Thursday, June 28, 2007

Πάρνηθα



Ήταν ανήσυχη όλο εκείνο το πρωινό. Η γέρικη καρδιά της μάλλον δεν τη γελούσε, κάτι κακό την περίμενε...

έσερνε τα πόδια της όπως αιώνες τώρα, τραβούσε για να βρει δροσιά...

Το χορτάρι σήμερα είχε άλλη γεύση. Πικρή και πικραμένη. Σαν να παραπονιόταν. Να έφταιγε μοναχά ο καύσωνας που τους ταλαιπωρούσε όλους τόσες μέρες; Να έφταιγε η γέρική της καρδιά που, σφουγγάρι διψασμένο, ρουφούσε κάθε εικόνα, κάθε ήχο, κάθε μυρωδιά;


έσερνε τα πόδια της όπως αιώνες τώρα, κουνούσε το κεφάλι της με απελπισία, μα επέμενε...


Ο αέρας ήταν ξηρός, ο ήλιος αδυσώπητος, τα δέντρα είχαν στενέψει τις σκιές τους, λες και φοβόντουσαν μη χάσουν επιπλέον δροσιά. Τόσο τσιγγούνικα είχαν γίνει, που αν μπορούσαν θα ξάπλωναν εκείνα μονάχα κάτω από την ίδια τους την δροσιά.

έσερνε τα πόδια της όπως αιώνες τώρα, μα το χώμα σήμερα -καυτό, στεγνό, αφιλόξενο- σαν να την απόδιωχνε...

Τα έβλεπε που έτρεμαν, τα δέντρα, που ριγούσαν πανικόβλητα, εκείνη είχε τα πόδια της, γέρικα, κυρτά και κουρασμένα, όμως είχε μέλη κινητά και όχι στερεωμένες ρίζες.

Δοξα τω Θεώ, μπορούσε κι έσερνε ακόμη τα πόδια της όπως αιώνες τώρα, κι όμως κάτι φαινόταν λάθος...


με το πρώτο κρακ γύρισε το κεφάλι, είχε δίκιο, το ένα μετά το άλλο τα δέντρα χάνονταν μέσα στις πύρινες γλώσσες του θηρίου, έγερναν νικημένα, βογγούσαν σιωπηλά, χάνονταν μέσα στις αέρινες μάζες της ατμόισφαιρας, στάχτη, φύλλα και κορμοί, χυμοί και τζιτζίκια, νεοσσοί και χαραγμένες καρδιές ερωτευμένων, φιλιά και αναστεναγμοί σε κουβέρτες κάτω από απλωτά περήφανα κλαδιά, γέλια και φωνούλες μικρών παιδιών, μοναχικές σκέψεις οδοιπόρων, αμήχανα σώματα αμάθητα στη φύση, ταπεράκια και κεφτέδες εκδρομέων, σκουπίδια χαζοχαρούμενων πρωτευουσιάνων... όλα μαζί, τώρα ένα τίποτα. Μονάχα ένα κρακ και μετά στάχτη.

[...]

Μέρες μετά ένας χαζοχαρούμενος δημοσιογράφος θα κράδαινε μπρος στο φακό το άδειο καύκαλό της.

"Αυτή ήταν κάποτε μια χελώνα, γιατί;"

Νούμερα τηλεθέασης, δάκρυα πλαστικά ανακυκλούμενα.

Τώρα για τη χελώνα.

[που έσερνε τα πόδια της όπως αιώνες τώρα... μα πια είχε περάσει απέναντι, στον κόσμο των αιώνων...]

Ίσως και για το χαμένο παιδί, την απατημένη σύζυγο, την χαμένη στο τηλεπαιχνίδι, την χρεωμένη κάρτα, το χαμένο γκολ, την απίθανη μοντέλα...

ΔΙΑΚΟΠΗ ΓΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ


[ζητώ συγγνώμη. Αλλά ποτέ, ποτέ, ποτέ δεν θα συνηθίσω το κακομαθημένο παιδί που χτυπά τη μάνα του, εμάς που πληγώνουμε τόσο αυτόν τον τόπο που μας ανέχεται. Πάρνηθα, συγγνώμη...]

-Κι όμως, στο μεταξύ μαίνεται η πυρκαγιά...-

Tuesday, June 26, 2007

Η ΜΥΓΑ



Φαινόταν πρασινόμαυρη, έτσι όπως γυάλιζε στον ήλιο. Μαύρη αλλά με πράσινες ανταύγειες, του θύμιζε λίγο μια σταγόνα πετρελαίου.

Η πετρελαιοκηλίδα τότε, είχε καταστρέψει μια από τις καλύτερες παραλίες του νησιού. Χρόνια μετά ακόμη γέμιζε πίσσα όταν περπατούσε ξυπόλητος …

Με τα τεράστια σύνθετα μάτια της, γυαλιά ηλίου καλειδοσκοπικά, τον κοιτούσε. Πρέπει να τον έβλεπε, όπως χαιρόταν ο ίδιος τις εικόνες του πλανηταρίου, σαν έναν ουράνιο θόλο γύρω από το κεφάλι της. Μονάχα που εκείνος στις προβολές τον περιεργαζόταν σημειακά και ένιωθε την καρδιά του να χτυπά μέσα σε αυτήν τη μισή σφαίρα. Αντίθετα ετούτη εδώ θα τον έβλεπε όλον, ταυτόχρονα, στο θόλο του κεφαλιού της.

