Sunday, January 18, 2009

Επέλαση


by kevindooley

Χαρά θεού. Έτσι τη χαρακτήριζαν οι ανύποπτοι. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, έτσι την είχαν χαρακτηρίσει όλοι, ή σχεδόν όλοι. Οι υποψιασμένοι, ή όσοι δήλωναν κατόπιν τέτοιοι, θα υποστήριζαν μετά ότι το φως εκείνη την ημέρα έμοιαζε εύθραυστο, αδύναμο, φοβισμένο.
Χαρά θεού με φως αδύναμο, ποιος γνωρίζει στα αλήθεια πώς ήταν τα πράγματα εκείνη την ημέρα;
Αν με ρωτούσαν εμένα, αλλά αυτό είναι αδύνατον, μιας και έτσι κοκκαλωμένος που βρίσκομαι στο κέντρο της πλατείας, με το κεφάλι μονίμως κατειλημμένο από ένα ενοχλητικό περιστέρι και το απλωμένο μου χέρι λειψό, ήδη από τότε μου έλειπαν τρία δάχτυλα, θα τους έλεγα ότι κανείς, μα κανείς στην πόλη δεν είχε νιώσει τον κίνδυνο, δεν είδα έναν να αισθάνεται την επερχόμενη επέλαση.
Οι μπλοκαρισμένοι δρόμοι ασφυκτικά γεμάτοι από οχήματα, τα ατελείωτα μαρσαρίσματα και κορνάρίσματα, ο ήχος των κομπρεσέρ σε κάτι έργα για την αποκατάσταση ενός ελαττωματικού αγωγού κάλυπταν το απόκοσμο βουητό των στιφών που είχαν αρχίσει να καλπάζουν προς τις παρυφές της πόλης.
Ασυγκράτητα, ξέφρενα, άνεμος βουερός.
Κάποια στιγμή, όταν πια όλοι τριγύρω είχαν παραλύσει στο αδιαπέραστο χάος, το περιστέρι με κουτσούλησε και πάλι και πέταξε ανήσυχο στα κλαδιά της ψηλής λεύκας. Με πολύ κόπο γύρισα το μαρμαρένιο μου κεφάλι και είδα τα δέντρα: με τα γυμνά τους χέρια σε στάση παράδοσης, ταλαντεύονταν υποδεχόμενα με άφωνους αλαλαγμούς τους εισβολείς.
Εκείνα, ναι, γνώριζαν.
Το περιστέρι που λικνιζόταν τώρα επάνω στα κλαδιά είχε και εκείνο νιώσει.
Τότε κατάλαβα και εγώ.
Και το φως...
Ναι, το εύθραυστο και αδύναμο φως, όπως το χαρακτήρισαν αργότερα κάποιοι, μειωνόταν.
Άλλοτε πάλι δυνάμωνε η έντασή του, μα τώρα πια κάθε ευαίσθητο αυτί θα μπορούσε, έπρεπε πια να μπορεί να ακούσει τις ανάκατες ορδές που πλησίαζαν ολοένα και πιο απειλητικά.
Στον πρώτο κεραυνό η αλαφιασμένη πόλη ύψωσε με δέος τα μάτια της: η νεφελώδης εμπροσθοφυλακή του εχθρού προήλαυνε πλέον από πάνω της, χοντρές ψιχάλες άρχισαν να δέρνουν αλύπητα τα στήθη της.
Η πόλη περικυκλωμένη ήταν επιτέλους στο έλεος του εχθρού.

Η καταιγίδα είχε μόλις ξεσπάσει.

Sunday, January 11, 2009

σαν τον σκύλο ή τη γάτα


Σκύλος. Αυτό ήταν. Αυτό θα ήταν σίγουρα εκείνη την ημέρα: ένας σκύλος. Με μυτερό ρύγχος, μύτη υγρή και μαύρη, αυτιά ανασηκωμένα, μια ουρά να χτυπά ηχηρά στο πάτωμα και μάτια ολοστρόγγυλα, καστανά, υγρά και αυτά, γεμάτα αφοσίωση και προσμονή.
Ένας σκύλος.
Τέτοια μέρα ήταν. Από αυτές που ξυπνούσε σκύλος. Ποτέ δεν το καταλάβαινε αμέσως. Μετά το τέντωμα μονάχα η αντανάκλαση στον καθρέφτη του μπάνιου έδειχνε την αλήθεια.
Σήμερα θα ήταν σκύλος.

