Friday, July 27, 2007

δύο φωτογραφίες και μία ιστορία

το παρακάτω κείμενο η απαντησή μου στις δυο φωτογραφίες του Ίκαρου...


Πετούσε και πετούσε, χρόνια τώρα τελειοποιούσε το ζύγισμά του στα ρεύματα, το χτύπημα των φτερών του, τον τρόπο που προσγειωνόταν στη γη, το πώς βουτούσε στο κενό τρομάζοντας κάθε τόσο κι από ένα σμήνος χοντρουλά περιστέρια…

Και τότε την είδε: εκεί ανάμεσα στα νέφη του φάνηκε σαν οφθαλμαπάτη, λες και οι ιπτάμενοι υδρατμοί είχαν βαλθεί να τον τρελλάνουν…
Στράφηκε προς το μέρος της και όσο την πλησίαζε τόσο ένιωθε την έλξη της να γίνεται εντονότερη επάνω του, το ένα του φτερό άρχιζε ξυστά να περνά από κοντά της, να χαϊδεύει το νεφώδες της περίγραμμα, μάταια προσπαθούσε να την αγκαλιάσει, αέρινη και ρευστή ταυτόχρονα, ξέφευγε συνεχώς.
Τα μάτια του άρχισαν να καίνε από την ένταση, η καρδιά του χτυπούσε επιτέλους δυνατά για κάτι ζωντανό, έστω μακρινό ακόμη κι απρόσιτο, έστω σχεδόν άυλο, σχεδόν απατηλό…

Έκανε κύκλους και κύκλους γύρω της και με κάθε κύκλο λες και συμπυκνωνότανε, λες και βάραινε: η αέρινη, σχεδόν διάφανη μορφή της, άρχισε να αποκτά μια πιο υδαρή υπόσταση, μια πιο σκούρα απόχρωση, έγινε ένα υετοφόρο νέφος, μια γοργόνα του αέρα και τότε τον κοίταξε με τα αστραποβόλα μάτια και χύμηξε σαν καταιγίδα κάτω στη γη.

Δαρμένος από τη βροχή της, την είδε να απλώνει από κάτω του, μια σκούρα γαλάζια αγκαλιά, μια θάλασσα όλη δική του, έτσι του φάνηκε, και βούτηξε και πάλι, όπως του άρεσε να κάνει, για να τη φτάσει…
Δεν τον ενδιέφερε που θα πνιγόταν, ένας Ίκαρος ήτανε, προικισμένος με φτερά και όμως, ευχαρίστως θα θυσίαζε και τα δύο αυτά στολίδια για να νιώσει έστω και λίγο την υγρή της ανάσα, να χαθεί μέσα στα δροσερά της βάθη…


Την στιγμή που το σώμα του έπεφτε μέσα στο νερό, ένιωσε με αγαλλίαση να αλλάζει: να αλλάζει σχήμα, να αλλάζει υλικό, να αλλάζει η ψυχή του…

Δεν είχε βουλιάξει μέσα της για να χαθεί, δεν ήταν ο Ίκαρος του Δαίδαλου, δεν θα ονόμαζαν με το όνομά του κανένα πέλαγος, γιατί να τον τώρα, βαρκούλα επάνω στο κορμί της, να την χαϊδεύει και να την αγαπά, να την εξερευνά να την καμαρώνει, κι ας τον φόβιζε ακόμη καμιά φορά με τις δυνατές της φουρτούνες. Κι όμως, αυτές οι φουρτούνες, τα κύματα που την ρυτίδωναν άλλοτε σκοτεινά, κι άλλοτε φωτεινά και παιχνιδιάρικα ήταν οι φίλοι, οι σύμμαχοι, οι σύντροφοί του, ήταν η ζωή του όλη…

αγαπημένοι προορισμοί

Aπαντώ στην πρόσκληση του numb, να διαλέξω πέντε αγαπημένους προορισμούς...
Τελικά μάλλον θα μου μηδενίσει την κόλλα, εγώ δεν μπορώ να αποκλείσω κανέναν από τους παρακάτω και έτσι επιμένω στο παραμυθένιο... επτά!

η σειρά είναι τυχαία, εκτός από τον πρώτο, τον απόλυτο για μένα προορισμό...


Μονεμβάσια, μέσα στο κάστρο, πάνω στον βράχο, στο υπέροχο μπαλκονάκι της κυρα-Ντίνας, που αν με διαβάζεις, να είσαι πάντα καλά...


στο Mont St. Michell, τη γαλλική Μονεμβάσια, για την οποία θα ερίζουν πάντοτε η Νορμανδία με τη Βρεττάνη... [η φωτό του Eldar Kadymov, και ελπίζω τώρα πια να πάψει το κρυφτούλι και να μου εξαφανίζεται... ]


Sahara - παρέα με Βεδουίνους και την αλγερινορωσίδα φίλη μου Ν. που με τις διηγήσεις της από την έρημο με έχει ταξιδέψει εκεί κάτι μουντά νορμανδικά βράδια...


dimitris geros - ταξίδι στη φαντασία και στους πίνακές του, στις ατελείωτες παπαρούνες του και τα γαϊτανόφρυδά του νέφη - δυστυχώς δεν βρήκα τον πίνακα που έψαχνα...


