Wednesday, June 6, 2007
Θαλάσσια ανεμώνη [11ο απόσπασμα]
[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα]
[10ο απόσπασμα]
Το βράδυ είχε πάρει την απόφασή της.
Θα πήγαινε να βρει τον λύκο της. Κοιτούσε πάντοτε το λακωνικό του σημείωμα και χαμογελούσε. Χαμογελούσε γιατί ήξερε ότι τον αγαπούσε, ένιωθε κιόλας να της λείπει, ήταν ήδη δύο τα ξημερώματα, εκεί που ήταν εκείνος θα ήταν δώδεκα αλλά δεν της έκανε καρδιά να τον αναζητήσει. Καλύτερα να τον άφηνε να κοιμηθεί, σήμερα θα είχε εξαντλητικό ωράριο, το πιο πιθανό ήταν ότι θα κοιμόταν ήδη. Τον φαντάστηκε κοιμισμένο με τα υπέροχα μάτια του σκεπασμένα από τα βλέφαρα που τόσες φορές είχε φιλήσει και ένιωσε ένα ρίγος.
Ξάφνου χτύπησε το τηλέφωνο. Μια φορά. Και άλλη μία. Τινάχτηκε να πάει να το πιάσει. Μα δεν το πρόλαβε… «Να πάρει» σκέφτηκε, πότε επιτέλους θα αγόραζε καινούργια συσκευή να μπορεί να βλέπει ποιος την καλεί… Ξάπλωσε στον καναπέ με το βλέμμα πάντοτε στο τηλέφωνο. Εκείνο όμως δεν ξαναχτύπησε. «Λάθος νούμερο» σκέφτηκε, «Λάθος στιγμή για επικοινωνία».
Το πρωί ξύπνησε πιασμένη. Ο καναπές ήταν πολύ μαλακός, το χερούλι του ψηλό και ο αυχένας της πονούσε. τα πόδια της στριμωγμένα και παγωμένα.
Έκανε ένα καυτό ντουζ και όταν βγήκε ένιωθε αρκετά καλύτερα. Αν ήταν εδώ ο λύκος της θα της έτριβε τον πιασμένο αυχένα. Κοίταξε το ρολόι, ήταν ήδη δέκα το πρωί. Αλλά ήταν πρωί Σαββάτου και δεν είχε δουλειά.
«Εισιτήριο», σκέφτηκε και άνοιξε το λάπτοπ να βρει το τηλέφωνο της αεροπορικής εταιρίας που την ενδιέφερε. Το σπίτι μοσχοβολούσε από το άρωμα του πράσινου τσαγιού που κρύωνε στο τραπέζι και το κρουασάν που ζεσταινόταν στην ψηστιέρα. Έβαλε στο στόμα της το κοκκαλάκι που θα έπιανε τα νωπά ακόμη μαλλιά της και έκατσε μπροστά στην οθόνη. Το τηλέφωνο χτύπησε. Το κοίταξε όλο ανυπομονησία. Ήταν ο λύκος της. Ακουγόταν χαρούμενος αλλά κουρασμένος. Την προηγουμένη είχε απανωτές συναντήσεις, το βράδυ δείπνο εργασίας, δοκίμασε να την πάρει, αλλά όταν είδε την ώρα το έκλεισε για να μην την ξυπνήσει. Κουρνιασμένη στον καναπέ του μιλούσε και δεν χόρταινε να τον ακούει, το πρόγραμμά του και σήμερα θα ήταν βαρύ, από την επομένη θα αλάφρωνε αρκετά. «Χαζούλα μου» της είπε και πάλι, «μου έχει λείψει η ήρεμη ανάσα σου όταν κοιμάσαι». Απείχε ελάχιστα από το να του μιλούσε για το σχέδιό της. Αιφνίδια άφιξη, έκπληξη, ο λύκος να την αγκαλιάζει και να της λέει ότι το ’ξερε πως θα τον συναντούσε.
Έτρωγε το πρωινό της με βουλιμία, το πρωί πεινούσε πάντοτε πολύ, ήταν χαρούμενη, στο λάπτοπ το τηλέφωνο της εταιρίας και εκείνη να κάνει νοερά σχέδια για ένα τρελλό Σαββατοκύριακο. Να ζητούσε άραγε και τη Δευτέρα, αναρωτιότανε…
Και τότε ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. «Αδιόρθωτος» σκέφτηκε, «και ευχάριστα προβλέψιμος».