Καθόταν ακίνητος. Ανοιγόκλεινε ελάχιστα τα μάτια του και η αναπνοή του έβγαινε μετρημένη: έτσι έπρεπε, εκείνος γι αυτήν ήταν ένας ζωντανός και επικίνδυνος ορεινός όγκος, του οποίου οι διαθέσεις έπρεπε να νιώσει και να καταλάβει.
Σιγά σιγά εκπνοή, μόνο μη νιώσει τίποτε το μικρό αυτό έντομο και πετάξει.
Πάνω στο τζάμι, τόσο κοντά του, με το φως ευνοϊκό ένιωθε μπροστά στην προθήκη ενός μουσείου.

Όχι, όχι όπως στο ερπετάριο του ζωολογικού κήπου στο Μόναχο, εκεί που χάζευε και χάζευε τα ακίνητα ιγκουάνα, καρδιοχτυπούσε για μια ανεπαίσθητη κίνηση.
Καθόταν ακίνητος. Άγαλμα. Και παρατηρούσε.


Θυμήθηκε τη Βασιλική. Το πρώτο τους φιλί, εκείνο το βράδυ στην ακρογυαλιά. Είχαν σοβαρέψει τότε κι οι δύο. Το ένα χέρι σφιχτά μέσα στο άλλο. Τα χέρια τους αγαπιόντουσαν για ώρα αμίλητα, σμιχτά.
Θυμόταν και πάλι εκείνη τη γλυκιά δίνη, το πρόσωπό της καθώς χαμογελούσε στα κύματα. Δεν τον κοιτούσε, όλα του τα έλεγαν, του τα έδειχναν, του τα μαρτυρούσαν εκείνα τα πέντε δάχτυλα. Πλεγμένα μες τα δικά του.
Και τότε γύρισε και τον κοίταξε. Του φάνηκε ότι εκείνο το γύρισμα κράτησε ώρα, μια ανατολή ολόγιομου φεγγαριού μες το δειλινό, μαλλιά που φωτίζονταν από το πρόσωπό της, μια επίγεια Σελήνη, η θεά Αστάρτη, η Βερενίκη με την αστραφτερή της κόμη, η Βασιλική.
Ένιωσε την έλξη της, τον κυριαρχούσε, Σελήνη που ρυθμίζει την παλίρροια, ο πόθος του μια πλημμυρίδα, ασυγκράτητη, ορμητική, έγινε δορυφόρος της Σελήνης, μικρός κομήτης με τροχιά επάνω της, τα χείλη ενώθηκαν, το πρώτο τους φιλί.


Η μύγα έτριβε τα πίσω της πόδια, ξανά και ξανά.

Ξανά και ξανά, όλες οι εικόνες από τις τελευταίες διακοπές τους έπεφταν η μία μετά την άλλη μπροστά στα μάτια του, τρισδιάστατες εικόνες, σαν αυτές που έβλεπε μέσα από το κόκκινο viewmaster. Αχ, τι απίθανο παιχνίδι κι αυτό, του το είχε φέρει ο νονός του μαζί με έναν τόμο για την ελληνική μυθολογία. Κόκκινος και ο τόμος…

Η μύγα σα να ξεθάρρεψε, περπατούσε αργά στο τζάμι.

Έστεκε στο τζάμι και την περίμενε, είχε αργήσει, τα φώτα του δήμου για κάποιον λόγο δεν τα είχαν ανάψει και ανησυχούσε. Η φωνή της στο τηλέφωνο είχε ακουστεί μουντή και κοφτή, τα μάτια της τον τελευταίο καιρό μουντά με κοφτές ματιές, που έσβηναν με παράπονο δίπλα του, όχι επάνω του. Τα χέρια του ορφανά, ένιωθαν κρύο χωρίς το αγκάλιασμα των δικών της. Η Σελήνη του πια σε έκλειψη, και εκείνος με τη σιγουριά του τέλους.

Η μύγα βαρέθηκε, άρχισε να χτυπά επάνω στο τζάμι, πάλι και πάλι… «Να βγω, να βγω… αφήστε με επιτέλους!»

Την κοιτούσε καθώς έβαζε τα λιγοστά της πράγματα μέσα στη σακ-βουαγιάζ… Λίγα ρούχα, βιβλία, μπογιές και παρτιτούρες. Τελευταίο πήρε το κλαρινέττο της, το έλυσε με αγάπη, [εκείνος της ζητούσε κάθε φορά να του παίξει και της το ετοίμαζε όποτε την περίμενε να γυρίσει] και προσεχτικά, όπως τακτοποιούμε ένα μωρό στην κούνια, το βόλεψε στη θήκη του. «Να φεύγω, επιτέλους...» του είπε.

Η μύγα τώρα τα είχε βάλει με τα μαλλιά του, ζουζούνιζε γύρω του, τώρα πια ήταν ένα μαυριδερό ενοχλητικό έντομο.

