Friday, April 27, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [4ο απόσπασμα]


http://www.stevenmillerphotography.com/


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα]
Μια επόμενη ημέρα καθισμένη δίπλα του και πάλι, τώρα κάπου να βαδίζουνε μέσα σε ένα δασάκι, χέρια στις τσέπες, ρούχα εκδρομικά και ύφος φιλικό. Κοιτούσε τις κουκουναριές με τις μακριές σα φύκια βελόνες, με τους κορμούς βράχια σκαμμένα, ένιωθε τις μικροδίνες από τα πτερύγια του σελαχιού, τις μπουρμπουλήθρες που έφευγαν κατά την ουράνια επιφάνεια, δηλητήριο ανεμώνης διάχυτο στον υγρό αέρα. Στάση, προσέγγιση και ανατριχίλα, τα χέρια σφιχτά πάνω στους ώμους της, τα μάτια του αγκυλωτά και αστραφτερά βαθιά μέσα στα δικά της. Αυτό ήταν, είχε βρεθεί και πάλι μέσα στο υγρό της στοιχείο κι εκείνος ένα έμπειρο σελάχι που ανάλαφρα και σίγουρα την τύλιγε με τα φτερά του. Τώρα ήταν εδώ μαζί του, στο βυθό, δυο ψάρια ζαλισμένα από το δηλητήριο της ανεμώνης, από τον χτύπο της καρδιάς τους, εκείνη ένα βήμα από την παράδοση, δυο βήματα από τη φυγή.

Τίναξε το κεφάλι και ένιωσε να ξεκολλούν από το σώμα της τα λέπια, ένιωσε τα πτερύγιά της να γίνονται πόδια, τα βράγχια γινόντουσαν πνευμόνια και τα αυτιά της αντιλαμβάνονταν σιγά σιγά τους ήχους του δάσους. Τώρα θα ξεφύγω σκέφτηκε, το σελάχι δεν μπορεί πια να με ακολουθήσει, είναι εδώ κοντά μου αλλά σε ένα παράλληλο κόσμο, με βλέπει μα δεν μπορεί να με αγγίξει, ξέφυγα από την ανεμώνη και από την τρομερή ματιά του. Όμως δεν μπορούσε να φύγει, δεν μπορούσε να σηκωθεί από τον πεσμένο κορμό που κάθονταν τόση ώρα παρέα, δεν την κρατούσε μα ένιωθε δεμένη δίπλα στο κορμί του. Και τότε γύρισε και τα είδε: τα μάτια του μεταλλικά κι αστραφτερά όργωναν βαθιά το καστανόχωμα των δικών της. Όπως κι εκείνη είχε τώρα κι εκείνος πόδια που πατούσαν και χτύπαγαν τη γη, ματιά που την τρυπούσε με δύναμη και ένα ρύγχος, ένα μουσούδι μυτερό. Φόβος, ήταν και πάλι εκεί δίπλα της, με φωνή σίγουρη και βλέμμα πυρωμένο, δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να μιλήσει δεν ήθελε να σκεφτεί παρά μονάχα να τον βλέπει. Της αρκούσε και μόνο αυτή η τρομακτική ματιά που στοίχειωνε βδομάδες τώρα το μυαλό και τις σκέψεις της, τον ύπνο και τη μέρα της, τις χαρές και τις λύπες της.

