Η άμμος έχει γεμίσει τα μαλλιά μου: τη νοιώθω να εισχωρεί σε κάθε πτυχή, σε κάθε σημείο, στα ρούχα, στο κορμί μου.
Ακούω τον άνεμο Σιμούν που σφυρίζει, ακούω το απαλό θρόισμα της άμμου, καθώς κυλά: ένα στεγνό επιφανειακό ποτάμ, ταξειδιάρικες αμμοθίνες κάτω από τα πόδια των καραβανιών.
Τα πόδια, ένα μετά το άλλο, περπατούν, ριζώνουν λες για λίγο μέσα της και μετά αναδύονται από την άμμο, για να ξαναχωθούν εκ νέου στους καυτούς της κόκκους.
Καραβάνι, ο ένας πίσω από τον άλλο. Παντού μονάχα άμμος και ένα ελαφρύ αεράκι, που κάνει τα ρούχα μας να κυματίζουν.
Η φωνή έρχεται από το πουθενά, κεραυνός εν αιθρεία, σκληρή, απόλυτη, εκκωφαντική:
"Σουσάμι, άνοιξε!"
Και τότε ο οστέινος βράχος του κρανίου μου αρχίζει να κινείται: φως πύρινο που πέφτει και χαράζει την υγρή, δαιδαλώδη σκιά του κεφαλιού μου.
Ο ανελέητος ήλιος της ερήμου στεγνώνει τον πόνο, εξατμίζει τον φόβο, δεν μένει πια τίποτε μέσα στη φαιά σπηλιά, μονάχα φως: καυτό σα φωτιά, κοφτερό σαν καλοακονισμένο γιαταγάνι.
Ένας φωτεινός κατακλυσμός κοσμικής ενέργειας που αντιλαλεί στα μηνίγγια, γεμίζει τα μάτια σαν κλεψύδρα άμμου, με τους κόκκους να πέφτουν νικημένοι και τους βολβούς να γίνονται ολόγιομα φεγγάρια.
Το χέρι αναζητά το στήθος, ένας αναστεναγμός ξεφεύγει:
"Σουσάμι, κλείσε!"
Η οστέινη πλάκα επιστρέφει στη θέση της. Μάταια τα χέρια θέλουν να τη συγκρατήσουν. Με νίκησε η έρημος, δε θα βρω ποτέ την όαση. Ποτέ δε θα μου λείψει η δροσερή της ανάσα. Νερό δεν θα ξαναβρέξει τα χείλη μου. Η σπηλιά τώρα ένα περίκλειστο ηφαίστειο, όλο μάγμα.
Αισθάνομαι πώς παύω πια να νιώθω.
Αρχίζω και λυώνω.
Έχω γίνει φως...