Wednesday, December 7, 2011

Ευρυδίκη

Orpheus and Eurydike by Wolfgang Schweizer

Ψηλαφιστά κατέβαινε τα γλιστερά σκαλοπάτια της μνήμης.

Το μυαλό.

Κατέβαινε και το έρεβος του έπνιγε τα μάτια και έκανε τα αυτιά να παραμιλούν ορθάνοιχτα.

Το μυαλό.

Κατέβαινε και προσπαθούσε με ακροδάχτυλα και διστακτικά βήματα να βρει πάτημα στο επόμενο σκαλοπάτι.

Και στο επόμενο σκαλοπάτι.Και στο επόμενο.Και στο επόμενο.

Η πέτρα όλο μούσκλια, κάθε ανάσα και ιστός αράχνης. Παντού.

Κάθε βήμα και ανατριχίλα.Και το επόμενο.

Μα το μυαλό πεισματωμένο, με το κεφάλι σκυφτό, την καρδιά σε επιφυλακή, όλο και κατεβαίνει όλο και πιο βαθειά στη μνήμα της μνήμης. Εκεί που ζουν οι σκιές ξεχασμένων αναμνήσεων και επιθυμιών. Εκεί που το μόνο φως προέρχεται από το ίχνος που άφησε η ανάμνησή του στη σκέψη.

Το μυαλό κοντεύει πια να φτάσει στην καρδιά που κρύβει την Ευρυδίκη. Μα όλα είναι σκοτεινά και κρύα. Παντού χέρια και απολιθωμένες ανάσες που ανήκουν σε στρατιές άλλων, ίσως, ίσως και σε κείνη. Και πρέπει να ψάξει, να ψάξει γρήγορα προτού λιώσουν ολότελα τα σκαλοπάτια προς το φως, επικίνδυνα ζεσταμένα τώρα από τα βήματά του.

Ευρυδίκη. Θα φώναζε μα το στόμα γεμάτο χώμα δεν μπορεί πλέον να βγάλει φωνή και τα μάτια αδυνατούν να ξεχωρίσουν τις μορφές. Και έτσι αρπάζει ένα χέρι, που μοιάζει με το δικό της, ένα χέρι που κλειδώνει στο δικό του όπως τότε. Μα το χέρι είναι παγωμένο, ταιριάζει μα δε σφίγγει το δικό του.

Τώρα! Σκέφτεται και αρχίζει την ανάβαση. Και με κάθε σκαλοπάτι ξυπνά και μια άλλη ανάμνηση. Και η επόμενη. Και η επόμενη. Ανεβαίνει με πιο σίγουρα βήματα σέρνοντας πίσω του τη σκια, που ελπίζει να είναι της Ευρυδίκης. Χαϊδεύει το χέρι που θέλει να είναι το δικό της. Και να που σιγά σιγά αρχίζει και πάλι να φέγγει το φως από εκεί ψηλά. Είναι αχνό και γαλακτερό. Εκεί ψηλά έχει ήδη νυχτώσει, μα το φεγγάρι του φαίνεται πως φέγγει σαν ήλιος το κατακαλόκαιρο. Θυμάσαι; τη ρωτάει, μα η σκιά παραμένει βουβή και το χέρι σα να γλυστράει λιγάκι από το δικό του. Και αρχίζει να φοβάται. Το μυαλό.

Δυο σκαλοπάτια έμειναν όλα κι όλα, έχουν σχεδόν βγει, μα το χέρι αρχίζει να τον βαραίνει, επάνω του έχει καθίσει η αμφιβολία και του ψιθυρίζει συνεχώς, κι αν κάνεις λάθος; Κι αν η Ευρυδίκη σε έχει ξεχάσει; Και το μυαλό γυρνά ασυναίσθητα να ζητήσει βοήθεια από εκείνη. Μια σκια ξεχασμένη από χρόνια, μια σκιά βουβή και κοιμισμενη. Απλώς μια σκιά. Που, φωτισμένη από το φεγγάρι, γλυστρά απαλά και οριστικά μέσα στο λαίμαργο στόμα της λήθης.