Από το ακουστικό άρχισε να τρέχει αλμυρό νερό. Πριν ακόμη το βάλει στο αυτί της, ήξερε ότι το σελάχι έκανε επίθεση τώρα και στο σπίτι της. Θα περνούσε από εκεί το μεσημέρι, ένα μπέρδεμα που είχε προκύψει, μια προθεσμία που δεν έπρεπε να χαθεί, ένα κείμενο που έπρεπε «να φύγει» το απόγευμα για Κίνα.
Στην οθόνη του λάπτοπ πάντοτε η σελίδα με το τηλέφωνο της αεροπορικής εταιρίας, στο ακουστικό ο επικίνδυνα γοητευτικός βυθός που ανατάραζε τις σκέψεις της και θόλωνε τη ματιά της. Σε λίγο από τα ράφια και από τις κουρτίνες άρχισαν να ξεπροβάλλουν οι άκρες από τα δηλητηριώδη πλοκάμια της μέδουσας. Το σελάχι επιβεβαίωνε τη διεύθυνσή της, άκουσε τον εαυτό της να του λέει ότι θα μπορούσε να παρκάρει άνετα μπροστά από τη δική της θέση πάρκιγκ, το σελάχι βιαζόταν, νευρικό και ανυπόμονο έκλεισε κι εκείνη απέμεινε να κρατά ένα σιωπηλό πλέον ακουστικό στο χέρι.
Τα πλοκάμια την είχαν στο μεταξύ φτάσει, είχαν αρχίσει να τυλίγονται γύρω από τους καρπούς και του αστραγάλους της, ένιωθε και πάλι να την καίνε, σημάδια κόκκινα που την στόλιζαν, επώδυνα κοσμήματα.
Μπροστά από την ντουλάπα, προσπαθούσε να σκεφτεί τι να φορέσει. Διάλεξε μια ξεχειλωμένη μωβ μπλούζα και μια κρεμ φόρμα και προσπάθησε να ισιώσει την αλογοουρά της. Βγαίνοντας στο καθιστικό, έκλεισε το λάπτοπ και άνοιξε τα παράθυρα. Όχι μόνο για να αερίσει. Ο δροσερός αέρας εκείνης της συννεφιασμένης μέρας τακτοποιούσε λιγάκι τις σκόρπιες σκέψεις που είχαν πέσει ανάκατα στο πάτωμα.
Το ρολόι έδειχνε ήδη μία παρά είκοσι, εκείνη καθισμένη στον καναπέ, έγραφε με το στυλό τα ψώνια που έπρεπε να γίνουν. Μία παρά είκοσι, πάει το Σάββατο, σκέφτηκε, πάει η έκπληξη, πάει το ταξίδι.
Και τότε χτύπησε το κουδούνι. Από το θυροτηλέφωνο τον έβλεπε να κοιτά τάχα αδιάφορος κατά τον δρόμο, άχαρο πράγμα τα θυροτηλέφωνα, ποτέ δεν ήξερε πώς έπρεπε να σταθεί μπροστά τους. Κατάδικος προς φωτογράφιση, αισθανόταν όποτε περίμενε να της ανοίξουν.
Το ασανσέρ είχε χαλάσει, αλλά το σελάχι ανέβηκε σφυρίζοντας τους τρεις ορόφους. Φτάνοντας της χαμογέλασε και μπήκε με σιγουριά στο διαμέρισμα. Έκατσε στον καναπέ στην δική της πλευρά, εκεί που πάντοτε εκείνη κούρνιαζε, και η ματιά του εξερευνούσε τον χώρο. Ναι, ευχαρίστως θα έπινε έναν ελληνικό, και με γρήγορες κινήσεις έκανε χώρο στο τραπεζάκι και άνοιξε το λάπτοπ του. Στην ερώτηση γιατί δεν της είχε στείλει ένα e-mail εκείνος απάντησε με μια στραβή ματιά: επρόκειτο για ένα πολύπλοκο κείμενο που τον είχε παιδέψει ήδη αρκετά, έπρεπε να τελειώσουν άμεσα, εκείνη ήταν ικανή και για αυτόν ήταν πάντοτε απόλαυση το να συνεργάζεται μαζί της. Καθώς κάθισε δίπλα του για να κοιτάξει το κείμενο που ήθελε διορθώσεις, ένιωσε τα πλοκάμια να σφίγγουν περισσότερο το αγκάλιασμά τους.