Tα είχε θαλασσώσει. Για μιας στιγμής ανοησία, είχε χάσει την εμπιστοσύνη της. Δεν του φώναξε, δεν τον διεκδίκησε, δεν απαίτησε τίποτε. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει πίσω τα κομματάκια της ζωής της και να γυρίσει στον δικό της μικρόκοσμο. Εκεί που ένιωθε σίγουρη, εκεί που ο ήχος από τις μοναχικές τενούτες του κλαρινέττου της της έδιναν το στέρεο πάτημα που της έλειπε.

Δεν μπόρεσε να την ξαναδεί. Πήγε στην ουράνια αδελφή της, χάθηκε στην αθέατη πλευρά της. Από τότε εκείνος δεν ξαναείδε πανσέληνο. Χωρίς τη Βασιλική, δεν είχε πια νόημα το φεγγάρι.


Δεν είχε πια νόημα, όπως κι αν την κοιτούσε τώρα πια δεν ήταν παρά μια μύγα. Μια κοινή μύγα.

Πήρε την εφημερίδα. Με ένα χτύπημα. Στο τζάμι μια μαυριδερή μουτζούρα. Θεέ μου, δεν άντεχε τις μύγες!

Sunday, June 24, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [12ο απόσπασμα]


marc chagall - bay of angels



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα],
[10ο απόσπασμα], [11ο απόσπασμα]

Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας του. Τακτοποιούσε, πάντοτε τακτοποιούσε. Άλλες φορές κάτι έγγραφα, τώρα κάτι φακέλους. Παράλληλα μιλούσε στο τηλέφωνο και όταν πήγε να φύγει της έκανε νόημα να μπει και να περιμένει.
Προχώρησε αργά προς το μέρος του.

Με τα μάτια της, μιας και δεν επέτρεπε στα χέρια της να τον αγγίξουν, ψηλάφιζε αργά, προσεκτικά και τρυφερά το πρόσωπό του. Ήταν το όμορφο μέτωπό του, που μαρτυρούσε χρόνια και δυσκολίες, η σίγουρη και αιχμηρή του μύτη που του έδινε μια απίστευτη σιγουριά στην έκφραση, το στόμα του, που άνθιζε τόσο συχνά: ένα εγκάρδιο ευωδιαστό λουλούδι. Μα πάνω απ’ όλα ήταν τα σελαχίσια μάτια του, που σάλευαν κάτω από τα σκούρα του φρύδια. Αυτά τα μάτια, των οποίων ακόμη αδυνατούσε να αιχμαλωτίσει το χρώμα τους. Ίσως να έφταιγε αυτή η μεταλλική λάμψη, ίσως το βάθος τους που ρουφούσε τις σκέψεις της.
Ένα πρόσωπο αγκαλιά ανοιχτή…

Τώρα είχε τελειώσει το τηλεφώνημα και την τακτοποίηση. Της χαμογελούσε συνεχώς και ένιωθε μικρό κορίτσι, έτσι ακριβώς όπως την αποκαλούσε συχνά. Ήταν ενθουσιασμένος, η δουλειά τους είχε πάει καλά, φαινόταν λίγο κουρασμένος αλλά ευδιάθετος.
Και τότε την φώναξε κοντά του, ένα μικρό παιδί που γυρνώντας στο σπίτι θέλεις να το σφίξεις και να το ταχταρίσεις.

Τον κοιτούσε σαστισμένη, ξαφνικά είχε μαρμαρώσει.

Είχε μόλις δυο μέρες να τη δει και την ξάφνιαζε με αυτές τις φευγαλέες γλυκές επιθέσεις προσέγγισης: με κάθε ευκαιρία, πότε την ακουμπούσε στην πλάτη, πότε της έπιανε το χέρι, πότε την τραβούσε κοντά του, πότε καθόταν σμιχτά δίπλα της και την έσπρωχνε γελώντας ξέγνοιαστα. Και τώρα νάτος πάλι, επίμονος, ανυπόμονος «μα έλα επιτέλους κοντά μου, να σε φιλήσω» της είπε.

Τον κοιτούσε σαστισμένη, μαρμαρωμένη.

Είχε ήδη δύο ολόκληρες μέρες, σαράντα οκτώ ατελείωτες ώρες να τον δει, ένιωθε την ένταση στα μάτια και τα χείλη της και νάτος, έστεκε τώρα με τα χέρια απλωμένες φτερούγες και την καλούσε με επιμονή κοντά του.
Όταν το σελάχι επιτίθεται τα πάντα διαρκούν δευτερόλεπτα: προτού το καταλάβει ήταν μπροστά της, είχε τυλίξει τα φτερά του γύρω της και έτσι γρήγορα, απλά, σίγουρα τη φίλησε λίγο πιο πάνω από τη βάση του λαιμού της. Στα αριστερά.

Κι έτσι αυθόρμητα και ευγενικά τη δρόσισε με το φιλί του και απομακρύνθηκε.

Και σήκωσε το τηλέφωνο που χτυπούσε, αφήνωντάς την σαστισμένη και μαρμαρωμένη.

