Friday, August 28, 2009
Η στάση
"Haltestelle", Luis Höger, 1995
Στην αρχή ήταν απλώς μια υποψία: αυτή η ύπουλη, αμφίβολη υποψία πως κάτι δεν πάει καλά. Το πρώτο πρώτο χνώτο υποψίας, αυτό που σε κάνει να υποπτεύεσαι τελικά, πως όλα είναι ιδέα σου, αποτέλεσμα αυτής της παραμορφωμένης εικόνας που έχουμε συχνά για πράγματα που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας, αλλά δεν μας αγγίζουν ή περνούν φευγαλέα μονάχα από το οπτικό μας πεδίο.
Κι όμως ήταν τρεις τέσσερις μέρες τώρα που θα έπαιρνε όρκο, γιατί τώρα τον είχε απομονώσει από το καθημερινό ενιαίο σύνολο, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν τον στύλο της στάσης, αυτόν που υποδεικνύει στον οδηγό και στους επίδοξους επιβάτες πού πρέπει να σταματήσει ο μεν και να περιμένουν οι δε...
Χρόνια τώρα, έμενε πάνω από είκοσι χρόνια στην ίδια γειτονιά, ο στύλος βρισκόταν σε απόλυτη ευθεία με την αριστερή γωνία της πόρτας του ζαχαροπλαστείου και την κάτω δεξιά γωνία της χτιστής ζαρντινιέρας με τα γεράνια... Καθώς στεκόταν πάντοτε στο ίδιο σημείο -ευτυχώς η στάση του σπανίως είχε κόσμο, γιατί αγχωνόταν και μονάχα στην ιδέα ότι θα μπορούσε κάποιος να στέκεται στην αγαπημένη του θέση- θαύμαζε το αίσθημα αρμονίας και τάξης που πρέπει, ναι σίγουρα πρέπει, να είχε ο εργάτης ή οι εργάτες που τον είχαν τοποθετήσει.
Αλήθεια, πόσοι να ήταν, αναρωτήθηκε, να ήταν μονάχα ένας; Α, μπα, σίγουρα το λιγότερο θα πρέπει να ήταν δύο... Ο ένας θα έκανε την τρύπα, ο άλλος; Μήπως ο άλλος είχε υποδείξει το σημείο ή είχε απλώς κατεβάσει τον στύλο από το φορτηγό; Όχι, όχι, μαζί θα τον είχαν κατεβάσει κι αν έκρινε από τον τρόπο που έβλεπε να εργάζονται αυτές οι ομάδες, τότε σίγουρα θα ήταν τρεις. Ο τρίτος πρέπει να ήταν ο οδηγός του φορτηγού. Αυτοί συνήθως την αράζουν μετά και περιμένουν. Λες να ήταν ο οδηγός εκείνος που το επέλεξε; Το σημείο; Οι δύο να κρατούν τον στύλο, ή μάλλον ο ένας το κομπρεσέρ και ο άλλος… Όχι, όχι… τότε το σημείο το διάλεξε αυτός με το κομπρεσέρ, μα αυτοί είναι συνήθως κάτι ταλαιπωρημένοι τύποι, σπανίως τους δίνουν ωτασπίδες και γάντια, βαριεστημένος σίγουρα και βαρύς… Μπορεί αυτός ο στύλος να βρέθηκε εκεί, σε απόλυτη ευθεία με την αριστερή γωνία της πόρτας του ζαχαροπλαστείου και της κάτω δεξιά γωνίας της χτιστής ζαρντινιέρας από σύμπτωση, τύχη; Τα πράγματα ίσως να ήταν ευκολότερα να εξηγηθούν αν ήταν τέσσερις: ο οδηγός, ο τύπος με το κομπρεσέρ και δύο άλλοι που κρατώντας μαζί τον στύλο… Μα βέβαια, τι τέσσερις, πέντε πρέπει να ήταν: ο οδηγός, ο τύπος με το κομπρεσέρ, οι δύο που κρατούσαν μαζί τον στύλο και ο πέμπτος, ο καλλιτέχνης, η ψυχή του εγχειρήματος, αυτός που έχοντας κατέβει λιγάκι από το πεζοδρόμιο, είπαμε η στάση αυτή είχε σπανίως κόσμο, το ίδιο ίσχυε και για τον δρόμο, όπου τα αυτοκίνητα ήταν μάλλον λιγοστά, θέλησε να κάνει ένα δώρο ύψιστης αρμονίας σε αυτήν την μοναδική γειτονιά, την γειτονιά του, και έτσι, όρθιος πάνω στο οδόστρωμα, χωρίς το φόβο μην τον πατήσουν, άλλωστε πιθανότατα το φορτηγό να ήταν κατά τέτοιον τρόπο παρκαρισμένο, που να τον προστάτευε από κάποιον ατζαμή ή απλώς απρόσεκτο, με το μάτι να ζυγίζει και το χέρι να καθοδηγεί, αφού κλείδωσε στη μνήμη του αυτήν την μοναδική για