στον περίφημο Μ31, τον υπέροχο γαλαξία της Ανδρομέδας, αλλοιώς τι την έχω τη Stardustia...


Γιατί τελικά πρέπει να έχουμε και τα κολλήματά μας...

Σε λίγο θα τα βλέπουμε μόνο σε φωτό ή με το μυαλό μας :-(((


Λέω να ρίξω το μπαλάκι σε πρώτη φάση σε Ναυτίλο, Μάτα-Ντομάτα, Μάρκο, Ίκαρο, Helorus, Lust-time [που τεμπελιάζει τελυταία μου φαίνεται ;-)], Zero, Άμενο, Χιοζίλ, 3-parties-a-day, Jemand [wo bleibst du eigentlich??] και σε όποιον άλλον παίζει μπάλα!
Μη γκρινιάζετε, είναι και επίκαιρο θέμα.
Ίκαρε, δεν σε έχω ξεχάσει, μέχρι το βραδάκι, άντε τα ξημερώματα, θα το έχεις ;-)

Thursday, July 26, 2007

Το πορτραίτο



[άλλο ένα πολύ παλιό κείμενο από το σεντούκι μου...]


ΕΣΤΕΚΕ ΕΚΕΙ με τα μάτια στυλωμένα στο απέναντι κάδρο, αφημένη με εμπιστοσύνη στο λικνιστό χορό των κυμάτων του, ενώ το μαϊστράλι της ανακάτευε τα μακρυά της μαλλιά.
Αν την καλοπαρατηρούσςε θα’ βλεπες, πως οι υγρές σταγονίτσες στο πρόσωπό της δεν ήταν παρά αυτόχθονα προϊστορικά δάκρυα που, επιτέλους, είχαν βρει την ποθητή διέξοδο στο μέχρι τώρα στεγνό μάγουλό της… θα ΄βλεπες πως το μαϊστράλι ήταν οι ριπές του ανεμιστήρα που δούλευε στο φουλ τούτο το καυτό βραδάκι του Ιούλη….
Ξάφνου το αμήχανο χέρι της ακούμπησε τα χειρόγραφά της και ένας πόνος την έκανε να κλείσει τα μάτια και να σφίξει τα χείλη…
-«Να το λοιπόν που είχε συμβεί!!»

Ήταν απόγευμα και εκείνη, χωμένη στη μικρή τουαλέτα, έγραφε και πάλι τα «δικά της»: το ‘ξερε ότι αυτό τον στεναχωρούσε και τον τσάντιζε, μα ο πειρασμός ήταν μεγάλος και η φουρτούνα τρομερή και έτσι βρισκόταν τώρα κρυμμένη εκεί ψάχνοντας τη λύτρωση μέσα από το γράψιμο. Όμως, η στιγμιαία έμπνευση άρχισε να διαρκεί λεπτά, τέταρτα, ώρες και τότε ακολούθησε η δικαιολογημένη εισβολή του μαζί με την καταιγίδα του θυμού του, κάτι που ήταν άλλωστε αναπόφευκτο: την είχε τσακώσει ξανά, της είχε πάρει και πάλι τα γραφτά της από τα χέρια και όπως πάντα τα διάβαζε και τα κριτικάριζε με τον ίδιο άπονο και απόλυτο τόνο της οργής του…

-«Μα βρήκε κι αυτός τη σελίδα να διαβάσει», σκέφτηκε…

«Ζω σε λάθος εποχή» έγραφε «κι ένιωθε» λέει «απομονωμένη και ανήμπορη να καταλάβει…»

-«Μα βρήκε κι αυτός τη σελίδα…»

Ε, και τότε άρχισε να καγχάζει λέγοντας, πως φυσικά και ζει σε λάθος εποχή, και σε λάθος τόπο και πως ο ίδιος ήταν ερωτευμένος με λάθος άτομο, γιατί φυσικά δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους μάγισσα ήταν και πώς είχε φτάσει αυτός ο «τόσο λογικός και νορμάλ άνθρωπος» να τον έχει συνεπάρει έτσι η τρέλλα της…

Ναι, μέχρι και μάγισσα την είχε αποκαλέσει:

-«Μονάχα μάγισσα θα έγραφε τέτοια ακαταλαβίστικα για να τα κάψει στη συνέχεια στο νεροχύτη!»