Sunday, September 18, 2011

επισκέπτες




Petra Schüßler "Vier Figuren in Rot


Γυρνώντας από την κουζίνα, στο ένα χέρι κρατούσα ένα ποτήρι κρύο νερό, στο άλλο... δε θυμάμαι πλέον αν κρατούσα κάτι, τους βρήκα μαζεμένους: στο μπαλκόνι, να περιεργάζονται τις γλάστρες, στο σαλόνι, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, ένας πάλευε να βγάλει ένα βιβλίο από ένα ψηλό ράφι Δεν τους είχα ακούσει, άλλος κανείς δεν υπήρχε στο σπίτι για να τους ανοίξει, κι όμως ήταν όλοι τους σχεδόν εκεί, θα ορκιζόμουν ότι κάθε λεπτό που περνούσε πλήθαιναν.

(Τώρα ήταν παντού,ακόμη και στο μπάνιο, δύο είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι μου, πλάτη πλάτη.)

Πήγα και κοίταξα την εξώπορτα: είχε χαθεί, στη θέση της μονάχα κενό και από το κλιμακοστάσιο βήματα και ομιλίες που έδειχναν πως η επιδρομή δεν είχε ακόμη τελειώσει, μια ατελείωτη σειρά από μορφές ανέβαινε στον δικό μου όροφο.Ήπια μονορούφι το νερό και δεν θυμάμαι αν άφησα αυτό το κάτι άλλο που κρατούσα, στο σαλόνι; στην κουζίνα; δεν έχει πια σημασία, απλώς ήπια μονορούφι το νερό και ακούμπησα το άδειο πλέον ποτήρι με δύναμη σε ένα τραπεζάκι για να με προσέξουν, να με ακούσουν. Τότε τους ρώτησα τι θέλουν. Ήξερα ποιοι ήταν κι ας μην πίστευα ότι τους έβλεπα. Και τότε γύρισαν και με κοίταξαν, ο ένας μετά τον άλλο και όχι όλοι μαζί, λες και επαναλαμβανότανε συνεχώς η ίδια κίνηση, λες και όλοι τους μαζί δεν ήταν παρά κλώνοι μιας και μονάχα μορφής. Της δικής μου. Βλέποντας τόσες φορές τον εαυτό μου απέναντί μου, να με κοιτάζει, να με κοιτάζουν με μάτια ανέκφραστα χωρίς να μιλάνε ένοιωσα φόβο και ανησυχία. Μα τι θέλετε τέλος πάντων; ξαναρώτησα σιγανά, με την ευχή το μέταλλο της φωνής μου να ραγίσει τις γυάλινες σχεδόν διάφανες μορφές τους. Μα αντί να ραγίσουν, να σπάσουν λες και συντονίστηκαν και τότε πλησιάζοντάς με αργά άρχισαν τις κατηγορίες. Γιατί μας γέννησες για να μας ξεχάσεις, γιατί να μας επιθυμήσεις για να μας διώξεις, γιατί να μην τολμήσεις να μας κρατήσεις, να παλέψεις για μας... Ήμουνα εκεί απέναντί μου σε άπειρες άλλες μορφές, κάθε μία και μια σκέψη, μια ευχή, ένα θέλω, μια ημέρα από το παρελθόν μου. Και τότε τις είδα να ψηλώνουν και να φλογίζονται, Ερινύες τρομερές με νύχια μαύρο σίδερο και να πέφτουν επάνω μου. Μάταια άπλωσα το χέρι να ξαναπιάσω το κουζινομάχαιρο με το οποίο έκοβα ψωμί λίγο προτού πλημμυρίσουνε το σπίτι. Το μαχαίρι γλύστρισε από τα χέρια μου, αχ από πόσα νεανικά όνειρα είχε γεννηθεί η καθεμιά από τις μορφές μου, πόσες και πόσες ελπίδες τις είχαν θηλάσει, ήμουν όλες τους εγώ και πάλι δεν ήμουν, ένοιωθα την ανάσα της καθεμιάς και ας τις είχα απαρνηθεί, κι ας μου τις είχαν κλέψει με τα χρόνια. Χωρίς μαχαίρι πια άπλωσα να τις χαϊδέψω, μα ήταν πια αργά, τα μάτια τους τώρα όλο οργή αρνιόντουσαν να με αναγνωρίσουν μονάχα με κύκλωναν σφυρίζοντας, σπρώχνοντάς με μέχρι που έχασα την ισορροπία μου και έπεσα. Ένα διπλωμένο άβουλο σώμα μπροστά τους ήμουνα, από το οποίο η κάθεμιά τους έπαιρνε πίσω το λίγο από εμένα που της άνηκε: τη σκέψη, την ευχή, το θέλω, την ανάμνηση μιας μέρας από το παρελθόν μου.