τον στύλο θέση, μετά από κάποιες δοκιμές φυσικά, κατά τις οποίες οι δύο με τον στύλο θα πήγαιναν λίγο προς τα αριστερά ή λίγο προς τα δεξιά αναλόγως, υπέδειξε με αποφασιστικότητα και εμπειρία στον τύπο με τον κομπρεσέρ πού να κάνει την τρύπα. Και σίγουρα ο καιρός εκείνη την ημέρα θα ήταν ιδιαιτέρως καλός ή τουλάχιστον δεν θα έβρεχε• αλλιώς η ομάδα μπορεί και να δυσανασχετούσε, μπορεί και να μην πειθαρχούσε και τόσο στις υποδείξεις και μπορεί το κομπρεσέρ να χτύπαγε λίγους πόντους αριστερότερα και όλη αυτή η μαγεία κι αρμονία να μην είχε επιτευχθεί ποτέ…
Αφού λοιπόν είχε λύσει πλέον οριστικά το θέμα της τοποθέτησης του στύλου και όλα του φανέρωναν μια υπέροχη γεωμετρική ομορφιά, η αρχικά αμήχανη και αμφίβολη υποψία τού είχε γίνει βεβαιότητα: στεκόταν πάντοτε στην αγαπημένη του θέση, αυτήν που του επέτρεπε να θαυμάζει αυτήν την υπέροχη ευθεία, αυτήν που είχε γίνει αρκετές φορές η αιτία να χάσει το λεωφορείο, επειδή ο οδηγός έκρινε ότι μάλλον δεν επρόκειτο για επίδοξο επιβάτη, αλλά η μαγεία είχε χαθεί: ο στύλος δεν έστεκε πλέον σε απόλυτη ευθεία με την αριστερή γωνία της πόρτας του ζαχαροπλαστείου και κάτω την δεξιά γωνία της χτιστής ζαρντινιέρας. Ο κόσμος δεν ήταν πλέον ο ίδιος, ένα αίσθημα αναρχίας, αταξίας και κινδύνου του πλάκωσε την καρδιά.
Φανερά απορημένος δεν έδωσε καμία σημασία στον οδηγό που είχε σταματήσει για να τον πάρει, ήταν μοναχός στη στάση κι από το λεωφορείο δεν κατέβηκε κανείς, και τον περίμενε υπομονετικά να ανέβει. Ο οδηγός κούνησε το κεφάλι του έκλεισε την πόρτα και ανηφόρισε τον δρόμο… Μα εκείνος δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου, εδώ είχε ενσκήψει μείζον θέμα, παράδοξο και μυστηριώδες. Ποιος νοιαζόταν τώρα για λεωφορείο. Έκανε μερικά βήματα παρακεί κι επέστρεψε στη θέση του. Μετά γύρισε προς το θαύμα, όπως έκανε πάντοτε, όμως η αγαπημένη ευθεία δεν έλεγε να εμφανιστεί. Χτύπησε με το χέρι του το κούτελο, μα φυσικά, εδώ και μια εβδομάδα έχουν ξεκινήσει να αντικαθιστούν τα παλιά πλακάκια των πεζοδρομίων με καινούργια, αυτό θα έφταιγε, δεν στεκόταν στο σωστό πλακάκι, μπορεί τα καινούργια να ήταν μικρότερα, μπα μάλλον μεγαλύτερα και έτσι… Όχι, όχι, στο δικό του πεζοδρόμιο, στο πεζοδρόμιο της στάσης του τα πλακάκια ήταν ακόμη τα παλιά… Και σίφουνες να ήταν οι εργάτες δεν θα είχαν προλάβει μέσα σε τόσο λίγο να σπάσουν τα παλιά και να βάλουν τα καινούργια, κι άλλωστε αυτή η γνώριμη γκριζάδα ήταν από τα παλιά πλακάκια, τα σωστά…
Μισόκλεισε τα μάτια και με εμπειρία γλύπτη έψαχνε να ζυγίσει τη θέση του αγαπημένου του στύλου μέσα στο περιβάλλον σύνολο. Ήταν ολοφάνερο, ο στύλος είχε προχωρήσει, άγνωστο γιατί, έναν με δύο πόντους προς τα αριστερά. Έβγαλε ένα στυλό και μετρούσε ξανά και ξανά, το αποτέλεσμα ήταν πάντοτε το ίδιο, ενάμιση εκατοστό για την ακρίβεια, αυτό το ενάμιση εκατοστό ήταν η αιτία της παραφωνίας. Κάτι παιδικά γελάκια από δυο μουτράκια που τον κοιτούσαν όλο περιέργεια πίσω από ένα αυτοκίνητο τον έκαναν για λίγο να τα χάσει. Προσποιήθηκε ότι κοιτούσε πόσο μελάνι είχε απομείνει στο στυλό του, μα τώρα φαινόταν ακόμη πιο κωμικός κι έτσι, έχωσε γρήγορα το στυλό στην τσέπη κι εκνευρισμένος γύρισε γρήγορα να χωθεί στο σπίτι του.