Καθισμένοι κολλητά ο ένας δίπλα στον άλλον ένιωθε τον μηρό του να πιέζει τον δικό της, το βλέμμα του να την πολιορκεί και τη φωνή του να σκαλώνει επάνω στο σώμα της, πότε στο πρόσωπο και πότε στο αυτί, πότε στην κοιλιά της και πότε στον γυμνό της σβέρκο.
Είχε φτάσει πια απόγευμα, το κείμενο ήταν πια σχεδόν έτοιμο αλλά το ταξίδι είχε αναβληθεί, προτού ακόμη οργανωθεί. «Κορίτσι μου, είσαι θησαυρός!» της είπε και της χαμογέλασε. «Θα σε έβγαζα έξω για φαγητό, αλλά με περιμένουν σε ένα γάμο» της είπε και χάθηκε, αφού προηγουμένως της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.
Έμεινε αποσβολωμένη, αυτό το φιλί έκαιγε στο μάγουλό της.
Το βράδυ έλαβε μια ανθοδέσμη: «Σε ευχαριστώ πολύ». Χωρίς υπογραφή, αλλά το μπιλιετάκι ήταν μουσκεμένο από θαλασσινό νερό.
[12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα],
[15ο απόσπασμα]
Ετικέτες
θαλάσσια ανεμώνη
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
9 comments:
υπάρχουν πολλών ειδών φιλιά - τα φιλιά που καίνε θα τα τοποθετούσα στην κατηγορία των απροσδιόριστων
Απλώνεται το σελάχι...
"Από το ακουστικό άρχισε να τρέχει αλμυρό νερό"
Πολύ καλό σημείο, καίρια φράση, το δωμάτιό μου θαλασσώθηκε πριν καν τελειώσουν αυτές οι οχτώ λέξεις!
έλα, πες τι γίνεται παρακάτω! θέλουμε σύγκρουση λύκος-σελάχι!
Μάρκο, για μένα αντίθετα ένα φιλί που καίει μπορεί να σημαίνει διάφορα, μπορεί να είναι σαν το φιλί του Ιούδα –όχι πάντως εκείνου που φιλούσε υπέροχα-, να είναι ένα φιλί που ευχόμαστε πολύ, ένα που μας αναστατώνει, ένα που μας κάνει να καταλαβαίνουμε την αδυναμία που κρύβουμε μέσα μας…σίγουρα πάντως όχι ένα αδιάφορο…
sunshine, έτσι είναι πρέπει επιτέλους να γίνει μια ουσιαστική κρούση, να επιτεθεί πραγματικά το σελάχι, να απλωθεί για να υπάρξει πραγματική αντίδραση…
Να και ο lobo… σαν τα χιόνια!! Ε, λοιπόν, ναι νομίζω ότι πράγματι έχει έρθει η στιγμή που θα γίνει αυτό. Φυσικά δεν χρειάζεται να σε ρωτήσω με ποιανού το μέρος είσαι:-)
..σαν να έσπασε το φράγμα; σαν να ξεχύνεται το υγρό στοιχείο στο δάσος ή μου φαίνεται φιλενάδα; ε! δε μπορεί, μόνο η κοκκινοσκουφίτσα θα πετυχαίνει λύκους στο δάσος;;;
ο'ε'ο;
μα το ίδιο λέμε, δεν είναι ποτέ αδιάφορα, απλά δεν μπορούμε να τα οριοθετήσουμε μόνο σε μια κατηγορία
ξεχειλωμένη μωβ μπλούζα!!!
Ξεκίνησα σήμερα να διαβάζω την ιστορία σου. Με μεγάλο ενδιαφέρον.
Μάρκο,μάλλον έχεις δίκιο, παρεξήγησα λιγάκι την "κατηγορία των απροσδιότιστων"...
φιλενάδα, πράγματι πλημμυρίδα πολιορκεί το δάσος και όλα γίνονται ρευστά.
lust-time, χμ... ναι μωβ ξεχειλωμένη μπλούζα... το μωβ με ηρεμεί σαν χρώμα όταν το φοράω, πιστεύω ότι ίσως το χρειαζότανε κι εκείνη...
3 parties a day, χαίρομαι που σου αρέσει... ελπίζω σύντομα να μπορέσω να της δώσω κι ένα τέλος...
Post a Comment