Κάθισε στην καρέκλα, αφού έσβησε τον ανεμιστήρα, με την άχαρη και μονοκόμματη κίνηση μιας κούκλας, σαν αυτές που κρέμονται ξεχασμένες χρόνια στην απέναντι ΕΒΓΑ, μέχρι να τις αγοράσει κάποιος τσιγκούνης θείος στα «αχαΐρευτα» ανίψια του. Η πλάτη της είχε πιαστεί λες και όλο το άγχος της είχε κρυφτεί στη στενόμακρη σπηλιά της σπονδυλικής της στήλης…

Τώρα στεκόταν και πάλι εκεί και ντο βραδάκι είχε ξαναγίνει απόγευμα και απέναντί της έστεκε εκείνος θυμωμένος και έλεγε, έλεγε μα εκείνη δεν τον άκουγε πια. Μονάχα χάζευε απορημένη τα φρύδια του, ίδια μαύρα δελφίνια, που βουτούσαν στον σκοτεινό ωκεανό των ματιών του…
Τα δελφίνια έφυγαν τρομαγμένα μακρυά και θυμήθηκε τότε που ήταν μικρή και πήγαινε στο νησί και στη διαδρομή παρακαλούσε «τον καλό Θεούλη» να της στείλει ένα δελφινάκι, για να ανέβει στη ράχη ου και να φτάσει πρώτη στη σπηλιά που στα παιδικά της χρόνια αποτελούσε την επίγεια απόδειξη του Παραδείσου… Αχ! Πώς θα ήθελε να ‘ταν και πάλι εκεί και να μαζεύει πεταλίδες, ενώ η μαμά της θα την έψαχνε για να της βρέξει το καπέλο μην τύχαινε και πάθει ηλίαση, πού… στη σπηλιά!!!

Καθώς όμως γύρισε το κεφάλι για να μυρίσει τη θάλασσα από τον απέναντι τοίχο, ένας κρότος πέτρωσε τα κύματα και ο γλάρος απέμεινε καρφωμένος στο μέσο του ουρανού. Το πέταλο στο πάτωμα μαρτυρούσε τι είχε συμβεί: εκείνος είχε φύγει ξαφνικά και είχε κοπανήσει την πόρτα με τόση δύναμη, που το καϋμένο το πέταλο έπεσε ξαφνιασμένο και αγουροξυπνημένο από το τράνταγμα. Με το πέσιμό του είχε σημαδέψει το παρκέ και μπορούσε ήδη να ακούσει την γκρίνια της κυρα-Ειρήνης, που μόνο ειρήνη και ησυχία δεν σήμαινε ο ερχομός της στην αρχή του κάθε μήνα…

-«Να το λοιπόν που είχε συμβεί!» και είχαν ξανατσακωθεί, όπως άλλωστε έκαναν τόσο συχνά, τελευταία…

Τώρα ήταν και πάλι βράδυ, είχε βγάλει την καρέκλα της στο μπαλκόνι, καθόταν με τον σκουπιδοτενεκέ αγκαλιά και έριχνε σε αυτόν αργά και εκδικητικά μια μια λωρίδα από τις σελίδες της. Το γέλιο της ακουγόταν ίδιο γέλιο μικρού παιδιού που έκανε την πρώτη του σκανταλιά: για πρώτη φορά φερόταν «φυσιολογικά» και έσκιζε «πολιτισμένα» τον κόπο της. Σιγά σιγά άρχισε να βρίσκει τον ήχο του χαρτιού που σκιζότανε ευχάριστο και θα τολμούσε να πει ακόμη και μελωδικό. Βάλθηκε λοιπόν να ξαναβγάζει τις λωρίδες από μέσα, να σχηματίζει ματσάκια και να τα σκίζει και να τα σκίζει μέχρι που οι χούφτες της δεν έφταναν πια και κάθε τόσο άδειαζε τις νιφάδες της από το μπαλκόνι. Ο σπόρος από κάτω φώναζε χαρούμενος, μιλούσε για «χιόνι καλοκαιριού». Θα το ‘στρωνε επιτέλους εκείνο το αποχαυνωτικά ζεστό βράδυ… Άπλωνε τα χεράκια του μέσα από τα κάγκελα και τσίριζε όποτε μια «νιφάδα» του ακουμπούσε την παλάμη.
Έχοντας βαρεθεί πλέον τις ενοχλημένες φωνές των «από κάτω», που πάσχιζαν να την επαναφέρουν σε τάξη, σηκώθηκε και κοίταξε προς τη διασταύρωση στα δεξιά, μπας και φαινόταν κανείς….

-«Τώρα θα είναι στην Αγγελική και θα παραπονιέται»

Ο ήχος του τηλεφώνου την τράβηξε μέσα. Ήταν η Νίκη: βαριόταν και είχε όρεξη για κουβέντα…

Η ώρα είχε πάει κιόλας δέκα και μισή, είχε κάνει ήδη άλλα δυο ντους και θα έκανε άλλο ένα, έτσι που βαριόταν. Στο τέλος προτίμησε να κάτσει και πάλι στο μπαλκόνι και τότε άρχισε να μετράει τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τους περαστικούς, τα παράθυρα, τις γάτες, τις νεραντζιές… τα πρόσθετε, τα διαιρούσε τα πολλαπλασίαζε… την είχε πιάσει μανία. Ξαφνικά θυμήθηκε πως στο μπαλκόνι δεν είχε φως και όταν το άναψες και πάλι από την αρχή.