Thursday, April 14, 2011

Έρημος


Η άμμος έχει γεμίσει τα μαλλιά μου: τη νοιώθω να εισχωρεί σε κάθε πτυχή, σε κάθε σημείο, στα ρούχα, στο κορμί μου.

Ακούω τον άνεμο Σιμούν που σφυρίζει, ακούω το απαλό θρόισμα της άμμου, καθώς κυλά: ένα στεγνό επιφανειακό ποτάμ, ταξειδιάρικες αμμοθίνες κάτω από τα πόδια των καραβανιών.

Τα πόδια, ένα μετά το άλλο, περπατούν, ριζώνουν λες για λίγο μέσα της και μετά αναδύονται από την άμμο, για να ξαναχωθούν εκ νέου στους καυτούς της κόκκους.

Καραβάνι, ο ένας πίσω από τον άλλο. Παντού μονάχα άμμος και ένα ελαφρύ αεράκι, που κάνει τα ρούχα μας να κυματίζουν.

Η φωνή έρχεται από το πουθενά, κεραυνός εν αιθρεία, σκληρή, απόλυτη, εκκωφαντική:

"Σουσάμι, άνοιξε!"

Και τότε ο οστέινος βράχος του κρανίου μου αρχίζει να κινείται: φως πύρινο που πέφτει και χαράζει την υγρή, δαιδαλώδη σκιά του κεφαλιού μου.

Ο ανελέητος ήλιος της ερήμου στεγνώνει τον πόνο, εξατμίζει τον φόβο, δεν μένει πια τίποτε μέσα στη φαιά σπηλιά, μονάχα φως: καυτό σα φωτιά, κοφτερό σαν καλοακονισμένο γιαταγάνι.
Ένας φωτεινός κατακλυσμός κοσμικής ενέργειας που αντιλαλεί στα μηνίγγια, γεμίζει τα μάτια σαν κλεψύδρα άμμου, με τους κόκκους να πέφτουν νικημένοι και τους βολβούς να γίνονται ολόγιομα φεγγάρια.

Το χέρι αναζητά το στήθος, ένας αναστεναγμός ξεφεύγει:

"Σουσάμι, κλείσε!"

Η οστέινη πλάκα επιστρέφει στη θέση της. Μάταια τα χέρια θέλουν να τη συγκρατήσουν. Με νίκησε η έρημος, δε θα βρω ποτέ την όαση. Ποτέ δε θα μου λείψει η δροσερή της ανάσα. Νερό δεν θα ξαναβρέξει τα χείλη μου. Η σπηλιά τώρα ένα περίκλειστο ηφαίστειο, όλο μάγμα.
Αισθάνομαι πώς παύω πια να νιώθω.
Αρχίζω και λυώνω.

Έχω γίνει φως...