«Τι μου συμβαίνει», σκεφτόταν καθώς προσπαθούσε να συντονίσει τις κινήσεις της για να βγάλει από την τσάντα τα κλειδιά της.
Τα πάντα έμοιαζαν να έχουν ρουφηχτεί από μια περίεργη χρονική δίνη, τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν ώρες, τα μισάωρα στιγμές.

Μπαίνοντας στο σπίτι δεν της έκανε καθόλου εντύπωση που άκουγε κύματα να σκάνε, βοτσαλάκια να κατρακυλάνε… Από τα ράφια κρέμονταν φύκια που κινούνταν από τα αέρια ρεύματα μιας ύπουλης πλημμυρίδας.
Το όνειρο. Η πλυμμυρίδα, το δάσος της.
Το δάσος της;
Στο πάτωμα έβλεπε κοχύλια και μικρούς αστερίες μισοκρυμμένα στην άμμο. Πίσω από κάτι γκρίζα βράχια είδε τον καναπές της να έχει γεμίσει πεταλίδες, στη γωνιά της ένας μικρός χρυσός παλιός καθρέφτης. Με μια βουτιά βρέθηκε κοντά του και άπλωσε το χέρι της να τον πιάσει.
Ήταν σφυρήλατος και είχε μια μικρή αλλά περίτεχνη λαβή. Πρέπει να ήταν το απομεινάρι από κάποιο παλιό ναυάγιο, κοίταξε τριγύρω αλλά είχαν μαζευτεί κάτι μικρά κοπάδια από ασημένιες σαρδέλες και ξεχάστηκε μαγεμένη από τη συγχρονισμένη τους κίνηση.
Μετά από λίγο τον έπιασε στο χέρι και κοιτάχτηκε. Στο πρόσωπό της διέκρινε μια περίεργη έκφραση. Τα μάτια της φαινόντουσαν πιο μεγάλα και πολύ πιο σκούρα, το στόμα της πιο κόκκινο από άλλες φορές, ή μήπως τα μάγουλά της ήταν πιο χλωμά;, και ο λαιμός της έφεγγε από ένα μικρό ασημένιο στολίδι, λίγο πιο πάνω από τη βάση του λαιμού της. Στα αριστερά.
Ακουμπώντας το ένιωσε δυο μάτια να την καρφώνουν από κάπου τριγύρω.
«Αχ, σελάχι μου», σκέφτηκε.

Το πρωί μετά το ντους σκουπίστηκε καλά καλά με την πετσέτα.
Τα μαλλιά της είχαν ακόμη λίγη άμμο, αλλά με το στέγνωμα και το βούρτσισμα δεν μπορεί, θα καθάριζαν επιτέλους.
Μονάχα ο λαιμός της της έδινε συνεχώς την εντύπωση ότι σε ένα σημείο ήταν ακόμη βρεγμένος. Όσο κι αν τον σκούπιζε είχε συνεχώς την ίδια αίσθηση. Απορημένη κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τρόμαξε: επάνω στο δέρμα της είχε χαραχθεί το περίγραμμα ενός μικρού σελαχιού. Λίγο πιο πάνω από τη βάση του λαιμού της. Στα αριστερά.

[13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Sunday, June 17, 2007

M+Z [4] - 4ο απόσπασμα



[1ο απόσπασμα]
[2ο απόσπασμα]
[3ο απόσπασμα]

Και τότε ξαναξύπνησε μέσα του η εικόνα του ακατοίκητου νησιού με την απέραντη παραλία, και τους πολλούς πολλούς σαν πιγκουίνους στριμωγμένους ανθρώπους με τους καφέ χιτώνες, μόνο που τώρα αναγνώριζε τα πρόσωπά τους, λες και στο μεταξύ είχαν μεγαλώσει, να ο Νίκος με τη Θάλεια, η Λένα με τον Γιώργο και τον Δημήτρη, η Ιωάννα με τον Νικήτα, ο Στέλιος με τη Φωτεινή, η Ελεονόρα με τον Σπύρο, τη Δέσποινα, την Ελένη, έναν έναν τους αναγνώριζε όλους, ακόμη κι αυτούς που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει, στροβιλιζόταν ανάμεσα στα σώματα και τις ψυχές τους, ενώ στα αυτιά του είχε ήδη αρχίσει να ακούγεται το ανατριχιαστικό σφύριγμα του κεραυνού που θα τους διαπερνούσε όλους σαν μια μακριά κόκκινη κλωστή και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα θα τους μετέτρεπε σε λόφους άμμου.

«Λοιπόν» του είπε η Ζωή καθώς οι χρυσοπράσινοι κάνθαροι επέστρεψαν και πάλι γύρω από τον λαιμό της, «ξέρεις ότι σου έχω εμπιστευτεί τα παιδιά μου». Την κοίταξε στα μάτια κι αυτά τώρα είχαν αποκτήσει ένα βαθύ μπλε χρώμα, λες και τα είχε φιλήσει ο Ποσειδώνας, «πρέπει να επιστρέψεις στις σήραγγες του νου σου, αυτές που βρίσκονται βαθιά μέσα στο αιώνιο σώμα μου, να σκάψεις κι άλλο, μέχρι που θα συναντήσεις τον σκελετό με το ένα λιγότερο πλευρό, εκεί κοντά του θα βρεις τα μέλη της συντρόφου του, με το δεξί χέρι να κρατά το απολιθωμένο μήλο, τότε θα ξέρεις ότι έχεις βρει την αρχή που τόσο σε κατατρέχει, το άλεφ του ανθρώπινου είδους, που πάντοτε με αψηφά και με προδίδει, εκεί θα πρέπει να βρεις την απάντηση για ό,τι ζητάς, εκεί θα βρεις το κλειδί που θα σώσει τα παιδιά μου, και σένα, από τον κεραυνό».