Η ώρα ήταν κιόλας δώδεκα και εκείνη ξεσκόνιζε, ξανάπλενε τα καθαρά πιάτα που είχαν μείνει από το μεσημέρι στο στραγγιστήρι και ξήλωνε ένα παλιό μπλουζάκι που είχε βρει στο συρτάρι της. Όταν κουράστηκε έσβησε το ξεχασμένο φως στο μπαλκόνι, μάζεψε τα μαλλιά της σε ένα χαμηλό κότσο και ξάπλωσε στον καναπέ κοιτώντας την εξώπορτα. Καθώς έκλαιγε έσφιγγε με δύναμη ένα μαξιλάρι: εκείνη την ώρα ξυπνούσε η ζήλεια. Ξαφνικά μισούσε όλη της την παρέα, όλους τους γνωστούς και προπαντός εκείνον. Τώρα που συνειδητοποιούσε ότι δεν θα επέστρεφε το βράδυ, πως θα ξυπνούσε το πρωί χωρίς να τη χαϊδέψει η φωνή του, τώρα που τον έβλεπε να χάνει την αγάπη του γι’ αυτήν, την έπιανε τρόμος και αγωνία… σιγά σιγά η ζήλεια εξατμίστηκε και απέμεινε φοβισμένη και μόνη στον καναπέ…

Κατά τις τέσσερις ξύπνησε αλαφιασμένη από έναν εφιάλτη. Ο ύπνος την είχε πάρει με αναμμένα τα φώτα και τα κουνούπια έκαναν γιορτή μες το σαλόνι. Χωρίς να δώσει σημασία προχώρησε προς το κοινό γραφείο και άνοιξε το δεύτερο συρτάρι, το δικό του. Εκεί μέσα αυτός, η προσωποποίηση της τάξης, γινόταν το αυθόρμητο εκείνο άτομο με το γοητευτικό χαμόγελο, που ένα απόγευμα της είχε κλέψει την καρδιά: όλη του η αφέλεια και όλο ο αυθορμητισμός του ήταν παρόντες εδώ. Μέσα από εκείνον τον μπερδεμένο χαρτολαβύρινθο ξεχώριζε ο κίτρινος φάκελος: η αχίλλεια πτέρνα του: αν εκείνη είχε μανία με το γράψιμο, ετούτος εδώ σκιτσάριζε συνεχώς. Ήταν η δική του δικλείδα ασφαλείας, αυτό το μικρό μπλοκάκι με το ασορτί μολύβι. Να λοιπόν και οι δυο τους τρωτοί, αλλά φυσικά αυτός ντρεπότανε γι αυτήν του την «αδυναμία», όπως τόσο άδικα αποκαλούσε το ταλέντο του…

Τράβηξε απαλά τον φάκελο και τον χάιδεψε. Από το συρτάρι αναδυόταν το άρωμά του και για μια στιγμή ένιωσε φευγαλέα μια ιδέα ζήλειας, η οποία όμως εξατμίστηκε αμέσως μόλις από τον φάκελο ξεχύθηκαν ολόγυρά της τα καταπιεσμένα χαρτιά. Έριξε μιαν αναποφάσιστη ματιά προς την εξώπορτα μα αμέσως χαλάρωσε κι άρχισε να τα ξεδιαλέγει ένα ένα… ήταν πολλά και τα περισσότερα της ήταν ήδη γνωστά…

Είχε περάσει κάμποση ώρα και ετοιμαζόταν να τα βάλει και πάλι μέσα, όταν, μέσα από τον απείραχτο ακόμη σωρό, ξεχώρισε κάτι που δεν το είχε ξαναδεί: ήταν το πορτραίτο της. Για λίγο χρειάστηκε να ακουμπήσει το χαρτί στο πάτωμα καθώς το αναστατωμένο χέρι της έτρεμε φοβερά…

Της πήρε αρκετή ώρα μέχρι να ηρεμήσει. Στο τέλος κατάφερε να συγκεντρωθεί και να διακρίνει μία μία τις λεπτομέρειές του: υα μακρυά της μαλλιά έπεφταν ανάλαφρα, το φρύδι της ανασηκωμένο σε στάση ειρωνικής απορίας… δεν ήταν παρά ένα απλό σκίτσο κι όμως την άγγιζε και τη συγκινούσε, έδειχνε πιο αληθινό από την ίδια. Μέσα από τα κατωφερή της μάτια φαινόταν τόση αγάπη μα και τόσος πόνος, όσον εκείνη δεν έδειχνε ποτέ, γιατί –αν και θεωρούσε τον εαυτό της αυθόρμητο- είχε μάθει με τα χρόνια να κρύβεται καλά…. ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Τελικά δεν τα είχε καταφέρει.

-«Ευτυχώς!» σκέφτηκε και είχε δίκιο.