Κοίταξε το ξυπνητήρι, ήταν και πάλι τέσσερις το πρωί, τα μάτια διάπλατα και το μυαλό να ουρλιάζει κι εκείνη ξαπλωμένη δίπλα του, στον αγαπημένο της λύκο, να μην μπορεί να βρει γαλήνη. Την καλούσε διαρκώς η θάλασσα με τον απειλητικό βυθό της κι όταν ακόμη έλεγε να ξεφύγει στο δάσος, στοιχειωμένο κι αυτό τώρα από ένα πλάσμα, ένα αγρίμι δυνατό και μεγάλο με μυτερό μουσούδι, δεν την άφηνε να ξαποστάσει. Πήγε να κουρνιάσει δίπλα στον λύκο της αλλά η καρδιά της έκανε τόσο θόρυβο που φοβήθηκε μην τον ξυπνήσει. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα για να πιει νερό και να ξεγελάσει το φόβο της και της φάνηκε πως κάτι πλατσούριζε στο σαλόνι, κοίταξε, ευτυχώς ήταν μονάχα το ενυδρείο που μέσα στην απόλυτη ησυχία του σπιτιού ακουγόταν σαν πηγή που ανέβλυζε.
[5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα], [7o απόσπασμα],
[8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα], [10o απόσπασμα],
[11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα],
[14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Tuesday, April 24, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [3ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα]
Είχε περάσει ήδη μια ολόκληρη εβδομάδα που αυτή η σκέψη είχε απλωθεί ίδιο παρασιτικό φύκι μέσα στους λαβύρινθους του μυαλού της, παρασύροντάς την σε ψεύτικους υποβρύχιους κόσμους και καταδύσεις σε υποτιθέμενες καταστάσεις. Η μία βουτιά στην άβυσσο έφερνε την επόμενη, και η επόμενη τη μεθεπόμενη, οι φιάλες να αδειάζουν επικίνδυνα, τα πνευμόνια να ασφυκτιούν, μάταια, η μέθη του βυθού έκαναν τα μάτια της να βλέπουν μαύρα ελκυστικά σελάχια, τα αυτιά της να ακούν μυστικά υποβρύχια καλέσματα, το σώμα της να νιώθει ψευδείς ηλεκτρικές κενώσεις, το μυαλό της, ναι αυτό και μόνο την είχε πια προδώσει, το μυαλό της, το στήριγμα και αποκούμπι της, το όπλο και καταφύγιό της, ο σύμμαχος και συνεργάτης της την τραβούσε τώρα σαν τον καρχαρία που αρπάζει το θήραμα με τα αδυσώπητα δόντια του σε μια μάταιη μάχη επιβίωσης.

Έπιασε τις σελίδες και τις έσκισε αργά μία μία και με κάθε χρατς ένιωθε και μια μαχαιριά να της τρυπάει την καρδιά, ένιωθε και από ένα πλοκάμι της ανεμώνης να της καίει το σώμα, να τη πάλι, αυτή η σκέψη, να τη, σαν ένα κοπάδι από τσούχτρες που το ρεύμα μοιάζει να τις φέρνει μία μία μέχρι που ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι όλη η θάλασσα έχει γίνει ένα κοπάδι, πως είναι παντού, γύρω σου, κάτω σου, στο σώμα, στα μαλλιά σου, σε καίνε, κολλούν απάνω σου, να ουρλιάζεις από πόνο και τρόμο, μη σου κολλήσουν στα μάτια, στο στόμα, μήπως σου κοπεί η ανάσα, βοήθεια, ναι βοήθεια, όμως στο βυθό καθένας παλεύει μονάχος, είσαι δεν είσαι στο κοπάδι, κάθε ψάρι είναι ασπίδα σου όσο κι εσύ αντέχεις, αν σε ψαρέψει ο εχθρός μένεις μόνος με τη μοίρα σου, μια μπουκιά λιγότερη ανάμεσα στις πολλές, στις όσες ξεφύγουνε, μονάχα εσύ απομένεις, αντιμέτωπη με τα τρομακτικά κοφτερά δόντια, τα άπειρα και πεινασμένα.

Παύση, οι υπόλοιπες σελίδες αφημένες πρόχειρα στο τραπέζι, στο πάτωμα, στον καναπέ, δεν έχει σημασία, ποιος νοιάζεται, ποιος νοιάζεται αλήθεια, όταν τον μαχαιρώνουν αν η λαβή είναι μεταλλική ή ξύλινη, αν είναι πλατιά ή στενή λάμα, ο πόνος, οξύς και συνεχής είναι ο ίδιος. Τηλέφωνο που χτυπά, χέρι που σηκώνει το ακουστικό, ανάσα που κόβεται στο άκουσμα του υποβρύχιου σφυρίγματος. Πανικός και τρόμος, αγωνία και άγρια χαρά, σκέψη πρώτη και αθόρυβη: να το, να το, το σελάχι, ήρθε, ήρθε στα αλήθεια, σκέψη δεύτερη και αμείλικτη: προσοχή, μη φύγουν φυσαλίδες, δεν είναι σελάχι είναι ο καρχαρίας του μυαλού σου που οσμίζεται τις ματωμένες άκρες της καρδιάς σου, αλήθεια, τόση χαρά, τόση ευτυχία, πού πήγε, πού κρύφτηκε, έλιωσε και διαλύθηκε στο υποβρύχιο ρεύμα, παρασύρθηκε μακριά και την άφησε μόνη της με τις παραισθήσεις της. Καμιά φωνή δεν ακούστηκε, ούτε ψίθυρος ούτε ήχος, μονάχα αυτό το ψυχρό κλακ, λάθος νούμερο, λάθος στιγμή για επικοινωνία.
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7o απόσπασμα], [8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα],
[10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Sunday, April 22, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [2ο απόσπασμα]