Στην τελευταία λέξη ανατρίχιασε, η στιγμή που φοβόταν είχε φτάσει, η Ζωή ζητούσε τώρα το αντάλλαγμά της για το πικρό δώρο που του είχε χαρίσει…
Δεν είχε ζητήσει εκείνος να μπορεί να διαβάζει τους άλλους, δεν είχε θελήσει να εξηγήσει τον κόσμο, όμως ποτέ δεν είχε αποδεχθεί και το γεγονός ότι όπως γεννιόμαστε χωρίς να το ζητήσουμε έτσι και γεννιόμαστε χωρίς να αναγνωρίζουμε πάντοτε την αποστολή μας.

Κοίταξε τη Ζωή.
Για άλλη μια φορά θαύμασε τη δύναμη που έρρεε ορμητική από την ήρεμη μα στέρεη μορφή της, το σαν φωλιά κεφάλι της, το γήινο φόρεμά της, τα χέρια που αγκάλιαζαν τα λόγια που είχε εκστομίσει και πετούσαν σαν πυγολαμπίδες ανάμεσα στα κλαδιά του κήπου.

Έσκυψε και τον φίλησε στο στόμα. Ένα φιλί σαν πνοή ανέμου, όλα απάνω της θρόιζαν από έναν άνεμο που έπνεε μονάχα επάνω της. Γύρω γύρω νηνεμία και πάνω της ο Αίολος να της χαιδεύει το πρόσωπο, το σώμα, τη ματιά της…

Ένιωθε μια ζήλεια, που το φιλί είχε επιδεινώσει.

«Πήγαινε» του είπε, περνώντας στον αριστερό αντίχειρα ένα δαχτυλίδι.

[επόμενο απόσπασμα, από Μάρκο]
[6ο απόσπασμα - από Ζωή]
[7ο απόσπασμα - από Ίκαρο]

Wednesday, June 13, 2007

H ΣΥΛΛΟΓΗ


Μάζευε ανθρώπους, όπως άλλοι γραμματόσημα, νομίσματα, πέτρες, κοχύλια…

Μάζευε «καρδιές», τις έβρισκε παντού… κάτω από χορταριασμένα βλέμματα, πίσω από παγωμένα χαμόγελα, συνοφρυωμένα φιδίσια φρύδια, ανοιχτά σαν αγκαλιές χαμόγελα, μύτες πεταχτές σαν πύργους, μάγουλα ροδοκόκκινα ή χλωμά σαν το φεγγάρι, κάτω από ψέμματα, δίπλα από κολλημένα στο πάνω χειλάκι ψιχουλάκια, μέσα σε γάργαρα γέλια και σε δάκρυα αρμυρά...

Και κάθε φορά απορούσε, εκπλήσσονταν ευχάριστα, κοίτα πόση ομορφιά, Θεέ μου, αναλογιζόταν, κοίτα πόση διαφορετική ομορφιά, αληθινή και γήινη, σαν τα βότσαλα στην ακροθαλασσιά, ούτε μία ολόιδια με την άλλη, ούτε μία τελικά καλύτερη από την άλλη, όλες πραγματικές, όλες ουσιαστικές, ακόμη κι όταν οι ίδιες το αγνοούσαν…

[Ευχαριστώ τον helorus που με το post του με έκανε, πριν κλείσω επιτέλους την ημέρα μου, να γράψω αυτές τις γραμμές.]

Sunday, June 10, 2007

χωρίς υπόθεση


Κοίταξε το ρολόι. Ήταν ήδη τέσσερις και τέταρτο αλλά δεν έλεγε να φανεί. «Μέχρι τις τρεισήμισι θα έχω περάσει οπωσδήποτε» τον είχε διαβεβαιώσει.

Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα και ακόμη πουθενά. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω στον δρόμο. Άνθρωπος δεν φαινόταν, ούτε αυτοκίνητο. Ούτε κι εκείνη.