Είχε ξεχάσει και τον λόγο που τον είχε φέρει στη στάση, και τις δουλειές που ήθελε να κάνει, ξεφύλλιζε νευρικά την εφημερίδα του, χωρίς να τη διαβάζει: το μυαλό του είχε απομείνει στη στάση. Μετρούσε και ξαναμετρούσε νοερά τη νέα θέση του στύλου και δεν εύρισκε λογική.
Αυτή η νέα τάξη τον είχε αναστατώσει πολύ, για πρώτη φορά στη ζωή του, δηλαδή στα είκοσι τόσα χρόνια που έμενε στην ίδια γειτονιά, αποφάσισε να πάρει για μερικές μέρες από άλλη στάση το λεωφορείο. Τώρα έμενε μονάχα να μετρήσει νοερά τα βήματα μέχρι την προηγούμενη και την επόμενη στάση, όμως εκείνος ο ενάμιση πόντος ζουζούνιζε σαν πεινασμένο κουνούπι μέσα στο αυτί του. Τελικά αποφάσισε να πάει στην προηγούμενη, ο δρόμος προς τα εκεί ήταν πιο ευχάριστος, κατηφορικός και τα σπίτια είχαν ωραίους κήπους, αλλά, όταν το λεωφορείο σταμάτησε στην επόμενη, δηλαδή στη στάση του, ένιωσε τέτοια αναστάτωση και τέτοια αγωνία, που κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος επιλογή.
Πέρασε έτσι μια εβδομάδα, ίσως και λίγο παραπάνω. Πηγαίνοντας τώρα από τον καινούργιο δρόμο προς την άλλη στάση, τη σωστή, ανακάλυψε ότι τρία στενά πάνω από την κυρίως γειτονιά του ζούσε ο Πέτρος, ένας παιδικός του φίλος, από αυτούς που όταν είσαι μικρός ορκίζεσαι ότι θα είστε πάντοτε μαζί, για να μην τον αναγνωρίσεις μετά κατά την εφηβεία. Τώρα, όμως, η μοίρα τον είχε φέρει και πάλι στον δρόμο του, στη γειτονιά του και καθώς και οι δυο φαίνονταν ότι πήγαιναν προς την ίδια κατέυθυνση αποφάσισαν να μιλήσουν, αρκετά μουδιασμένα είναι αλήθεια, για τα παλιά και τα καινούρια.
[συνεχίζεται]
Wednesday, August 26, 2009
Monday, May 11, 2009
Κουδούνι
Friday, April 17, 2009
Φως
Tuesday, April 14, 2009
Γίγαντες
Ο πλανήτης ντύθηκε μιαν αχλή, λες και ένα σύννεφο κατέβηκε από τα ύψη του σπρωγμένο από μια ρόδινη απόχρωση που έμοιαζε να καταπίνει το γαλάζιο του στερεώματος.
Μα δεν ήταν σύννεφο
Μια παλλόμενη θάλασσα: ήρεμη μα επικίνδυνη, ανοιχτόχρωμη αλλά πυκνή, ένας μανδύας που τύλιγε το έδαφος, ένας υγρός σάκκος έτοιμος να αποκαλύψει το περιεχόμενό του.
Μα δεν ήταν θάλασσα
Τεράστια αρχαία αυγά άρχισαν να εμφανίζονται αργά και επιβλητικά, ραγισμένα ήδη: ποιος ξέρει τι μυστήρια όντα να έκρυβαν...
