε από τις γραμμές κι άρχισε να περπατά, χωρίς να χάσει ωστόσο το ρυθμό, κατά πάνω της, αμείλικτο και απείθαρχο... Το άφησε να την πλησιάσει, να τη χτυπήσει, να τη ρίξει και να συνεχίσει περνώντας από πάνω της...
Μια άλλη, εκεί που περνούσε από την τέντα των επισήμων, γύρισε το κεφάλι της, όπως όφειλε, προς το μέρος της, και ύψωσε το δεξί της χέρι και έκανε πως την πυροβολούσε.
Η σφαίρα την πέτυχε κατάστηθα και έπεσε αμέσως κάτω.
Το ασθενοφόρο αν και ήταν παρκαρισμένο εκεί πίσω από την τέντα δεν έφτασε εγκαίρως:
κανείς ποτέ δε γλύτωσε από ασημένια σφαίρα.
Και αν τα όνειρα τα αφήνουμε να μας τσαλαπατάνε, να μας λυώνουν και να φεύγουν χωρίς ποτέ εμείς να τα αγγίξουμε, έστω και με την άκρη της ψυχής μας, κανείς ποτέ δεν γλυτώνει από την ασημένια πύρινη σφαίρα της σκέψης:
όλων όσων έχουμε κάνει, όλων όσων δεν θα κάνουμε ποτέ.