«Δεν θα έρθει» σκέφτηκε και κίνησε κατά την εξώπορτα. Έβαλε παπούτσια, φόρεσε μια ζακέτα και πήρε τα κλειδιά. Κλειδώνοντας θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει το κινητό του. «Καλύτερα έτσι, θα χτυπά και δε θα με βρίσκει…»

Στο δρόμο ένιωσε να αναπνέει ξανά. Άνοιξε το βήμα του και προσπάθησε να περπατήσει όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Δεν τα κατάφερνε. Δεν μπορούσε να συντονίσει τα χέρια και τα πόδια του, ώστε να δείχνει πράγματι αδιάφορος. Πότε το ένα χέρι, πότε το ένα πόδι, σαν να κοκκάλωνε, σα να σκόνταφτε, πότε είχε την εντύπωση ότι είχαν μακρύνει, πότε ότι είχαν κοντύνει. Πότε το παπούτσι το δεξί ‘έμοιαζε γεμάτο πέτρες, πότε το παντελόνι δεν καθόταν καλά, το εσώρουχο σαν να τον πίεζε και η ράντα της φανέλας έμοιαζε να είχε ξεχειλώσει.
Σταμάτησε τρία σπίτια πιο κάτω.
Κανείς δεν τον είχε φωνάξει. Κανείς δεν ήρθε τρέχοντας κοντά του να τον διαβεβαιώσει ότι το σύμπαν ολόκληρο είχε συνωμοτήσει εναντίον της την είχαν καθυστερήσει.
«Γιατί το σκάω;» σκέφτηκε.
Έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω.

Στο διαμέρισμα βρήκε το κινητό του με φωτισμένη οθόνη. Κείτονταν στο τραπεζάκι του σαλονιού. Έτρεξε να το πιάσει.
Ένα μήνυμα: «Σας υπενθυμίζουμε ότι σήμερα λήγει…»
Το πέταξε στον καναπέ.
Άνοιξε το κρασί που πάγωνε στο ψυγείο κι έβαλε ένα ποτήρι.

«Δεν ήρθε» σκέφτηκε. Αυτό. Αυτό μόνο. «Δεν ήρθε».
Και ήπιε το ποτήρι του μονορούφι.

Wednesday, June 6, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [11ο απόσπασμα]



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα]
[10ο απόσπασμα]

Το βράδυ είχε πάρει την απόφασή της.
Θα πήγαινε να βρει τον λύκο της. Κοιτούσε πάντοτε το λακωνικό του σημείωμα και χαμογελούσε. Χαμογελούσε γιατί ήξερε ότι τον αγαπούσε, ένιωθε κιόλας να της λείπει, ήταν ήδη δύο τα ξημερώματα, εκεί που ήταν εκείνος θα ήταν δώδεκα αλλά δεν της έκανε καρδιά να τον αναζητήσει. Καλύτερα να τον άφηνε να κοιμηθεί, σήμερα θα είχε εξαντλητικό ωράριο, το πιο πιθανό ήταν ότι θα κοιμόταν ήδη. Τον φαντάστηκε κοιμισμένο με τα υπέροχα μάτια του σκεπασμένα από τα βλέφαρα που τόσες φορές είχε φιλήσει και ένιωσε ένα ρίγος.
Ξάφνου χτύπησε το τηλέφωνο. Μια φορά. Και άλλη μία. Τινάχτηκε να πάει να το πιάσει. Μα δεν το πρόλαβε… «Να πάρει» σκέφτηκε, πότε επιτέλους θα αγόραζε καινούργια συσκευή να μπορεί να βλέπει ποιος την καλεί… Ξάπλωσε στον καναπέ με το βλέμμα πάντοτε στο τηλέφωνο. Εκείνο όμως δεν ξαναχτύπησε. «Λάθος νούμερο» σκέφτηκε, «Λάθος στιγμή για επικοινωνία».

Το πρωί ξύπνησε πιασμένη. Ο καναπές ήταν πολύ μαλακός, το χερούλι του ψηλό και ο αυχένας της πονούσε. τα πόδια της στριμωγμένα και παγωμένα.
Έκανε ένα καυτό ντουζ και όταν βγήκε ένιωθε αρκετά καλύτερα. Αν ήταν εδώ ο λύκος της θα της έτριβε τον πιασμένο αυχένα. Κοίταξε το ρολόι, ήταν ήδη δέκα το πρωί. Αλλά ήταν πρωί Σαββάτου και δεν είχε δουλειά.

«Εισιτήριο», σκέφτηκε και άνοιξε το λάπτοπ να βρει το τηλέφωνο της αεροπορικής εταιρίας που την ενδιέφερε. Το σπίτι μοσχοβολούσε από το άρωμα του πράσινου τσαγιού που κρύωνε στο τραπέζι και το κρουασάν που ζεσταινόταν στην ψηστιέρα. Έβαλε στο στόμα της το κοκκαλάκι που θα έπιανε τα νωπά ακόμη μαλλιά της και έκατσε μπροστά στην οθόνη. Το τηλέφωνο χτύπησε. Το κοίταξε όλο ανυπομονησία. Ήταν ο λύκος της. Ακουγόταν χαρούμενος αλλά κουρασμένος. Την προηγουμένη είχε απανωτές συναντήσεις, το βράδυ δείπνο εργασίας, δοκίμασε να την πάρει, αλλά όταν είδε την ώρα το έκλεισε για να μην την ξυπνήσει. Κουρνιασμένη στον καναπέ του μιλούσε και δεν χόρταινε να τον ακούει, το πρόγραμμά του και σήμερα θα ήταν βαρύ, από την επομένη θα αλάφρωνε αρκετά. «Χαζούλα μου» της είπε και πάλι, «μου έχει λείψει η ήρεμη ανάσα σου όταν κοιμάσαι». Απείχε ελάχιστα από το να του μιλούσε για το σχέδιό της. Αιφνίδια άφιξη, έκπληξη, ο λύκος να την αγκαλιάζει και να της λέει ότι το ’ξερε πως θα τον συναντούσε.