Ευτυχώς που δεν τα είχε καταφέρει να του κρυφτεί. Επιτέλους, τώρα πια θα μπορούσε να αφεθεί και να του μιλήσει…

Χαρούμενη άρχισε να μαζεύει όλα τα υπόλοιπα χαρτιά και να τα ξαναβάζει στον φάκελο. Κάθε τόσο κοίταζε το προτραίτο της και αναρωτιόταν γιατί δεν της το είχε δείξει, γιατί δεν της το είχε πετάξει καμιά φορά κατάμουτρα, όταν εκείνη τον κατηγορούσε ότι αρνιόταν να την καταλάβει.

Όταν τελείωσε το χάιδεψε και τότε κατάλαβε ότι έτσι έπρεπε να γίνει και πως έτσι και έγινε και συνέβη όλη αυτή η φασαρία σήμερα, για αυτό και είχε φύγει, για να το βρει μόνη της.. Ναι, κι έτσι κι έγινε και να την εδώ χαρούμενη κι ευτυχισμένη που δεν θα χρειαζόταν πια άλλα άγρια ξενύχτια με λευκές κόλλες και μαύρα σκουλήκια…

Κοίταξε ξανά το προτραίτο και είδε και τον εαυτό της στον καθρέφτη πάνω από τον μπουφέ. Κοίταξε ξανά και ξανά και τότε κάτι την ανησύχησε, καθώς είδε την απαίσια αντίθεση του μελαγχολικού κοριτσιού και της ευτυχισμένης αντανάκλασης να της βγάζει τη γλώσσα.

Ξάφνου το πάτωμα χάθηκε και η άβυσσος την τύλιξε από παντού και αυτό έγινε ακριβώς τη στιγμή που για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως η λεξούλα εκεί στην άκρη, που όφειλε να είναι το όνομά του, δεν ήταν παρά ένα υπογραμμισμένο «ΑΝΤΙΟ».

Μάρτης-Μάης 1990

Monday, July 23, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [14ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα],
[10ο απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα]
Με την πλάτη έκλεισε την πόρτα σπρώχνοντάς την απαλά. Ακούμπησε για λίγο επάνω της, ένας Αίαντας που γύρευε μάταια να πάρει δύναμη από το ξύλο της, μονάχα τα χώμα του δάσους της θα την έσωζε τώρα, μα η πλημμυρίδα είχε πια σκεπάσει οριστικά τα πάντα. Παντού νερό, φυσαλίδες, πλοκάμια από τη θαλάσσια ανεμώνη, παντού η επιβλητική σκιά του μαύρου σελαχιού.
Τα μαλλιά της σφύριζαν, τα μάτια της πονούσαν. Αυτά τα μεταλλικά κι αστραφτερά μάτια όργωναν βαθιά το καστανόχωμα των δικών της. Ένιωθε να μουδιάζει ολόκληρη από το κρύο του ατσαλιού τους. Ζαλισμένη άπλωσε το χέρι της να κρατηθεί από τη ράχη της πολυθρόνας, καθώς τον πλησίαζε. Το χέρι της τρυπήθηκε από έναν αχινό. Έβγαλε ένα σιγανό ήχο πόνου αλλά αγνόησε την παλάμη που την έκαιγε.

Το ζευγάρι σκούρα αστραποβόλα μάτια την παρακολουθούσαν συνεχώς. Με κάθε της βήμα τα έβλεπε και πιο καθαρά να στοχεύουν το κέντρο των δικών της.

Το σελάχι ακίνητο μπροστά της. Το ρεύμα τους είχε φέρει πλέον αντιμέτωπους. Αργά αργά οι δύο μονομάχοι ζύγιζαν ο ένας τον άλλον, σώματα σε ένταση, βλέμματα μια γραμμή, η παλάμη της να καίει, ο λαιμός της, εκεί κοντά στη βάση, στα αριστερά να έχει αρχίσει να αχνοφέγγει. Ματιές ακίνητες, σίγουρες κι αμείλικτες… κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ακουγόταν σαν σφυγμός της καρδιά της μα οι ματιές τους δεν έλεγαν να χωρίσουν. «Τώρα, τώρα» σκεφτότανε «δεν μπορεί, πρέπει να ελευθερωθούμε», ο λύκος της ήθελε ακόμη δύο ώρες και τριάντα λεπτά για να προσγειωθεί, μάταια, η ίδια δύναμη που την έκανε να θέλει να φύγει, την τραβούσε ταυτόχρονα κοντά στο σελάχι.