[προηγούμενο απόσπασμα]
«Ξέρεις», ήταν η μόνη λέξη που τον άκουσε να της λέει, που μπόρεσε να ξεχωρίσει από το γλυκό μουρμουρητό του και να σταματά. «Ζήτα μου τώρα αμέσως να φύγω και θα εξαφανιστώ», κατάφερε να ακούσει τον εαυτό της να τoν ικετεύει μέσα από το μυαλό της. Στο βυθό είναι επικίνδυνο να παραμένεις εκτεθειμένος, ακάλυπτος στους κινδύνους, το μαύρο σελάχι την πλησίασε πιο πολύ, «πες μου σε παρακαλώ να φύγω», ήθελε να τον ικετέψει, «πριν να είναι αργά…»

Τώρα ήταν η στιγμή που έπρεπε να ξεφύγει, να γίνει χταπόδι και να αμολήσει το μελάνι της και να κρυφτεί, αντί για αυτό καθόταν πάντοτε δίπλα του, το κεφάλι πεισματωμένα προς τη μεριά του, με ματιά που τον κάρφωναν και το σώμα της παραδομένο στις ηλεκτρικές κενώσεις του κεντριού του. Ένιωθε μουδιασμένη, δεν ήξερε τελικά τι έφταιγε περισσότερο, η ανεμώνη ή το σελάχι, ήξερε μονάχα ότι της αρκούσε να το κοιτάζει και να χάνεται μέσα στο μαύρο του χρώμα, να βλέπει την επικίνδυνη μορφή του με τις καλογραμμένες ακμές της, τα ευλύγιστα πτερύγια-φτερά του που του έδιναν αυτό το αέρινο αγγελικό πέταγμα, συνεχώς πάνω από το ίδιο σημείο.

Κάθονταν ώρες ο ένας πλάι στον άλλον χωρίς να μιλούν, δεν κοιτάζονταν πια, όλα πονούσαν επάνω της μα πιο πολύ η ψυχή της. Κάποια στιγμή το σελάχι γλίστρησε απαλά όπως είχε έρθει, άνοιξε τα λεπτά φτερά του και χάθηκε αργά και θλιμμένα πάνω από τα βράχια, απέμεινε μονάχη, τα χέρια καταματωμένα από τους αχινούς, το σώμα μισοχαμένο μέσα στη θανατερή αγκαλιά της θαλάσσιας ανεμώνης που υπέροχη και αδυσώπητη τη μπόλιαζε με το δηλητήριό της.
«Αχ, σελάχι μου», πρόλαβε να σκεφτεί προτού λιποθυμήσει.


Ξανακοίταζε τι είχε γράψει και αγρίεψε. Ταλαιπωρημένη από την αϋπνία, εξαντλημένη από τη μάχη με τις σκέψεις της θύμωνε και άφριζε, κύμα ορμητικό σε παραλία ρηχή, έτοιμο να καταπιεί με το θυμό του τη στεριά. Κι όμως, όσο κι αν άφριζε, όσο κι αν οργιζόταν, ήταν σαν το νερό που σκάει στην ακτή, ξανά και ξανά, χωρίς σταματημό, χωρίς παύση, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει, χωρίς να μπορεί ποτέ να σκάψει τη στερεή αγκαλιά και να χαθεί στη σιγουριά της, καταδικασμένο να έρχεται και να φεύγει, ολοένα να έρχεται και να φεύγει, έστω κι αν τελείωνε κάποτε το καλοκαίρι και ο κόσμος μαζευόταν και πάλι με βαριά καρδιά στην μουντή του ρουτίνα, εκείνο, υγρός Σίσυφος, ολοένα ερχόταν για να φύγει πάλι και πάλι να ξαναρθεί για να φύγει. Έτσι κι ο θυμός της ένα μάταιο ξέσπασμα, αφού την ίδια στιγμή η σκέψη της ξανάπλαθε πάλι και πάλι τη μορφή του γοητευτικού σελαχιού, σαν παιδί στην ακρογυαλιά που φτιάχνει συνεχώς κάστρα στην άμμο, γιατί έτσι είναι τα παιδιά, ψυχούλες που τις τραβά η μαγεία της εύπλαστης ύλης, έτσι ένιωθε να την τραβάει κι εκείνη αυτή η παράξενα γοητευτική ματιά, που πάνω της περιπλανιόταν με την φυσική ηρεμία της φιλικής αδιαφορίας, την οποία το μυαλό της, αυτός ο σκληρός και απερίγραπτος προδότης είχε πλάσει, κάστρο στην άμμο, σε όμορφο ερωτευμένο σελάχι, που την πολιορκούσε.
[3o απόσπασμα], [4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα],
[6ο απόσπασμα], [7o απόσπασμα], [8o απόσπασμα],
[9o απόσπασμα], [10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα],
[12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα],
[15ο απόσπασμα]