Έτρωγε το πρωινό της με βουλιμία, το πρωί πεινούσε πάντοτε πολύ, ήταν χαρούμενη, στο λάπτοπ το τηλέφωνο της εταιρίας και εκείνη να κάνει νοερά σχέδια για ένα τρελλό Σαββατοκύριακο. Να ζητούσε άραγε και τη Δευτέρα, αναρωτιότανε…
Και τότε ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. «Αδιόρθωτος» σκέφτηκε, «και ευχάριστα προβλέψιμος».
Από το ακουστικό άρχισε να τρέχει αλμυρό νερό. Πριν ακόμη το βάλει στο αυτί της, ήξερε ότι το σελάχι έκανε επίθεση τώρα και στο σπίτι της. Θα περνούσε από εκεί το μεσημέρι, ένα μπέρδεμα που είχε προκύψει, μια προθεσμία που δεν έπρεπε να χαθεί, ένα κείμενο που έπρεπε «να φύγει» το απόγευμα για Κίνα.

Στην οθόνη του λάπτοπ πάντοτε η σελίδα με το τηλέφωνο της αεροπορικής εταιρίας, στο ακουστικό ο επικίνδυνα γοητευτικός βυθός που ανατάραζε τις σκέψεις της και θόλωνε τη ματιά της. Σε λίγο από τα ράφια και από τις κουρτίνες άρχισαν να ξεπροβάλλουν οι άκρες από τα δηλητηριώδη πλοκάμια της μέδουσας. Το σελάχι επιβεβαίωνε τη διεύθυνσή της, άκουσε τον εαυτό της να του λέει ότι θα μπορούσε να παρκάρει άνετα μπροστά από τη δική της θέση πάρκιγκ, το σελάχι βιαζόταν, νευρικό και ανυπόμονο έκλεισε κι εκείνη απέμεινε να κρατά ένα σιωπηλό πλέον ακουστικό στο χέρι.
Τα πλοκάμια την είχαν στο μεταξύ φτάσει, είχαν αρχίσει να τυλίγονται γύρω από τους καρπούς και του αστραγάλους της, ένιωθε και πάλι να την καίνε, σημάδια κόκκινα που την στόλιζαν, επώδυνα κοσμήματα.

Μπροστά από την ντουλάπα, προσπαθούσε να σκεφτεί τι να φορέσει. Διάλεξε μια ξεχειλωμένη μωβ μπλούζα και μια κρεμ φόρμα και προσπάθησε να ισιώσει την αλογοουρά της. Βγαίνοντας στο καθιστικό, έκλεισε το λάπτοπ και άνοιξε τα παράθυρα. Όχι μόνο για να αερίσει. Ο δροσερός αέρας εκείνης της συννεφιασμένης μέρας τακτοποιούσε λιγάκι τις σκόρπιες σκέψεις που είχαν πέσει ανάκατα στο πάτωμα.
Το ρολόι έδειχνε ήδη μία παρά είκοσι, εκείνη καθισμένη στον καναπέ, έγραφε με το στυλό τα ψώνια που έπρεπε να γίνουν. Μία παρά είκοσι, πάει το Σάββατο, σκέφτηκε, πάει η έκπληξη, πάει το ταξίδι.

Και τότε χτύπησε το κουδούνι. Από το θυροτηλέφωνο τον έβλεπε να κοιτά τάχα αδιάφορος κατά τον δρόμο, άχαρο πράγμα τα θυροτηλέφωνα, ποτέ δεν ήξερε πώς έπρεπε να σταθεί μπροστά τους. Κατάδικος προς φωτογράφιση, αισθανόταν όποτε περίμενε να της ανοίξουν.

Το ασανσέρ είχε χαλάσει, αλλά το σελάχι ανέβηκε σφυρίζοντας τους τρεις ορόφους. Φτάνοντας της χαμογέλασε και μπήκε με σιγουριά στο διαμέρισμα. Έκατσε στον καναπέ στην δική της πλευρά, εκεί που πάντοτε εκείνη κούρνιαζε, και η ματιά του εξερευνούσε τον χώρο. Ναι, ευχαρίστως θα έπινε έναν ελληνικό, και με γρήγορες κινήσεις έκανε χώρο στο τραπεζάκι και άνοιξε το λάπτοπ του. Στην ερώτηση γιατί δεν της είχε στείλει ένα e-mail εκείνος απάντησε με μια στραβή ματιά: επρόκειτο για ένα πολύπλοκο κείμενο που τον είχε παιδέψει ήδη αρκετά, έπρεπε να τελειώσουν άμεσα, εκείνη ήταν ικανή και για αυτόν ήταν πάντοτε απόλαυση το να συνεργάζεται μαζί της. Καθώς κάθισε δίπλα του για να κοιτάξει το κείμενο που ήθελε διορθώσεις, ένιωσε τα πλοκάμια να σφίγγουν περισσότερο το αγκάλιασμά τους.
Καθισμένοι κολλητά ο ένας δίπλα στον άλλον ένιωθε τον μηρό του να πιέζει τον δικό της, το βλέμμα του να την πολιορκεί και τη φωνή του να σκαλώνει επάνω στο σώμα της, πότε στο πρόσωπο και πότε στο αυτί, πότε στην κοιλιά της και πότε στον γυμνό της σβέρκο.