Μα δεν ήταν αυγά
Τότε κάποιος μυωπικός τα παρομοίωσε με καμπούρες, από αυτούς τους αφελείς που παντού έβλεπαν μυθικά όντα, νάτο, νάτο ωρυότανε, έφτασε το θηρίο, δες το πώς γλυστράει.
Μα δεν ήταν θηρίο
Ξεχασμένα κρανία γιγάντων, πετρωμένα από τη λήθη, ραγισμένα από την αλαζονεία, χτυπημένα από τις ανίερες σκέψεις τους, προδωμένα από τις πράξεις τους, μικροί σίσσυφοι, καταδικασμένοι να εμφανίζονται αργά μα ποτέ να μη ξαναβλέπουν το φως, να χάνονται και πάλι στη λασπωμένη δίνη, αδύναμοι να ξεχάσουν την επιφάνεια, ανήσυχοι νεκροί που βωλοδέρνουν μεταξύ του «ήταν» και του «ποτέ πια δεν θά 'ναι», να μας καταδικάζουνμε τη σειρά τους στα ίδια πάντοτε λάθη, τις ίδιες θλιβερές αμαρτίες, στο ίδιο άδοξο τέλος, εκεί: κάπου ανάμεσα στα απολιθωμένα τους απομεινάρια.
Wednesday, April 1, 2009
ένα δένδρο, χίλια δένδρα
Έλειψα καιρό και καλά καλά δεν ξέρω πού βρίσκομαι.
Sunday, January 18, 2009
Επέλαση
by kevindooley
Χαρά θεού. Έτσι τη χαρακτήριζαν οι ανύποπτοι. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, έτσι την είχαν χαρακτηρίσει όλοι, ή σχεδόν όλοι. Οι υποψιασμένοι, ή όσοι δήλωναν κατόπιν τέτοιοι, θα υποστήριζαν μετά ότι το φως εκείνη την ημέρα έμοιαζε εύθραυστο, αδύναμο, φοβισμένο.
Χαρά θεού με φως αδύναμο, ποιος γνωρίζει στα αλήθεια πώς ήταν τα πράγματα εκείνη την ημέρα;
Αν με ρωτούσαν εμένα, αλλά αυτό είναι αδύνατον, μιας και έτσι κοκκαλωμένος που βρίσκομαι στο κέντρο της πλατείας, με το κεφάλι μονίμως κατειλημμένο από ένα ενοχλητικό περιστέρι και το απλωμένο μου χέρι λειψό, ήδη από τότε μου έλειπαν τρία δάχτυλα, θα τους έλεγα ότι κανείς, μα κανείς στην πόλη δεν είχε νιώσει τον κίνδυνο, δεν είδα έναν να αισθάνεται την επερχόμενη επέλαση.
Οι μπλοκαρισμένοι δρόμοι ασφυκτικά γεμάτοι από οχήματα, τα ατελείωτα μαρσαρίσματα και κορνάρίσματα, ο ήχος των κομπρεσέρ σε κάτι έργα για την αποκατάσταση ενός ελαττωματικού αγωγού κάλυπταν το απόκοσμο βουητό των στιφών που είχαν αρχίσει να καλπάζουν προς τις παρυφές της πόλης.
Ασυγκράτητα, ξέφρενα, άνεμος βουερός.
Κάποια στιγμή, όταν πια όλοι τριγύρω είχαν παραλύσει στο αδιαπέραστο χάος, το περιστέρι με κουτσούλησε και πάλι και πέταξε ανήσυχο στα κλαδιά της ψηλής λεύκας. Με πολύ κόπο γύρισα το μαρμαρένιο μου κεφάλι και είδα τα δέντρα: με τα γυμνά τους χέρια σε στάση παράδοσης, ταλαντεύονταν υποδεχόμενα με άφωνους αλαλαγμούς τους εισβολείς.
Εκείνα, ναι, γνώριζαν.
Το περιστέρι που λικνιζόταν τώρα επάνω στα κλαδιά είχε και εκείνο νιώσει.
Τότε κατάλαβα και εγώ.
Και το φως...
Ναι, το εύθραυστο και αδύναμο φως, όπως το χαρακτήρισαν αργότερα κάποιοι, μειωνόταν.
Άλλοτε πάλι δυνάμωνε η έντασή του, μα τώρα πια κάθε ευαίσθητο αυτί θα μπορούσε, έπρεπε πια να μπορεί να ακούσει τις ανάκατες ορδές που πλησίαζαν ολοένα και πιο απειλητικά.
Στον πρώτο κεραυνό η αλαφιασμένη πόλη ύψωσε με δέος τα μάτια της: η νεφελώδης εμπροσθοφυλακή του εχθρού προήλαυνε πλέον από πάνω της, χοντρές ψιχάλες άρχισαν να δέρνουν αλύπητα τα στήθη της.
