Βγαίνοντας από τον σταθμό το φως είχε αρχίσει να διαλύει το σκοτάδι. Ένιωθα σιγουριά στο σκοτάδι. Για μια στιγμή η καρδιά μου κλώτσησε: νά 'ταν άραγε ανησυχία ή φόβος; Τελικά με συνέφερε η πρωινή αύρα που ήταν ψυχρή κι ευχάριστη· δεν τον έβλεπα, αλλά υποθέτω ότι κι εκείνος το ίδιο ένιωθε.
Είχαμε ξεκινήσει μαζί από την αποβάθρα, μα όσες φορές κι αν προσπάθησα να μείνω στο πλάι του περπατώντας, εκείνος έμοιαζε να διστάζει και μου 'δινε το προβάδισμα.
Τώρα περπατούσε σταθερά πίσω μου, με μεγάλους και σίγουρους δρασκελισμούς. Θέλοντας να τον πειράξω λίγο επιτάχυνα το βήμα μου. Δεν φάνηκε να δυσανασχετεί, ακολουθούσε άνετα τον νέο μου ρυθμό.
Σταμάτησα λίγο πιο κάτω και γύρισα απότομα προς το μέρος του. Ήθελα να δω τα μάτια του, το χρώμα και την έκφρασή τους, σίγουρα τώρα μέσα στο φως που πλημμύριζε ορμητικά τον δρόμο θα έβλεπα το αληθινό του πρόσωπο, μα εκείνος ήταν σκυφτός, το βλέμμα του στραμμένο στα πλακάκια. Σταμάτησε όπως κι εγώ, αλλά χωρίς να με κοιτάξει, χωρίς απορία.
Πήρα μια βαθιά ανάσα απογοήτευσης και συνέχισα. Να του μιλήσω θα ήταν μάταιο, σκέφτηκα, ίσως έπρεπε να περιμένω λίγο ακόμη.
Άλλωστε κουβαλάει τόσο βάρος, σκέφτηκα μετά από λίγο. Τα κουβαλούσε όλα εκείνος, εγώ προχωρούσα μπροστά ελεύθερη να αποφασίζω για τον δρόμο, εκείνος απλώς ακολουθούσε.
Το φως γινόταν θερμότερα, με ανατρίχιαζε. Καθώς δυνάμωνε, γινόταν βίαιο και διεισδυτικό. Οι πόροι του σώματός μου το ρουφούσαν, έμπαινε στις φλέβες μου και κυκλοφορούσε, τα μέλη μου έμοιαζαν ελαφρύτερα, κάποια στιγμή είδα τη μορφή μου σε μια βιτρίνα: μια ψιλόλιγνη φιγούρα, με ένα διάφανο φουστάνι. Κοίτα παιχνίδια που παίζει το φως, σκέφτηκα, κοίτα πώς δείχνει το σκούρο μου ρούχο!
Πίσω μου τα βήματα είχαν και αυτά ελαφρύνει κάπως. Μια κλεφτή ματιά στην επόμενη βιτρίνα με καθησύχασε, ο αχθοφόρος με ακολουθούσε συνεχώς. Η ανάσα του, αθόρυβη και άνετη έμοιαζε παράταιρη με το απίστευτο βάρος που κουβαλούσε επάνω στην κυρτή του πλάτη.
Ήμουν για αρκετή ώρα βυθισμένη στις σκέψεις μου, με μόνη συντροφιά τον ήχο των βημάτων του. Και τότε κρίνοντας από αυτό που άκουγα κατάλαβα: δεν με ακολουθούσε πια, ξεμάκραινε μάλλον.
Λες; αναρωτήθηκα.
Γύρισα το κεφάλι ακριβώς τη στιγμή που έσβηνε και το περίγραμμα του σώματός του. Είχε διαλυθεί, χαθεί στον αέρα.
Χαμογέλασα.
Ένιωσα ανακούφιση, ήμουν πια ελεύθερη.
Χαμογέλασα και πάλι.
Ήμουν ελεύθερη, ανάλαφρη, σχεδόν άυλη: άπλωσα τα χέρια κι έβγαλα μια κραυγή αγαλλίασης καθώς ένιωθα το φως να μετουσιώνει και το τελευταίο κύτταρο του σώματός μου, επιτέλους το σώμα μου εξαϋλωνό....
ΥΓ Μην ψάξετε βαθιά νοήματα, ούτε και στο προηγούμενο καν, που ήταν απλώσς παιχνίδι με βάση μια φωτογραφία.
Απλώς, αυτό παθαίνει κάποιος που διαβάζει μονορούφι σχεδόν όλον τον Roald Dahl...
ΥΓ2 Καλό Πάσχα!
4 comments:
Να διαβάσουμε κι εμείς μονορούφι τον Νταλ λοιπόν! Για να γράψουμε χωρίς βαθιά νοήματα εξαϋλώνοντάς τα έτσι επιδέξια όπως εσύ εδώ.. Μου άρεσε κι αυτό και το προηγούμενο.
Καλό πάσχα :)
Καλημέρα, Ανέστη,
τις ευχές μου και από μένα!
Ασχέτως όλων των άλλων, αν -που είμαι σίγουρη σου αρέσουν- αγαπάς τις ιστορίες με απρόβλεπτο τέλος, ο Νταλ είναι ό,τι πρέπει!
Στο amazon κυκλοφορούν διάφορες εκδόσεις τους σε βιβλίο τσέπης, αξίζει τον κόπο, παρόλο που μέχρι τώρα δεν έχω καταφέρει να βρω έναν που να τις περιέχει όλες...
φιλιά
ε΄γώ έχω το προνόμιο και τον διαβάζω
καλή εξαύλωση Ζ, αν ακι η ύλη μερικές φορε΄ς είναι ιδιαζόντως ενδιαφέρουσα
παρόλο που το σχόλιό σου σα να ψιλοεξαϋλώθηκε, Μάρκο,
χε χε χε
από ό,τι κατάλαβα μάλλον σου αρέσει ο τόμος, ε;
μιλάμε μερικά είναι απίστευτα
α
και ένα, δε σου λέω ποιο, έγινε αργότερα γνωστό ανέκδοτο...
σοβαρά
Post a Comment