Όταν το σελάχι επιτίθεται τα πάντα διαρκούν δευτερόλεπτα: προτού το καταλάβει ήταν μπροστά της, είχε τυλίξει τα φτερά του γύρω της και έτσι γρήγορα, απλά, σήκωσε τρυφερά τα μαλλιά που σκέπαζαν τη βάση του λαιμού της. Στα αριστερά.
Και τότε πάνω από το υπέροχο χαμόγελό του, το γεμάτο ικανοποίηση, αντίκρυσε το πραγματικό χρώμα των ματιών του: είδε σε σκοτεινό βυθό να αργοσαλεύουν μαύρα φύκια κι ανάμεσά τους ασημένια ψαράκια σα λάμψεις να παίζουνε κρυφτό…

Κι έτσι αυθόρμητα και ευγενικά την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Πρώτα στο λαιμό, επάνω στο ασημένιο σημάδι, τον φάρο που αναζητούσε ως απόδειξη του λιμανιού της. Μετά επάνω στην πονεμένη της παλάμη, βγάζοντας τα αγκαθάκια του αχινού που την έκαιγαν. Και μετά φιλί φιλί σκαρφάλωσε στο πρόσωπό της και στο μισάνοιχτο στόμα της.
Ένιωσε την παρουσία του να εφαρμόζει αρμονικά στη δική της αύρα, τα μάτια του να κουμπώνουν ακριβώς στα δικά της και την ψιθυριστή φωνή του να παιχνιδίζει με τις άκριες των λυτών μαλλιών της.
[…]

Δεν ήξερε πια πόση ώρα ήθελε ακόμη ο λύκος της για να προσγειωθεί.

Το σελάχι μιλούσε και η έμπειρη, σίγουρη φωνή του κόμπιαζε καθώς έψαχνε τις λέξεις. Το υπέροχο μυτερό προφίλ του απέμενε πού και πού μετέωρο, τα μάτια του, γαληνεμένα μα γεμάτα παράπονο, έχαναν πού και πού τη σταθερότητά τους.

Είχε ξεφύγει για λίγο από την αγκαλιά του, είχε βγει στο μπαλκόνι και ακουμπούσε, γυρτή, κυνηγόσκυλο που είχε γυρίσει εξαντλημένο από κυνήγι.
Δίπλα της τώρα κι εκείνος στητός, με τις φτερούγες του σε ετοιμότητα για να την προστατέψει από τις σκέψεις και τις τύψεις της.

Γύρισε και τον κοίταξε: με το χέρι της ψηλάφισε αργά, προσεκτικά και τρυφερά το πρόσωπό του. Πρώτα το όμορφο μέτωπό του, που μαρτυρούσε χρόνια και δυσκολίες, και από το οποίο έδιωξε τρυφερά ένα τσουλούφι, μετά την αιχμηρή του μύτη που του έδινε αυτήν την απίστευτη σιγουριά στην έκφραση, το στόμα του, το εγκάρδιο ευωδιαστό λουλούδι, και τέλος τα σελαχίσια μάτια του. Τώρα πια γνώριζε καλά το χρώμα τους, το βάθος τους ρουφούσε πάντοτε τις σκέψεις της.

Ήταν αδύνατον να στέκεται κοντά της χωρίς να την αγγίζει, της εξομολογήθηκε πλησιάζοντάς την περισσότερο. Τον τελευταίο καιρό μηχανευόταν συνεχώς τρόπους για να την έχει κοντά του. Έτσι και τώρα, ήθελε να νιώθει τη ζεστασιά της: τα χέρια της, πυρωμένα κάρβουνα, του ζέσταιναν τα δικά του.

Μα ξαφνικά τρόμαξε κι από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα κοίταξε το ρολόι στον τοίχο, αν και δεν είχε πια κανένα νόημα, ο λύκος της είχε εδώ και μισή ώρα προσγειωθεί. Το σελάχι ακολούθησε το βλέμμα της και σκοτείνιασε. Οι ζωές τους τους καλούσαν σε τάξη. Αναστέναξε και την σκέπασε με το φτερό του.
«Αχ, κορίτσι μου» τον άκουσε να ψιθυρίζει και τη φίλησε στα μαλλιά.

Και τότε, παρόλο που συνειδητοποίησε, ότι είχε προδώσει το δάσος της, είχε αφήσει την αγέλη της ορφανή, εκεί μέσα στην αγκαλιά του, ένιωσε την καρδιά της να σπάει οριστικά σε δυο κομμάτια, ένα που έσταζε πάντα αίμα αλλά κι ένα γεμάτο θαλασσινό νερό...
[επόμενο απόσπασμα]

Thursday, July 19, 2007

Τήνος - α' μέρος



Σήμερα τις σκέψεις και εντυπώσεις μας από Τήνο, θα τις βρείτε εδώ, στο έτερο blog της οικογένειας...
Κοπιάστε, θα σας φιλέψουμε κυκλαδίτικες μυρωδιές και αιγαιοπελαγίτικη αύρα...

Thursday, July 12, 2007

Πρόβα διακοπών


Και τότε η Ζωή πήρε τη Βενιαμίν της οικογενείας και καβάλα σε έναν κομήτη της θάλασσας έφυγε για το βαθύ και υπέροχο πέλαγος των κυκλαδικών άστρων.
Θα πήγαινε να εξερευνήσει για λίγο το ανεμοδαρμένο άστρο της Τήνου, να πλατσουρίσει στις ακρογυαλιές αστρικής σκόνης και να χαζέψει άστρα να βουτάνε σε θαλασσινή αγκαλιά, αστερίες και αχινούς να σκαρφαλώνουν με κόπο στον ουράνιο θόλο...

