Monday, June 30, 2008

Καθαριότητα




Μανία την είχαν.
Σε όλην τη χώρα.
Να είναι λέει καθαρό το σπίτι τους, το μπαλκόνι τους, το μπάνιο τους, η κουζίνα τους, τα πιάτα τους, τα ρούχα τους, οι τοίχοι τους, τις τηλεοράσεις τους, τα παιδιά τους, τα μαλλιά τους, τα σκυλιά τους, τα παπούτσια τους, τα χέρια τους, τα φρούτα τους, οι νιπτήρες τους, οι νεροχύτες τους, τα ποτήρια τους, τα σεντόνια τους, τα τζάμια τους, τα χαλιά τους, οι πόρτες τους, τα στερεοφωνικά τους, τα κάγκελά τους, οι αυλές τους, τις λεκάνες τους, οι μηχανές τους, τα αυτοκίνητά τους, τα εξοχικά τους...

Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας άρχισε να σκίζεται λιγάκι, δυο βράχοι ανασηκώθηκαν, τρεις άλλοι άρχισαν να ολισθαίνουν. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο φαινότανε και πολύ ήρεμο.

Και χρειάζονταν νερό, σαπούνι, καθαριστικά, λευκαντικά, χλωρίνες, απολυμαντικά, αφρόλουτρα, σαμπουάν...
Και έτσι σφουγγάριζαν το σπίτι και το μπαλκόνι τους, σφουγγάριζαν και καθάριζαν το μπάνιο και την κουζίνα τους, έπλεναν τα πιάτα, τα ρούχα, τους τοίχους τους, ξεσκόνιζαν τις τηλεοράσεις τους, έπλεναν και τα παιδιά και τα σκυλιά και τα μαλλιά τους, γυάλιζαν τα παπούτσια τους, έτριβαν καλά τα χέρια και τα φρούτα τους, γυάλιζαν τους νιπτήρες, τους νεροχύτες και τα ποτήρια τους, έπλεναν και τα σεντόνια τους, καθάριζαν τα τζάμια, τα χαλιά και τις πόρτες τους, ξεσκόνιζαν τα στερεοφωνικά και τα κάγκελά τους, έπλεναν τις αυλές, τις λεκάνες, τις μηχανές και τα αυτοκίνητά τους, καθάριζαν τα εξοχικά τους...

Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας συνέχισε να σκίζεται, άλλοι δυο βράχοι ανασηκώθηκαν, ακόμη τρεις άρχισαν να ολισθαίνουν. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο φαινότανε και πολύ ήρεμο.

Και έτσι έπαιρναν λάστιχα και μάνικες, όχι κουβάδες ή ποτιστήρια, αλοίμονο, κι άνοιγαν βρύσες και κρουνούς, έριχναν με όλους τους τρόπους νερό, χείμαρρους, καταρράκτες, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες και ωκεανούς,
να φύγει η σκόνη, η μπόχα, η αποφορά, η βρώμα, οι λεκέδες, τα λίπη, τα λάδια, οι μουτζούρες, οι πιτυρίδες, οι καπνιές, τα κλαδιά, τα φύλλα, τα ψίχουλα:κάθε ίχνος

Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας ήταν σχεδόν μετέωρος, το ίδιο και ανασηκωμένοι βράχοι, παντού μόνο ανασηκωμένοι βράχοι. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο φαινότανε και πολύ ήρεμο.

Ποτέ δεν ηρεμούσανε: αγαπούσαν την καθαριότητα, έλεγαν, όχι όπως οι άλλοι λαοί τριγύρω, που ζούσαν βρώμικοι, άθλιοι, διψασμένοι, μέσα στη σκόνη και την εξαθλίωση.
Και έτσι συνεχιζόταν η ζωή στη μικρή αυτή χώρα, για μήνες και χρόνια, ασταμάτητα.
Με τη μανία τους:
Να είναι καθαρό το σπίτι, το μπαλκόνι, το μπάνιο, η κουζίνα, τα πιάτα, τα ρούχα, οι τοίχοι, οι τηλεοράσεις, τα παιδιά, τα μαλλιά, τα σκυλιά, τα παπούτσια, τα χέρια, τα φρούτα, οι νιπτήρες, οι νεροχύτες, τα ποτήρια, τα σεντόνια, τα τζάμια, τα χαλιά, οι πόρτες, τα στερεοφωνικά, τα κάγκελά, οι αυλές, οι λεκάνες, οι μηχανές, τα αυτοκίνητά, τα εξοχικά τους...

Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας κατέρρευσε, το ίδιο και ανασηκωμένοι βράχοι. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο ήτανε μα τώρα ένας σεισμός του έδωσε υποβρύχια ώθηση. Η επιφάνεια ίσα που ταράχτηκε, καθώς ένα μικρούλι κύμα τη ρυτίδωσε.

Όλοι ήταν σε απόγνωση: όσο έπλεναν και καθάριζαν, τόσο γέμιζαν ξανά τα πάντα από σκόνη, μπόχα, αποφορά, βρώμα, λεκέδες, λίπη, λάδια, μουτζούρες, πιτυρίδες, καπνιές, κλαδιά, φύλλα, ψίχουλα, από κάθε είδους ίχνος...

Κάπου βαθιά στο πέλαγος γεννήθηκε ένα μικρό υπόγειο κύμα, νερό, βαθύ, κρύο, μπλε και καθαρό. Έτρεχε γρήγορα, φτερωτό, ορμητικό πουλάρι, στην πρώτη του τρεχάλα.

Η λύση ήταν να παίρνουν λάστιχα και μάνικες, όχι κουβάδες ή ποτιστήρια, αλοίμονο, και να ανοίγουν βρύσες και κρουνούς, να ρίχνουν με όλους τους τρόπους νερό, χείμαρρους, καταρράκτες, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες και ωκεανούς. Να σβήσουνε τα ίχνη.

Μια φορά και έναν καιρό κάπου βαθιά στο πέλαγος γεννήθηκε ένα μικρό υπόγειο κύμα, νερό, βαθύ, κρύο, μπλε και καθαρό. Έτρεχε γρήγορα, φτερωτό, ορμητικό πουλάρι, στην πρώτη του τρεχάλα. Νόμιζε ότι όλος ο κόσμος ήταν μια απλωσιά, μια υδάτινη κοιλάδα. Τρέχοντας μεγάλωνε, λες και μαζί του έτρεχε κι ο χρόνος, και το μικρό ορμητικό πουλάρι έγινε καθαρόαιμο φρενιασμένο, αφηνιασμένο από την ίδια του τη ρώμη άλογο, ένας υπέροχος επίβήτορας και κάπου εκεί, κοντά στο τέλος της κοιλάδας τον περίμενε υπομονετικά η γη, μια στέρεη, στιβαρή φοράδα: σηκώθηκε στα πίσω του πόδια για να την καβαλήσει.
Κι έσβησε, επιτέλους, κάθε ίχνος.

Tuesday, June 24, 2008

Το τηλεφώνημα


Στα χέρια του κρατούσε αναποφάσιστος το ακουστικό.
Πότε το έβαζε αποφασιστικά στο αυτί του και πότε το κατέβαζε μονοκόμματα, παιδί που το τσάκωσαν να παίζει την ώρα της μελέτης.
Ο αριθμός επάνω στο χαρτί, τσαλακωμένο, ταλαιπωρημένο, σκισμένο λιγάκι στις άκρες, ήταν παρόλα αυτά καθαρογραμμένος και δεν άφηνε αμφιβολίες 2106…
Σαν τον πιανίστα έκανε πρόβες επάνω στα πλήκτρα του τηλεφώνου, προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα του απαντούσε, δοκίμαζε όλα τα πιθανά σενάρια.
Τίποτε.

Το ακουστικό πρώτα αναποφάσιστο στα χέρια του, τώρα βαλμένο στο πλάι του τηλεφώνου, τοποθετημένο μετά ξανά στη θέση του.

Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Έσκυψε και ήπιε με τη φούχτα του νερό από τη βρύση, πνίγηκε και άρχισε να βήχει. Πήρε ένα ποτήρι και ήπιε όπως όπως δυο τεράστιες γουλιές, ένιωσε αυλάκια νερού να ξεφεύγουν από το στόμα του, να ξεχύνονται από τα πλάγια στο λαιμό του.
«Αχ, αυτό ήτανε!» σκέφτηκε αναπτερωμένος. Τίποτε τώρα δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει.

Έκατσε στην πολυθρόνα δίπλα από τη χαμηλή βιβλιοθήκη, στης οποίας το δεύτερο ράφι έβαζε το τηλέφωνο, βολεύτηκε στην θαλπωρή της και άπλωσε το χέρι να πάρει κοντά του τη συσκευή. Ήταν παλιά, από αυτές τις βαριές άχαρες κατασκευές με τηλεφωνητή.
Τέντωσε τα πόδια του με τη συσκευή επάνω στους μηρούς του, έκλεισε τα μάτια του και έψαξε το χαρτάκι στην αριστερή του τσέπη. Τον αριθμό τον γνώριζε από μνήμης. Η μελωδία και ο ρυθμός του επάνω στα πλήκτρα τού ήταν πια γνωστά. Όμως, χωρίς εκείνο το χαρτάκι, γραμμένο με μολύβι, το μολύβι του που είχε πάρει στο χέρι της και το είχε σημειώσει, ήταν σαν να έβγαινε στο δρόμο χωρίς το όνομά του. Την καρδιά του. Στο τρόπο που έγραφε το πέντε και το έξι, το αρμονικό οκτώ με τα δυο καλογραμμένα κουλουράκια του να εφάπτονται με τόση αρμονία, για να μην ανέφερε τα άλλα ψηφία, κάθε της γραμμή θαρρείς και μια τρίχα από τα μακριά μαλλιά της, μια πνοή από τον άρωμα του δέρματός της, η ζεστή αύρα του αγγίγματός της. Μέχρι προχθές μπορούσε να διακρίνει ακόμη και λίγο από το άρωμά της, έτσι όπως είχε ακουμπήσει γράφοντας τον καρπό της. Τώρα πια το είχε αφομοιώσει, το ανακαλούσε όποτε ήθελε σαν τζίνι να την βγάλει από το λυχνάρι του μυαλού του.

Αναστέναξε. Αργά και βαθιά. Όπως μονάχα οι ερωτευμένοι άνθρωποι αναστενάζουν.
Κράτησε τα μάτια του κλειστά και ξαναείδε τη λυγερή μορφή της: να ξεμακραίνει, να πλησιάζει, να σκύβει να δέσει ένα λυμένο κορδόνι, να τεντώνεται να φτάσει την μπάλα, να περπατά, να στέκεται, να κάθεται, να κινείται.

Το χαρτάκι! Ξανασκέφτηκε. Σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει. Μήπως; Μα βέβαια, το είχε ξεχάσει στην κουζίνα, όταν πήγε να πιει νερό. Επάνω στο τραπέζι, να εδώ, εδώ το είχε ακουμπήσει, αλλά, μα όχι, ούτε εδώ ήταν. Πήγε στο νεροχύτη. Ούτε κι εκεί ήταν. Το ανοιχτό παράθυρο τον έβαλε σε υποψίες. Το ρεύμα το είχε παρασύρει, εκεί στη γωνία, κάτω από την καρέκλα.

Το κράτησε και πάλι μπροστά στα μάτια του. Τα όμορφα γράμματά της, οι υπέροχοι αριθμοί, τόσο καλογραμμένοι, τόσο σίγουροι. Έφερε το χαρτάκι κοντά στο στόμα του και το φίλησε, το ακούμπησε από την γραμμένη πλευρά στο στήθος του και έκατσε και πάλι στην πολυθρόνα του.