Είχε φτάσει πια απόγευμα, το κείμενο ήταν πια σχεδόν έτοιμο αλλά το ταξίδι είχε αναβληθεί, προτού ακόμη οργανωθεί. «Κορίτσι μου, είσαι θησαυρός!» της είπε και της χαμογέλασε. «Θα σε έβγαζα έξω για φαγητό, αλλά με περιμένουν σε ένα γάμο» της είπε και χάθηκε, αφού προηγουμένως της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.

Έμεινε αποσβολωμένη, αυτό το φιλί έκαιγε στο μάγουλό της.

Το βράδυ έλαβε μια ανθοδέσμη: «Σε ευχαριστώ πολύ». Χωρίς υπογραφή, αλλά το μπιλιετάκι ήταν μουσκεμένο από θαλασσινό νερό.

[12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα],
[15ο απόσπασμα]

Sunday, June 3, 2007

Για τη Λυδία μου


Τα μάτια της μικρής αναζητούσαν τα δικά της.
Πονούσε πολύ και ζαλιζόταν, το φάρμακο έρρεε αργά και σταθερά, το κρεβάτι είχε πάρει πια κατακόρυφη θέση, ένιωθε να φεύγει και να γλυστράει, οι τοίχοι, μαλακοί σαν φουσκωτοί άλλαζαν συνεχώς διαστάσεις, το ταβάνι μια άσπρη μάζα, το μπιπ του μηχανήματος εφιαλτικά δυνατό στα ταλαιπωρημένα της τύμπανα, καμπάνες μητροπολιτικού ναού και εκείνη μέσα τους, κολλημένοι στο μέταλλό τους να νιώθει τις δονήσεις.

Με τα ματάκια της αναζήτησε τη μαμά της. Τα χειλάκια μισάνοιχτα, η γλώσσα κολλημένη στον ουρανίσκο να προσπαθεί να ξεκολλήσει για να κινηθεί, τα χέρια, φτερούγες αδύναμου πουλιού, απλωμένες σαν σπασμένες στο κρεβατάκι. Το σεντόνι έμοιαζε βαρύ σαν ξύλο, το φως εκτυφλωτικό, το μαξιλάρι σκληρό σαν πέτρα και το κρεβάτι να μην έχει ησυχία, μια να με το κεφαλάρι προς τα κάτω, μιας προς τα πάνω, καρυδότσουφλο σε φουρτούνα.

Τα χειλάκια κολλημένα στο στήθος της, ρουφούσαν γαλατάκι και παρηγοριά, ρουφούσαν δύναμη και αγάπη, σιγουριά, ασφάλεια, θαλπωρή, τι παράλογος κόσμος, μια σταλιά πράγμα και τόσα πολλά σωληνάκια, τόσα πολλά φάρμακα, τόσες έγνοιες…



Θα σταματούσαν όλα της είπαν, για λίγο. Αυτό το τελευταίο το μουρμούριζαν οι μεγάλοι μέσα από τα δόντια τους.
Θα πήγαινε διακοπές, της είπανε, θα κολυμπούσε για πρώτη φορά στη θάλασσα, θα ανέβαινε σε βάρκα, θα έπαιζε ξέγνοιαστα…



Τα μάτια της μικρής αναζητούσαν τα δικά της.
Πονούσε πολύ και ζαλιζόταν, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η μαμά το είχε και πάλι επιτρέψει αυτό…
Έπρεπε τώρα να είχαν σταματήσει όλα. Έπρεπε να είχε πάει διακοπές, να κολυμπούσε στη θάλασσα, να ανέβαινε σε βάρκα, να έπαιζε ξέγνοιαστα…

Φοβόταν, τώρα περισσότερο από ποτέ.
Τώρα πια δεν μπορούσε να έχει κολλημένα τα χειλάκια στο στήθος της μαμάς, να ρουφάει γαλατάκι και παρηγοριά, να ρουφάει δύναμη και αγάπη, σιγουριά, θαλπωρή, τι παράλογος – παράλογος – παράλογος – παράλογος κόσμος, μια σταλιά πράγμα, ακόμη, και τόσα πολλά σωληνάκια, τόσα πολλά φάρμακα, τόσες έγνοιες



Έξω από το δωμάτιο. Για μια ανάσα. Για να βγει ο λυγμός, το δάκρυ, η οργή… Να μπορέσει να ξεθολώσει η ματιά, να βρει και πάλι η φωνή τη δύναμη να βγει χαρούμενη, ανέμελη, αισιόδοξη, να μπορέσει να την αγκαλιάσει χωρίς να λυγίσει.
Μια ανάσα μόνο!

Friday, June 1, 2007

Για την Αμαλία

Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι



"ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΛΙΑ"

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»

(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»

(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»

(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:

«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ


ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.


Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων

(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").



ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