επιστρέφουμε και πάλι από Δευτέρα 16.07 για να σας κεράσουμε νησιώτικη αστρόσκονη...


Υ.Γ. Θα είμαι ευγνώμων σε όποιον φροντίσει αυτές τις μέρες το starbat μου... μη μας ψοφήσει το έρμο!

Tuesday, July 10, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [13ο απόσπασμα]



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα],
[10ο απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα]

Σαστισμένη δοκίμασε τη μια μπλούζα μετά την άλλη. Μάταιος κόπος, το σελάχι έβρισκε πάντοτε τρόπο να περισσεύει, να διακρίνεται μια άκρη από τη λαιμόκοψη. Έπρεπε να ξεκινήσει επιτέλους γιατί θα αργούσε στο γραφείο. Η μέρα ήτανε ζεστή, μα εκείνη χτένισε τα μαλλιά της και αποφάσισε να τα αφήσει κάτω, μήπως και το έκρυβε λιγάκι.

Και τότε θυμήθηκε!

Ήταν η μέρα που ο λύκος θα επέστρεφε από το ταξίδι του, αχ αυτό το ταξίδι, έπρεπε να είχε φύγει μαζί του εγκαίρως, έπρεπε να είχε από καιρό κρυφτεί μαζί του στο δάσος, έπρεπε να είχε γυρίσει αμέσως την πλάτη της στη θάλασσα και τους γοητευτικούς της κινδύνους,

Ναι, τότε θυμήθηκε, ότι είχε ζητήσει άδεια να λείψει, αυτήν τη μέρα, ήθελε να βεβαιωθεί ότι το σπίτι τους ήταν γεμάτο και πάλι από τους γνώριμους ήχους του δάσους, ήθελε να διώξει την αλμυρή πλημμυρίδα που την στοίχειωνε, ήθελε να βρει το γήινο εαυτό της και να χωθεί μέσα στην σίγουρη αγκαλιά του.

Ανήσυχη κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μαλλιά της αργοσάλευαν, φύκια στο βυθό, τα μάτια της φαινόντουσαν πιο μεγάλα και πολύ πιο σκούρα, το στόμα της πιο κόκκινο από άλλες φορές, ή μήπως τα μάγουλά της ήταν πιο χλωμά; και ο λαιμός της έφεγγε από ένα μικρό ασημένιο στολίδι, λίγο πιο πάνω από τη βάση του λαιμού της. Στα αριστερά.

Βγήκε στο μπαλκόνι, αδύνατον να αναπνεύσει εκεί μέσα. Το σελάχι είχε αφήσει παντού τα σημάδια του, στο τραπεζάκι που είχε ακουμπήσει, στη θέση της στον καναπέ, τα μάτια του είχαν κεντρίσει κάθε γωνιά και τοίχο, τα πάντα φαίνονταν φορτισμένα από την ενέργειά του.
Βγήκε στο μπαλκόνι μα κι εκεί παντού το σελάχι.
Θυμήθηκε:
Όταν τελειώσανε και προτού εκείνος φύγει βιαστικός για τον γάμο, είχαν σταθεί δίπλα δίπλα στο στηθαίο. Εκείνη στητή, κυνηγόσκυλο που οσμιζότανε τον κίνδυνο, εκείνος χαλαρά γερμένος να σχολιάζει με κέφι τη γειτονιά της.
«Μια πιο πολύ από όλα μου αρέσει αυτή η καμπουρίτσα» της είπε κοιτώντας την από το πλάι, παιχνιδιάρικα.
«Αδύνατον!», σκέφτηκε «δεν μπορεί!»
«Ξέρεις» της ψιθύρισε, πλησιάζοντάς την, «αυτή η καμπουρίτσα του δρόμου σου, με τρελλαίνει…»

Ο δρόμος. Ο δρόμος της, στενός σχετικά και μακρύς θα μπορούσε να έμοιαζε με χίλιους άλλους, αν δεν είχε λίγο πριν το σπίτι της, μια μικρή «καμπουρίτσα», μια διστακτική ανηφόρα που λίγα μέτρα μετά, σαν πετρωμένο κύμα, επέστρεφε και πάλι περίπου στο ίδιο επίπεδο.
Καμπουρίτσα. Έτσι την έλεγε εκείνη. Στο λύκο της. Ήταν το συνθηματικό τους. Δεν το είχε αναφέρει ποτέ σε κανέναν. Δεν το έλεγε παρά μονάχα σε εκείνον…

Είχε βγει στο μπαλκόνι, μα ήξερε ήδη ότι τίποτε δεν ήταν πλέον όπως πριν. Ούτε καν αυτή η καμπουρίτσα.

Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά. Το κοίταξε με δυσπιστία. Σχεδόν με φόβο. Επιτέλους, αύριο κιόλας θα αγόραζε συσκευή με αναγνώριση. Όπως είχε το κινητό της. Μα αυτό παρέμενε βουβό.