Thursday, April 19, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [1ο απόσπασμα]


Η όψη της ήταν ήρεμη. Το κορμί ακίνητο, το κεφάλι σαν συγκεντρωμένο σε κάτι σημαντικό, μα τα πλοκάμια της ανεμώνης αργοσάλευαν στο βυθό και τα δάχτυλά της πλέκονταν όλο και πιο σφιχτά και απελπισμένα. Ριγούσε από το βουητό ενός υποβρύχιου σεισμού που συγκλόνιζε τη μεσωκεάνια ράχη του μυαλού της, σκοτεινού και καταχθόνιου. Στα μάτια της συνεχώς η ίδια σκηνή, η ίδια εικόνα, το ίδιο πρόσωπο, η ίδια αιχμηρά γοητευτική ματιά, η ίδια επικίνδυνη έκφραση, σύννεφο μελάνης που την τύλιγε και δεν την άφηνε να διακρίνει τίποτε άλλο.
Π ν ί γ ο μ α ι, ήταν η μόνη λέξη που της ερχόταν στο μυαλό, μια δίνη τη ρουφούσε στην άβυσσο και τα πλοκάμια της ανεμώνης την άγγιζαν και τη νάρκωναν, ζαλισμένη έψαχνε έναν βράχο για να γαντζωθεί, μα παντού αχινοί και γλιστερές πεταλίδες, ο βυθός την καλούσε κοντά της, μάτια τεράστια σελάχια τη σκέπαζαν με το επικίνδυνα γοητευτικό τους κάλεσμα η ανάσα κομμένη, άπνοια, σκοτοδίνη, βύθιση, πνιγμός.

Καθισμένος δίπλα της μιλούσε με μάτια καρφωμένα πάνω της, εκείνη να ανασαίνει αργά, να μη φύγουν πολλές φυσαλίδες και την καταλάβει, νιώσει τον γλυκό της τρόμο, τον πανικό. Το σελάχι έμπειρο την οσμιζόταν, ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς της και καραδοκούσε από πάνω της με φτερά του απλωμένα, ένας αρχάγγελος του υδρόκοσμου,

Τώρα τον κοιτούσε κατάματα, επίμονα, μήπως τον τρομάξει και φύγει, όμως η ματιά της δεν έλεγε να αγριέψει, να απειλήσει, μάλλον τον καλούσε να μη σταματήσει να της μιλά και να την κοιτάζει, να την πολιορκεί. Δεν απαντούσε, δεν πίστευε αυτό που συνέβαινε. Δεν έπρεπε να συμβαίνει, δεν επιτρεπόταν να συμβαίνει σε κανέναν από τους δύο και όμως δεν ήταν δυο άνθρωποι που απλώς κάθονταν δίπλα δίπλα, ήταν δυο φοβισμένα ψάρια, ζαλισμένα από το δηλητήριο της θαλάσσιας ανεμώνης.[...]

[2o απόσπασμα], [3ο απόσπασμα], [4ο απόσπασμα],
[5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα], [7o απόσπασμα],
[8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα], [10o απόσπασμα],
[11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα],
[14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

Για την Αμαλία, έναν καλύτερο γαλαξία, χωρίς γιατρούς, χωρίς πόνο…

Tuesday, April 17, 2007



Είχε φτάσει πια τόσο κοντά του που η θέρμη του την εξάτμιζε, την έλιωνε, την οδηγούσε στην εξαΰλωση.
Μα δε φοβόταν, ίσως για πρώτη φορά… πώς θα μπορούσε ένας μικρός μοναχικός πλανήτης σαν κι εκείνη να φοβηθεί, να αρνηθεί, να ξεφύγει από μια τόσο ζεστή, εγκάρδια, τεράστια αγκαλιά…