Θα έτρωγε ένα γερό πρωινό και θα έβγαινε στο δρόμο, με τις πατούσες να κάνουν τσικ-τσικ-τσικ επάνω στα πλακάκια του πεζοδρομίου, να αγνοεί κτήρια και δρόμους, τόπους και αξιοθέατα και να αναζητεί πρόσωπα αγαπημένα, χέρια φιλικά, φωνές τρυφερές, να θυμάται χαμόγελα ζεστά και ματιές ζωηρές και φωτεινές, βελόνες στην πυξίδα της καρδιάς που θα καθόριζαν τον δρόμο. Ώσπου θα τελείωνε και αυτή η μέρα, θα ερχόταν η νύχτα και η ευαίσθητη μύτη και η άριστη ακοή θα επέτρεπαν την ασφαλή επιστροφή στο σπίτι.

Μα άλλοτε πάλι ήταν γάτα. Αυτό ήταν. Αυτό θα ήταν σίγουρα εκείνη την ημέρα: μία γάτα. Με τριγωνικό κεφάλι, μύτη βελούδινη και ροζ, αυτιά ανασηκωμένα, μια ουρά τεντωμένη όρθια και μάτια σχιστά, πράσινα, τεντωμένα και αυτά, γεμάτα ένταση και διορατικότητα.
Μία γάτα.
Τέτοια μέρα ήταν. Από αυτές που ξυπνούσε γάτα. Ποτέ δεν το καταλάβαινε αμέσως. Μετά το τέντωμα μονάχα η αντανάκλαση στον καθρέφτη του μπάνιου έδειχνε την αλήθεια.
Σήμερα θα ήταν γάτα.

Θα έτρωγε ένα γερό πρωινό και θα έβγαινε στο δρόμο, με τις πατούσες να τρέχουν αθόρυβες επάνω στα πλακάκια του πεζοδρομίου, να αγνοεί φιγούρες, υπάρξεις και ανθρώπους, και να αναζητεί μέρη αγαπημένα, γωνιές μυστικές, χώρους αέχαστους, να θυμάται πρωινά ζεστά και ημέρες ζωηρές και φωτεινές, βελόνες στην πυξίδα της καρδιάς που θα καθόριζαν τον δρόμο. Ώσπου θα τελείωνε και αυτή η μέρα, θα ερχόταν η νύχτα και η άριστη όραση θα επέτρεπαν την ασφαλή επιστροφή στο σπίτι.

---------------

Άλλη μια μέρα είχε έρθει. Τα μάτια ανοιχτά, ακόμη στο κρεββάτι, ένιωθε το σώμα και πάλι αλλαγμένο.
Σκύλος θα ήταν σήμερα ή γάτα; Ανθρώπους ή τόπους θα ένιωθε σήμερα κοντινούς; Έπρεπε τελικά πάντοτε να διαλέγει; Αντίθετα με τις άλλες μέρες κοίταξε τα χέρια. Είδε δάχτυλα. Τίποτε από τα δυο λοιπόν, απλώς μια μέρα σύγχυσης ακόμη.
Απλώς άλλη μια μέρα προσμονής για να δει άν την επόμενη μέρα θα ξυπνούσε σαν τον σκύλο ή τη γάτα αφού ακόμη και τώρα δεν είχε καταφέρει να αποφασίσει τι ένιωθε πιο απαραίτητο στη ζωή...

Friday, January 2, 2009

όπως



Όπως δεν ξαναγυρνά ο νεοσσός μες το αβγό του,

όπως δεν ξαναγυρνούν τα όνειρα τη μέρα,

όπως δεν ξανακρύβεται το δέντρο μες στον σπόρο,

όπως δεν ξανακρύβεται η αγάπη στη ματιά,

όπως δεν επιστρέφουν τα λόγια αφού τα πούμε,

όπως δεν ξαναζούμε καμία ίδια στιγμή,

όπως ποτέ δεν ξανανιώνουμε, μονάχα γερνάμε,

όπως ο χείμαρρος μονάχα στη θάλασσα σε ξεβράζει,

όπως ακόμη και τώρα που σκέφτομαι χάνω τις σκέψεις,

όπως το πρώτο φιλί δεν ξαναζεί,

έτσι και αυτός ο χρόνος που έφυγε δεν θα ξανάρθει


αλλά σίγουρα θα ζει αγκαλιαστός με την ζωή που πια αφήσαμε πίσω μας

νομίζουμε

έχοντας, λέει, τον νέο να μας δίνει ρυθμό στα κουπιά



ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