Ο λύκος της ήθελε ακόμη τρεις ώρες για να προσγειωθεί. Έλεγξε το ψυγείο και κοίταξε το φαγητό στην κουζίνα. Ήταν σχεδόν έτοιμη. Μπορούσε όποτε ήθελε να ξεκινήσει για το αεροδρόμιο.
Της άρεσαν τα αεροδρόμια. Ταξίδευε από μωρό και τρελλαινόταν για τη μυρωδιά τους, τους διαδρόμους τους, τον κόσμο με τις αποσκευές…

Φόρεσε το πράσινο μεσάτο φουστάνι που τόσο πολύ άρεσε στο λύκο της και χτένισε και πάλι τα μαλλιά της. Θα τα άφηνε κάτω.
Το κινητό, χαμηλωμένο, άρχισε να χτυπά πνιχτά. Σαν να πνιγόταν.
Ήταν το σελάχι.
Δεν θα το απαντούσε.
Είχε ζητήσει άδεια από το γραφείο και τις υποχρεώσεις, είχε ζητήσει άδεια από την παρουσία του. Ήταν δικαίωμά της να μην είναι διαθέσιμη.
Το κουδούνισμα σταμάτησε. Μα όχι για πολύ.
Χαμηλωμένο πάντα, χτυπούσε και χτυπούσε με ήχο βραχνό.
Το κοιτούσε σαστισμένη, μαρμαρωμένη.
Και τότε ένα μήνυμα, Δούρειος Ίππος, τρύπωσε μέσα στη συσκευή της:
«Πρέπει να σε δω!»

Το διάβαζε σαστισμένη, μαρμαρωμένη.

Κοίταξε το ρολόι. Ο λύκος της ήθελε ακόμη δύο ώρες και σαράντα λεπτά για να προσγειωθεί.
«Καλύτερα να φεύγω τώρα!» σκέφτηκε, έκλεισε σχεδόν όλες τις πόρτες και τα παράθυρα και φόρεσε τα παπούτσια της. Καθώς έπιανε τα κλειδιά και την τσάντα της, θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει το κινητό της στον καναπέ.
Ανοίγοντας την πόρτα, βρέθηκε στον σκοτεινό βυθό του πελάγους.
Εκεί, δίπλα από την πόρτα του ναυαγισμένου ασανσέρ, πάνω από κάτι βράχια σε σχήμα σκαλοπατιών, την περίμενε το σελάχι.

«Πρέπει να σε δω, τώρα!» της είπε και όρμησε μέσα στο διαμέρισμα.
[14ο απόσπασμα],[15ο απόσπασμα]

Monday, July 9, 2007


Λουζόταν ένας μαύρος σε μια λίμνη
που ήταν σαν ένα μάτι γαλανό,
που είχε για κόρη του τον μαύρο

ανώνυμος Άραβας ποιητής
του 16ου αι.


[Δυστυχώς μόνο αυτά τα στοιχεία διαθέτω. Το άκουσα πριν από χρόόόόόόόνια στο 3ο πρόγραμμα, το σημείωσα και από τότε το μεταφέρω από σημειωματάριο σε σημειωματάριο,
αγαπημένη εικονοαποσκευή...]

Sunday, July 1, 2007

Το πουλί με τα χρωματιστά φτερά



"Εγκαινιάζω", τέλος πάντων, μια νέα σειρά. Είναι παλιά παλιά μου κείμενα που ξαναβρίσκω στο προσωπικό μου σεντούκι. Τα περισσότερα είναι γραμμένα από κάποια που μου έμοιαζε, μάλλον, άλλα ανήκουν σε μια Ζωή που πια δεν υπάρχει... Θα ξεχωρίσω κάποια, πιο σύντομα, πιο εκτενή, περισσότερο για να δω και εγώ ξανά αν και τι εξέλιξη υπήρξε... Ίσως να σας αρέσουν κάποια... σας έχω εμπιστευτεί ήδη τόσες μου σκέψεις... νιώθω αρκετά πιο άνετα και λέω να προχωρήσω ένα βήμα παραπάνω...


Την επόμενη φορά θα ρίξω όλα τα φτερά μου.
Δε θα κελαηδώ, ούτε θα πετάω.
Θα μένω ακίνητο σαν ένα πουλί από πέτρα, ένα πετρωμένο πουλί.
Αλλά όχι σαν κανένα ωραίο, με σώμα μάλλον άσχημο, του οποίου μια μάγισσα του πήρε ό,τι χάρισμα διέθετε.

Και έτσι σαν άσχημη πέτρα με μορφή πουλιού πιθανότατα να με πετάξουν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στη θάλασσα, όπως συνηθίζουν να κάνουν τα παιδιά με τις πέτρες, όπως κάνεις και εσύ.

Ίσως πάλι κάποιος να με χώσει στην τσέπη του, κάποιος που απλά του αρέσουν οι πέτρες. Και παρόλο που εγώ θα συνεχίζω να είμαι πάντα ένα πουλί, εκείνος θα με αγαπήσει όπως αγαπούν τις πέτρες: απλά και εύκολα.
[1993]