«Μήπως να μου δώσεις εσύ τον δικό σου» τον είχε ρωτήσει αρχικά, αυτό τον απογοήτευσε, μπορεί εκείνη τελικά να μην το τολμούσε, όχι, όχι, έπρεπε να πάρει εκείνος τον δικό της. Τελικά του χαμογέλασε κάπως βιαστικά και με αργές και σίγουρες κινήσεις τού μαρτύρησε αυτό που επιθυμούσε. Όχι, κινητό δεν κρατούσε, του είπε. Δεν την πίστεψε, αλλά λίγο τον πείραζε πια. «Προτιμώ τα σταθερά» του εξήγησε.
Φεύγοντας του φάνηκε ότι άκουσε ένα γελάκι, μήπως τον κορόιδευαν, σκέφτηκε, ήταν ένας ψηλέας που τον κοίταζε στραβά. Ζηλεύεις φίλε, σκέφτηκε, γιατί εγώ τα κατάφερα…

Στα χέρια του κρατούσε αποφασισμένος το ακουστικό.
Το έφερε στο αυτί του μα και πάλι το κατέβασε μονοκόμματα, παιδί που το τσάκωσαν να παίζει την ώρα της μελέτης.
Ο αριθμός επάνω στο χαρτί, τσαλακωμένο, ταλαιπωρημένο, σκισμένο λιγάκι στις άκρες, ήταν παρόλα αυτά καθαρογραμμένος και δεν άφηνε αμφιβολίες 2106…
Σαν τον πιανίστα είχε κάνει τις πρόβες του επάνω στα πλήκτρα του τηλεφώνου, και ένιωθε μάλλον έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή, που θα του απαντούσε, είχε δοκίμασει όλα τα πιθανά σενάρια σε όλες τις τονικότητες. Ήταν έτοιμος;
Το ακουστικό αναποφάσιστο για λίγο στα χέρια του ήταν και πάλι τοποθετημένο στη θέση του.

Καθισμένος στην πολυθρόνα δίπλα από τη χαμηλή βιβλιοθήκη, στης οποίας το δεύτερο ράφι έβαζε το τηλέφωνο, βολεμένος στην θαλπωρή της άπλωσε το χέρι να πάρει κοντά του τη συσκευή.

Αναστέναξε. Αργά και βαθιά. Όπως μονάχα οι ερωτευμένοι άνθρωποι αναστενάζουν.
Κράτησε τα μάτια του κλειστά και ξαναείδε τη λυγερή μορφή της: να ξεμακραίνει, να πλησιάζει, να σκύβει να δέσει ένα λυμένο κορδόνι, να τεντώνεται να φτάσει την μπάλα, να περπατά, να στέκεται, να κάθεται, να κινείται.

Τα δάχτυλά του είχαν στο μεταξύ αποστατήσει: ο αριθμός είχε πια πληκτρολογηθεί, κάποιος από τους δέκα συνωμότες πατούσε τώρα το τελευταίο πλήκτρο, σαν συγχορδία ακούστηκε ο ήχος του στα αυτιά του, ο ήχος της κλήσης, ξανά και ξανά.

Και τότε συνέβη: ένα άλλο χέρι, το δικό της, σήκωσε το μακρινό εκείνο ακουστικό του ξυπνημένου τηλεφώνου, μέσα σε μια στιγμή, είδε μπροστά του, ουράνιο τόξο όλες τις πιθανούς τρόπους που θα απαντούσε η φωνή της.

«Μπρος;!;!» ακούστηκε, μάλλον σαν γαύγισμα του φάνηκε, μια τραχειά, σκληρή αντρική φωνή.
Μπροστά σε αυτό το φρικτό φάλτσο, ο μουσικός έχασε τον έλεγχο και την αυτοκυριαρχία του. Άρχισε να ψελλίζει, το γαύγισμα επέμενε ειρωνικό, όχι, ο αριθμός ήταν σωστός αλλά και πάλι δεν ήταν.