Monday, April 16, 2007

θαλάσσιες φολίδες


Οι θαλάσσιες φολίδες λαμπύριζαν μία μία. Πότε ανασηκώνονταν εκείνες και πότε οι άλλες, το υδάτινο θηρίο μπροστά στα πόδια της, ξαπλωμένο χιλιάδες χρόνια ανάμεσα στα δύο μυτερά στήθη της Γαίας ανατρίχιαζε συνεχώς, όπως η πλάτη από χέρι αγαπημένου.
Το δέρμα του, υγρό και ρέον, άλλαζε χρώματα διαρκώς, ένα κρυστάλλινο ρευστό ουράνιο τόξο που αντανακλούσε το δέρμα του ουρανού.

Δάκρυα αυλάκωναν το σταρένιο της πρόσωπο, αλμυρά δάκρυα, στραφταλιστά. Ήταν τα δάκρυα του θηρίου που φιλούσαν το πρόσωπό της. Δάκρυα αλμυρά και δροσερά, φιλιά του Ποσειδώνα. Είχε μόλις βγει στην επιφάνεια από την υγρή αγκαλιά του, το σώμα της ακόμη ενωμένο μέχρι τη μέση με το δικό του, με τον κορμό ελεύθερο στον αέρα και το νερό να τρέχει σαν μικρά μικρά ρυάκια από τα μαλλιά της. Κι εκείνο να την καλεί ξανά και ξανά και με κάθε βουτιά ένιωθε στο σώμα της τις δονήσεις από τους κυματώδης χτύπους της καρδιάς του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και χάθηκε και πάλι στα σωθικά του, εκεί όπου ο κόσμος όλος πετούσε με πτερύγια μέσα στο διάφανο αίμα του. Βουτούσε ξανά και ξανά και κάθε φορά ένιωθε να καταλαβαίνει τη ζωή καλύτερα, ένιωθε την ευτυχία να την πλημμυρίζει, σαν ένα μπουκάλι με κραυγή απελπισίας από έναν ξεβρασμένο ναυαγό: καθώς το μπουκάλι γέμιζε από το θαλασσινό αίμα, το χάρτινο μήνυμα έλιωνε από την ορμή του και ελευθέρωνε την τρομαγμένη της ψυχή. Δεν ένιωθε πια ναυαγός, ούτε απελπισία, μήτε καν φόβο, μονάχα μιαν πληρότητα, όπως εκείνο το μπουκάλι, απελευθερωμένο από το αυτοσχέδιο πώμα κείτονταν τώρα γεμάτο νερό και ικανοποίηση στον βυθό…

Σαν δυο εραστές αποκαμωμένοι από την σφιχταγκαλιαστή μάχη κείτονταν τώρα πλάτη πλάτη: το θηρίο απλωμένο πάντοτε εκεί στην αιώνιά το θέση, πάντα ανήσυχο και βρυχώμενο, με τις πρασινογάλαζες φολίδες του να χτυπούν ρυθμικά τα στήθη της Γαίας και εκείνη ξαπλωμένη ανάσκελα στην πλάτη του, αφημένη στο τρεμάμενο κορμί του.
-Μη με ξεχάσεις, το ικέτευε, αχ, μη με ξεχάσεις…
Αναστεναγμός στη σκέψη αυτής της παιδιάστικης παράκλησης: εκατομμύρια άλλα κορμιά είχαν αγγίξει τις φολίδες του θηρίου, εκατομμύρια άλλα κορμιά είχαν νιώσει την ηδονή της πληρότητας, εκατομμύρια άλλα κορμιά το είχαν χαϊδέψει, αγαπήσει, χαθεί στην αγκαλιά του. Πολλά από αυτά για πάντα…
Και το θηρίο γουργούριζε και μουρμούριζε τον αιώνιο του ύμνο νανουρίζοντάς την γλυκά στην αγκαλιά του.

