Tuesday, April 27, 2010

ένα ευρώ και κάτι ψιλά


Η μυρωδιά ήταν δυνατή. Φρέσκο ψωμί, ζεστό και τραγανό. Η πείνα μεγάλη. Είχε να φάει από χθες το απόγευμα και ήταν ήδη επτά και μισή της επομένης. Ήταν βιαστική έπρεπε να φτάσει σε κείνο το σπίτι στις οκτώ και τέταρτο αλλά η μυρωδιά την είχε κόλλησε τώρα εκεί στην είσοδο του φούρνου.
-Θες κάτι γιαγιά; άκουσε μια φωνή να τη ρωτάει από μέσα, νεαρή φωνή, καθαρή μα απρόσωπη.
Δε μίλησε. Έκανε δυο βήματα παρακεί και χτύπησε με το χέρι το ρούχο της. Η δεξιά τσέπη κουδούνισε ελαφρά. Έβαλε το χέρι και μάζεψε ένα ένα τα σπόρια-κέρματα.
'Ενα ευρώ και κάτι ψιλά ήταν. Χαρτονόμισμα κανένα.
Δίλημμα: ή έπαιρνε λίγο ψωμί τώρα και πήγαινε με τα πόδια, καθυστερώντας όμως έτσι στα σίγουρα, ή αγόραζε το εισιτήριο που της έλειπε και πήγαινε στη στάση. Αναστέναξε.

Ένα ευρώ και κάτι ψιλά. Όσες φορές κι αν τα κοίταζε, όσες φορές κι αν τα έριχνε στην τσέπη της και τα έβγαζε πάλι δεν άλλαζε τίποτε. Ίσα ίσα που κάποια στιγμή το ένα δεκαρικάκι σκάλωσε σε κάποιες κλωστές που περίσσευαν μέσα στην τσέπη και σαν να το έχασε για λίγο.

'Ενα ευρώ και κάτι ψιλά. Αυτό της είχε πλέον απομείνει και έπρεπε να περιμένει μέχρι το απόγευμα που θα της μετρούσε η κυρά το μεροκάματο. Αν της το μετρούσε κι αυτό. Δυσκολεύομαι, της είχε πει τις προάλλες, όταν γύρισε από το ακριβό κομμωτήριο της γωνίας από το οποίο γύρισε αγνώριστη και με πλουμιστά νύχια.

-Κάνε στην άκρη χριστιανή μου, της είπε ένας βιαστικός και την έσπρωξε την ώρα που ξανάκρυβε το θησαυρό της στην τσέπη. Κάτι κουδούνισε στο πεζοδρόμιο και τσούλησε μακρυά. Έντρομη ξανάβγαλε τα κέρματα και τα μέτρησε, μα ήταν ανώφελο: όλες τις φορές απλώς τα κοίταζε χωρίς να τα μετράει. Τουλάχιστον το ευρώ ήταν ακόμη εκεί. Δικό της.

Πήγε άλλο ένα βήμα πιο κει και κοίταξε απέναντι στη στάση. Ο κόσμος μυρμήγκιαζε, πάλι δεν θα είχε λεωφορείο, ποιος ξέρει. Πήγε άλλο ένα βήμα και πάλι κατά το φούρνο. Μουρμούριζε. Ένα ευρώ και κάτι ψιλά. Ένα ευρώ και κάτι ψιλά.

[Θυμήθηκε ή νόμιζε πως θυμήθηκε τα όνειρά της, αραχνιασμένα και σκοροφαγωμένα, πατσαβούρες ριγμένες στη γωνία]
Και τότε θύμωσε. Πήρε μια ανάσα και αργά αργά ανέβηκε τα δυο σκαλάκια του φούρνου.
-Καλώς τηνε, καλημέρα, της είπε η ίδια νεαρή φωνή. Σαν να είχε γλυκάνει τώρα.


Έφτασε σχεδόν ένα τέταρτο αργότερα στο σπίτι και βρήκε εκεί την κυρά να καπνίζει και να χειρονομεί μιλώντας δυνατά έξω στο μπαλκόνι στο κινητό της. Ούτε που την πήρε χαμπάρι. Ήσυχα ήσυχα, όπως σε όλη τη ζωή της, πήγε στο αποθηκάκι και φόρεσε την ποδιά της. Μάζεψε καλύτερα τα μαλλιά της και σήκωσε τα μανίκια της. Σε λίγο άκουσε την εξώπορτα να χτυπά και τα τακούνια να απομακρύνονται νευρικά.

Χαμογέλασε. Στη τσέπη της είχε ένα κομμένο κομμάτι ψωμί. Ήταν ακόμη ζεστό και πάντοτε τραγανό. Το έβγαλε και δάγκωσε με την καρδιά της άλλη μια μπουκιά.
Και μετά ρίχτηκε στη δουλειά της. Αμίλητη μα ευτυχισμένη. Αόρατη για τους περισσότερους και μη σημαντική.

Ένα ευρώ και κάτι ψιλά.
Η ζωή της όλη.

Friday, April 23, 2010

Το θηρίο ξυπνάει...



Αργά μα σταθερά το θηρίο ξυπνά και πάλι μέσα μου...

Τα αυτιά ορθώνονται και η μύτη υγραίνεται σιγά σιγά καθώς οσφραινόμαστε τον αέρα.
Το θηρίο και εγώ.

Τα μάτια ανοίγουν με τις κόρες έτοιμες να πιουν το φως, να ξεδιψάσουμε από το πολύμηνο σκοτάδι.
Το θηρίο και εγώ.

Γλειφόμαστε, η πείνα ανείπωτη μετά το ατελείωτο ζευγάρωμα μέσα του, μέσα μου.
Το θηρίο και εγώ.

Τα νύχια μου είναι έτοιμα, και τα δόντια μου γυαλίζουν καθώς ουρλιάζω και πάλι.
Το θηρίο εγώ.