Έσφιξε τα πόδια του με τη συσκευή επάνω στους μηρούς του, και έψαξε το χαρτάκι. Τον αριθμό τον γνώριζε από μνήμης ή έτσι νόμιζε. Η μελωδία και ο ρυθμός του επάνω στα πλήκτρα τού ήταν πια γνωστά, αλλά από ό,τι φαίνεται κάπου πρέπει να είχε μπερδέψει τα κομμάτια . Χωρίς εκείνο το χαρτάκι, γραμμένο με μολύβι, το μολύβι του που είχε πάρει στο χέρι της και το είχε σημειώσει, πίστευε ότι θα ήταν σαν να έβγαινε στο δρόμο χωρίς το όνομά του. Την καρδιά του. Στο τρόπο που έγραφε το πέντε και το έξι, το αρμονικό οκτώ με τα δυο καλογραμμένα κουλουράκια του να εφάπτονται με τόση αρμονία, για να μην ανέφερε τα άλλα ψηφία, κάθε της γραμμή θαρρείς και μια τρίχα από τα μακριά μαλλιά της, μια πνοή από τον άρωμα του δέρματός της, η ζεστή αύρα του αγγίγματός της. Μέχρι προχθές μπορούσε να διακρίνει ακόμη και λίγο από το άρωμά της, έτσι όπως είχε ακουμπήσει γράφοντας τον καρπό της. Τώρα πια το είχε αφομοιώσει, το ανακαλούσε όποτε ήθελε σαν τζίνι να την βγάλει από το λυχνάρι του μυαλού του.

Και τότε κατάλαβε ότι τα φριχτότερα ψέματα λέγονται πάντοτε με τις ωραιότερες λέξεις, ενίοτε και με τους πιο καλογραμμένους αριθμούς…

Monday, June 23, 2008

Αργά




Exploding Raphaelesque Head, 1951 - Salvador Dalí

Καθισμένος κάτω από το ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο ατένιζε το λευκό μπροστά του. Ατελείωτο λευκό του φαινότανε, αιχμηρό σαν το ηλιακό φως.
Ήταν πολύ αργά.
Τώρα πια ήταν πολύ πολύ αργά.

Έσφιγγε το μπουκέτο στο χέρι του, μέχρι που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα τού μάτωσαν το χέρι. Κάτσε να σου το απολυμάνω, την άκουσε να του ψιθυρίζει η ανάμνησή της, μπορεί να πάθεις τέτανο. Γύρισε να την κοιτάξει, αλλά συνάντησε πρόσωπα άγνωστα και πολύ απορροφημένα στις δικές τους σκέψεις. Έλα, του ψιθύρισε και πάλι παιχνιδιάρικα στο αυτί. Άστους αυτούς, αφού εσύ ξέρεις, εγώ είμαι πάντα εδώ, μέσα στην καρδιά σου, δίπλα σε ό,τι κάνεις.
Χαμογέλασε.
Δίπλα του κάποιος τον κοίταξε απορημένος.

Ο ήλιος τώρα του έκαιγε την πλάτη. Το σκούρο πανωφόρι ρουφούσε σαν την μέλισσα το νέκταρ του ήλιου. Τη ζέστη του. Έλα βρε κρυουλιάρη, τον ξαναπείραξε η φωνή της. Βγάλτο, βγάλτο σου λέω αυτό το μαύρο κι άραχνο ρούχο. Φορούσε πάντοτε ανοιχτόχρωμα, σχεδόν λευκά και τα μακριά μαύρα μαλλιά της άστραφταν επάνω τους σαν φίδια. Γύρισε να την κοιτάξει, όμως πάντα κάποια πρόσωπα άγνωστα του έκοβαν τη θέα.

Αδύνατον πια να την ξαναβρεί.

Saturday, June 7, 2008

το αριστερό μου χέρι

Ήταν να μην το αποφασίσω:
αλλά μιας και η απόφαση ελήφθη και κατόπιν πρόσκλησης της φίλης Φωτούλας, που έδωσε και σε μένα τη σκυτάλη από το γνωστό μπλογκοπαίγνιο, είπα να το εκθέσω το αγαπημένο μου χέρι, αυτό που με βοηθάει σε όλα τα δύσκολα και τα όμορφα, που κατευθύνει τη ζωή μου, που είναι η... "χείρα βοηθείας" στην οποία βασικά στηρίζομαι σε αυτόν τον τόσο δεξιοκουταλοκεντρικό[!!!] κόσμο...