Saturday, April 14, 2007

Ηλιακός αχινός


Στον ουρανό ογκώδη μολυβένια, νεφώδη βράχια, άνοιγμα μιας υποβρύχιας σπηλιάς σκαρφαλωμένης στον ουρανό και μέσα της ένας τεράστιος χρυσός αχινός που αργοσάλευε• τα ακτινωτά αγκάθια του ξεπρόβαλλαν αιχμηρά από τα γύρω βράχια, άλλα να τρυπούν την ουράνια επιφάνεια του θόλου και άλλα να ακουμπούν με σιγουριά τον γήινο πυθμένα.
Τα βράχια παρασύρονταν πολύ πολύ αργά από τα ουράνια ρεύματα προς την ανατολή και έτσι ο αχινός έμοιαζε να κατεβαίνει ψηλαφιστά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα• δεν ήταν σίγουρη αν όλην αυτήν την ώρα που κοιτούσε εκστατική το ουράνιο αυτό θαλάσσιο πλάσμα είχε κοπεί η ανάσα της ή αν κάποιο από τα ηλιακά αγκάθια είχε τρυπήσει με μια γλύκα θεσπέσια την ψυχή της.
Τα βοτσαλωτά της μάτια άρχισαν να παίρνουν το πράσινο των δαντελωτών φυκιών που έβρισκε κάθε τόσο παρασυρμένα από το κύμα στα πόδια της τα απογεύματα, όταν περπατούσε στην άκρη της ακρογυαλιάς.
Ανατρίχιασε. Ο αχινός ξανάσμιγε με την αγκαλιά των μολυβένιων βράχων. Ένα ψυχρό αεράκι, βαθύς αναστεναγμός μιας αγγελικής γοργόνας του ουρανού, την έκανε να ριγήσει… Γύρω της όλα σκοτείνιαζαν σκεπασμένα από μια γκριζωπή πηχτή αύρα. Στα πόδια της, ακίνητα τόση ώρα και μισοβυθισμένα στην άμμο από το αέναο χάδι των κυμάτων, ένα καβουράκι. Δεν το είδε παρά μονάχα την τελευταία στιγμή, λίγο προτού το ανασηκωμένο ήδη πόδι της το πατήσει. Όμως εκείνο την είχε δει και βουτούσε και πάλι στη σιγουριά του βυθού.
Έκανε άλλο ένα βήμα, κι έπειτα κι άλλο, κι άλλο και με καθένα από αυτά οι ουράνιες γοργόνες έσβηναν, τα βράχια αποκτούσαν την νεφώδη τους υπόσταση και ο αχινός ήταν πλέον ένας κόκκινος ηλιακός δίσκος που αργοπέθαινε στον ορίζοντα.
Με κάθε βήμα τα βοτσαλωτά μάτια της έφεγγαν όλο και περισσότερο λες και είχαν ρουφήξει όλον τον πύρινο αχινό, λες και η ακτίνα που πριν είχε μπει μέσα της πάλευε απεγνωσμένα να βγει από αυτά.

Friday, April 13, 2007

here comes the flood by Rob Gonsalves

Lion-sur-Mer

Στα μάτια η θάλασσα όλο και ξεμάκραινε… αργά, αθόρυβα, σαν ένα μυστικό που το γνωρίζει μονάχα ένας, σαν το χάδι που κυλά –αργά κι αθόρυβα- από την πλάτη όλο και πιο χαμηλά.. Οι γλάροι, μεγαλόσωμοι και επιβλητικοί κύκλωναν από παντού τον υδάτινο δραπέτη που όλο και ξέφευγε, γλύστραγε και χανόταν σαν ένα καλόβολο μα επίμονο ποτάμι… Σε λίγο εμφανίστηκαν παιδιά από την προκυμαία, με ποδήλατα και μπάλες, χαίρονταν τον ανοιγμένο, τον αδειασμένο χώρο σε χρόνο δανεικό και μετρημένο, μέχρι που η θάλασσα θα επέστρεφε και πάλι να γεμίσει με την αρμύρα της την παραλία. Και κάπου στο βάθος κάποιος πάνω σε μια ιστιοσανίδα με ρόδες και γλύστραγε πάνω στα κύματα της άμμου…
Σηκώθηκα από τον βράχο κι άρχισα να περπατώ στην υγρή άμμο. Ο ήλιος λαμπύριζε επάνω της απαλά, δεν είχε και πολύ κουράγιο να ξεπροβάλει από τα σύννεφα που τον έπνιγαν. Περπατούσα ίσια μπροστά, ακολουθώντας τα νωπά ακόμη χνάρια του δραπέτη που τώρα πια είχε χαθεί στο βάθος, σκύβοντας κάθε τόσο μαγεμένη από την πληθώρα των αλλόκοτων πραγμάτων που συναντούσα: πλάι σε κοχύλια, κόκκαλα από σουπιές, ξύλα –σμιλεμένα από την αρμύρα της θάλασσας-, νεκρά ψάρια, σκουλήκια, σκουπίδια και ό,τι είδους φύκια μπορούσες να φανταστείς βρήκα ένα ζευγάρι παλιά γυαλιά, ένα πιόνι από σκάκι, μια ακέφαλη πλαστική κουκλίτσα και ένα μικρό κομμάτι από τούβλο με τμήμα επιγραφής
… UANCO
… UL GERIN
… ONQUAY CALV
Το σήκωσα στο χέρι μου, γέμιζε την παλάμη μου ευχάριστα και μουρμουρίζοντας ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι, το έχωσα κι αυτό στην αριστερή μισογεμάτη τσέπη της μακριάς ξεχειλωμένης ζακέτας μου.