Η πόλη περικυκλωμένη ήταν επιτέλους στο έλεος του εχθρού.
Η καταιγίδα είχε μόλις ξεσπάσει.
Sunday, January 11, 2009
σαν τον σκύλο ή τη γάτα
Σκύλος. Αυτό ήταν. Αυτό θα ήταν σίγουρα εκείνη την ημέρα: ένας σκύλος. Με μυτερό ρύγχος, μύτη υγρή και μαύρη, αυτιά ανασηκωμένα, μια ουρά να χτυπά ηχηρά στο πάτωμα και μάτια ολοστρόγγυλα, καστανά, υγρά και αυτά, γεμάτα αφοσίωση και προσμονή.
Ένας σκύλος.
Τέτοια μέρα ήταν. Από αυτές που ξυπνούσε σκύλος. Ποτέ δεν το καταλάβαινε αμέσως. Μετά το τέντωμα μονάχα η αντανάκλαση στον καθρέφτη του μπάνιου έδειχνε την αλήθεια.
Σήμερα θα ήταν σκύλος.
Θα έτρωγε ένα γερό πρωινό και θα έβγαινε στο δρόμο, με τις πατούσες να κάνουν τσικ-τσικ-τσικ επάνω στα πλακάκια του πεζοδρομίου, να αγνοεί κτήρια και δρόμους, τόπους και αξιοθέατα και να αναζητεί πρόσωπα αγαπημένα, χέρια φιλικά, φωνές τρυφερές, να θυμάται χαμόγελα ζεστά και ματιές ζωηρές και φωτεινές, βελόνες στην πυξίδα της καρδιάς που θα καθόριζαν τον δρόμο. Ώσπου θα τελείωνε και αυτή η μέρα, θα ερχόταν η νύχτα και η ευαίσθητη μύτη και η άριστη ακοή θα επέτρεπαν την ασφαλή επιστροφή στο σπίτι.
Μα άλλοτε πάλι ήταν γάτα. Αυτό ήταν. Αυτό θα ήταν σίγουρα εκείνη την ημέρα: μία γάτα. Με τριγωνικό κεφάλι, μύτη βελούδινη και ροζ, αυτιά ανασηκωμένα, μια ουρά τεντωμένη όρθια και μάτια σχιστά, πράσινα, τεντωμένα και αυτά, γεμάτα ένταση και διορατικότητα.
Μία γάτα.
Τέτοια μέρα ήταν. Από αυτές που ξυπνούσε γάτα. Ποτέ δεν το καταλάβαινε αμέσως. Μετά το τέντωμα μονάχα η αντανάκλαση στον καθρέφτη του μπάνιου έδειχνε την αλήθεια.
Σήμερα θα ήταν γάτα.
Θα έτρωγε ένα γερό πρωινό και θα έβγαινε στο δρόμο, με τις πατούσες να τρέχουν αθόρυβες επάνω στα πλακάκια του πεζοδρομίου, να αγνοεί φιγούρες, υπάρξεις και ανθρώπους, και να αναζητεί μέρη αγαπημένα, γωνιές μυστικές, χώρους αέχαστους, να θυμάται πρωινά ζεστά και ημέρες ζωηρές και φωτεινές, βελόνες στην πυξίδα της καρδιάς που θα καθόριζαν τον δρόμο. Ώσπου θα τελείωνε και αυτή η μέρα, θα ερχόταν η νύχτα και η άριστη όραση θα επέτρεπαν την ασφαλή επιστροφή στο σπίτι.
---------------
Άλλη μια μέρα είχε έρθει. Τα μάτια ανοιχτά, ακόμη στο κρεββάτι, ένιωθε το σώμα και πάλι αλλαγμένο.
Σκύλος θα ήταν σήμερα ή γάτα; Ανθρώπους ή τόπους θα ένιωθε σήμερα κοντινούς; Έπρεπε τελικά πάντοτε να διαλέγει; Αντίθετα με τις άλλες μέρες κοίταξε τα χέρια. Είδε δάχτυλα. Τίποτε από τα δυο λοιπόν, απλώς μια μέρα σύγχυσης ακόμη.
Απλώς άλλη μια μέρα προσμονής για να δει άν την επόμενη μέρα θα ξυπνούσε σαν τον σκύλο ή τη γάτα αφού ακόμη και τώρα δεν είχε καταφέρει να αποφασίσει τι ένιωθε πιο απαραίτητο στη ζωή...