έτσι, σκέφτηκα να εκθέσω, αρχικά, την καλή και ήρεμή του μεριά, εδώ σε δείγμα με κεφαλαία



επειδή, όμως, το πολυαγαπημένο μου χέρι είναι κομματάκι κυκλοθυμικό, και για να είμαι δίκαιη στην παρουσίασή του, ιδού και μια ημινευρική πλευρά του, σε κείμενο με πεζά. ΟΚ, ναι, υπάρχει διαφορά αλλά το πρώτο κείμενο ήταν αποτέλεσμα αντιγραφής από πρόχειρες σημειώσεις σε περίοδο καλοκαιρινών διακοπών, ετούτο το δείγμα, πρώτη γραφή στο πόδι





για να μην πω τι γίνεται όταν οι σκέψεις τρέχουν σαν χείμαρρος και δεν υπάρχει κοντά το λάπτοπ, όπως στο παρακάτω δείγμα που είναι η αρχή της αγαπημένης μου ανεμώνης...



Βέβαια, ξέχασα να σας πω, ότι το αριστερό μου χέρι και εγώ είμαστε αθεράπευτοι χαρτοσυλλέκτες και μέσα στο τετραδιάκι με τις σημειώσεις [το εκάστοτε τετραδιάκι με σημειώσεις που σέρνω πάντοτε μέσα στην πολύπαθη τσάντα μου] κουβαλάμε διάφορα χαρτάκια-παραχαρτάκια που πολλές φορές είναι διακοσμήμένα με κάθε είδους σκιτσάκια, άλλες φορές αποτέλεσμα ιδίας έμπνευσης,
π.χ.

και

[τα συγκεκριμένα είναι τα αγαπημένα μου, και διακοσμούν καιρό τώρα τον βαρυφορτωμένο πίνακα ανακοινώσεων της οικίας και καταφέρνουν πάντοτε να είναι... πάνω πάνω!!!]

ή απλώς αντιγραφές, εδώ του Escher, που διακοσμούν ό,τιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί...


Έτσι λοιπόν, και ελπίζοντας ότι δεν θα τα δει κανένας... γραφολόγος δίνω και εγώ ενα ιδιόχειρο κομματάκι από μένα

Με τη σειρά μου, τώρα, προσκαλώ πέντε επόμενα φιλαράκια, προσμένοντας να δω και τον δικό τους "εσωτερικό" κόσμο αποτυπωμένο σε χαρτί

Δίνω, λοιπόν, με τη σειρά μου τη σκυτάλη [εκτός κι αν έχουν ήδη λάβει πρόσκληση]
στην καλή μου Μάτα Ντομάτα
στον sokolata με τις υπέροχες φωτογραφίες
στον τρυφερό συννεφόλυκο,
στον λιτό και περιεκτικό 123 λέξεις
στο φιλαράκι dim juanegro
και επειδή από τη μια δεν θέλω να μείνω στους πέντε και από την άλλη έχει πάλι πολύ καιρό να κινηθεί το μπλογκ του και μας λείπει, στον υπέροχα σκοτεινό lust-time [παρόλο που κάτι μου λέει ότι θα ξεφύγει...]

(Οι οδηγίες είναι απλές:

1. Γράψε
2. Σκάναρε (ή φωτογράφισε… )
3. Πόσταρε.
4. Ειδοποία! Απαραίτητα στο τέλος του ποστ γράψε: για το http://autographcollectors.blogspot.com
5. Προσκάλεσε άλλους 5 ή και περισσότερους blogger να συμμετέχουν. (επίσης απαραίτητα, για να μαζευτούν όσο περισσότερα χειρόγραφα γίνεται)


Καλή εβδομάδα!

ΥΓ Ευχαριστώ πολύ την Ν. για το μήνυμά της. Και ελπίζω, τελικά, αυτή η συλλογή με τα ιδιόχειρα να γίνει ένα υπέροχο μεγάλο μπουκέτο για την Αμαλία.
Καμιά φορά η δεύτερη σκέψη είναι καλύτερη της πρώτης...