Sunday, September 18, 2011

επισκέπτες




Petra Schüßler "Vier Figuren in Rot


Γυρνώντας από την κουζίνα, στο ένα χέρι κρατούσα ένα ποτήρι κρύο νερό, στο άλλο... δε θυμάμαι πλέον αν κρατούσα κάτι, τους βρήκα μαζεμένους: στο μπαλκόνι, να περιεργάζονται τις γλάστρες, στο σαλόνι, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, ένας πάλευε να βγάλει ένα βιβλίο από ένα ψηλό ράφι Δεν τους είχα ακούσει, άλλος κανείς δεν υπήρχε στο σπίτι για να τους ανοίξει, κι όμως ήταν όλοι τους σχεδόν εκεί, θα ορκιζόμουν ότι κάθε λεπτό που περνούσε πλήθαιναν.

(Τώρα ήταν παντού,ακόμη και στο μπάνιο, δύο είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι μου, πλάτη πλάτη.)

Πήγα και κοίταξα την εξώπορτα: είχε χαθεί, στη θέση της μονάχα κενό και από το κλιμακοστάσιο βήματα και ομιλίες που έδειχναν πως η επιδρομή δεν είχε ακόμη τελειώσει, μια ατελείωτη σειρά από μορφές ανέβαινε στον δικό μου όροφο.Ήπια μονορούφι το νερό και δεν θυμάμαι αν άφησα αυτό το κάτι άλλο που κρατούσα, στο σαλόνι; στην κουζίνα; δεν έχει πια σημασία, απλώς ήπια μονορούφι το νερό και ακούμπησα το άδειο πλέον ποτήρι με δύναμη σε ένα τραπεζάκι για να με προσέξουν, να με ακούσουν. Τότε τους ρώτησα τι θέλουν. Ήξερα ποιοι ήταν κι ας μην πίστευα ότι τους έβλεπα. Και τότε γύρισαν και με κοίταξαν, ο ένας μετά τον άλλο και όχι όλοι μαζί, λες και επαναλαμβανότανε συνεχώς η ίδια κίνηση, λες και όλοι τους μαζί δεν ήταν παρά κλώνοι μιας και μονάχα μορφής. Της δικής μου. Βλέποντας τόσες φορές τον εαυτό μου απέναντί μου, να με κοιτάζει, να με κοιτάζουν με μάτια ανέκφραστα χωρίς να μιλάνε ένοιωσα φόβο και ανησυχία. Μα τι θέλετε τέλος πάντων; ξαναρώτησα σιγανά, με την ευχή το μέταλλο της φωνής μου να ραγίσει τις γυάλινες σχεδόν διάφανες μορφές τους. Μα αντί να ραγίσουν, να σπάσουν λες και συντονίστηκαν και τότε πλησιάζοντάς με αργά άρχισαν τις κατηγορίες. Γιατί μας γέννησες για να μας ξεχάσεις, γιατί να μας επιθυμήσεις για να μας διώξεις, γιατί να μην τολμήσεις να μας κρατήσεις, να παλέψεις για μας... Ήμουνα εκεί απέναντί μου σε άπειρες άλλες μορφές, κάθε μία και μια σκέψη, μια ευχή, ένα θέλω, μια ημέρα από το παρελθόν μου. Και τότε τις είδα να ψηλώνουν και να φλογίζονται, Ερινύες τρομερές με νύχια μαύρο σίδερο και να πέφτουν επάνω μου. Μάταια άπλωσα το χέρι να ξαναπιάσω το κουζινομάχαιρο με το οποίο έκοβα ψωμί λίγο προτού πλημμυρίσουνε το σπίτι. Το μαχαίρι γλύστρισε από τα χέρια μου, αχ από πόσα νεανικά όνειρα είχε γεννηθεί η καθεμιά από τις μορφές μου, πόσες και πόσες ελπίδες τις είχαν θηλάσει, ήμουν όλες τους εγώ και πάλι δεν ήμουν, ένοιωθα την ανάσα της καθεμιάς και ας τις είχα απαρνηθεί, κι ας μου τις είχαν κλέψει με τα χρόνια. Χωρίς μαχαίρι πια άπλωσα να τις χαϊδέψω, μα ήταν πια αργά, τα μάτια τους τώρα όλο οργή αρνιόντουσαν να με αναγνωρίσουν μονάχα με κύκλωναν σφυρίζοντας, σπρώχνοντάς με μέχρι που έχασα την ισορροπία μου και έπεσα. Ένα διπλωμένο άβουλο σώμα μπροστά τους ήμουνα, από το οποίο η κάθεμιά τους έπαιρνε πίσω το λίγο από εμένα που της άνηκε: τη σκέψη, την ευχή, το θέλω, την ανάμνηση μιας μέρας από το παρελθόν μου.