Tuesday, April 10, 2007

Άτιτλο

Κόντευε να νυχτώσει μα δεν ήθελε να σταματήσει ούτε λεπτό να διαβάζει. Τα μάτια της, που είχαν πια συνηθίσει στο λιγοστό φως, λίγο αν ξέφευγαν από το χαρτί θα έχαναν, λες, την ικανότητα να το ρουφούν. Θά 'χαναν την ικανότητα να σιγολάμπουν και να το φωτίζουν με το δικό τους θαμπό φως. Γιατί έκλαιγε, καθώς διάβαζε, και τα δάκρυα άλλοτε άστραφταν στο τελευταίο φως που τα χάιδευε, άλλοτε γίνονταν κρύσταλλο που τ' αγκάλιασε πάχνη και δε μπορούσες πια να ξέρεις τι έβλεπαν τα μάτια στ’αλήθεια και τι δημιουργούσε το μυαλό.
Μα κάποτε την έκοψε η ματιά της, μια σουβλιά από την υπερένταση, κάποτε γύρισε να δει, να φανταστεί το ηλιοβασίλεμα που δεν φαινόταν από το κρεββάτι στο οποίο είχε γείρει και τότε η συνέχεια χάθηκε, το φως διαλύθηκε και τα δάκρυα έπεσαν με βρόντο στο πάτωμα. Τα δάκρυα γαντζωμένα από τις σελίδες του βιβλίου αρνιόντουσαν πεισματικά να πέσουν, μέχρι που το κουρασμένο χέρι τ’άφησε να βροντήσουν όλα μαζί κάτω. Γι’αυτό και έκαναν τόσο θόρυβο πέφτοντας.
Γύρισε το κεφάλι της προς τη μεριά του τοίχου και παρατηρούσε το σημάδι από κάποιο κάδρο που πρέπει να τον κοσμούσε χρόνια μέχρι που κάποιος το έβγαλε, μέχρι που έπεσε, ίσως, και κανείς δεν έσκυψε να το πιάσει. Τα μάτια της, όμως, θυμόντουσαν ακόμη κάθε λεπτομέρειά του τό’βλεπαν ακόμη εκεί και στην εικόνα του χαμογελούσε.
-Για δες, λοιπόν, που έμεινε για πάντα εκεί, σκεφτόταν, για δες, λοιπόν κάτι πράγματα που συμβαίνουν.
Από την ανοιχτή κουρτίνα μπήκε ένα περίεργο έντομο και πήγε και κάθισε στο κέντρο του κάδρου, στο κέντρο του χώρου που άλλοτε κρεμόταν το κάδρο. Σημάδι, μπα, μια σύμπτωση όλη κι όλη. Είχε περάσει ανεπιστρεπτί ο καιρός που η φύση συνομιλούσε μαζί της, τής έγνεφε και τής εξηγούσε, την καθοδηγούσε ή την παρηγορούσε, όταν όλο αγωνία σήκωνε το βλέμμα της στον ουρανό για να βεβαιωθεί ότι τουλάχιστον αυτός έστεκε εκεί αόρατα γαλανός, άυλα στέρεος, εκεί, ένας ζεστός χειμωνιάτικος σκούφος που θα την έκρυβε από τα άπειρα φωτεινά μάτια της νύχτας.

Monday, April 9, 2007

Posted by Picasa

Διόδια

Κάθονταν δίπλα δίπλα στο αυτοκίνητο. Κι όμως για πρώτη φορά η απόσταση ανάμεσά τους ήταν τόσο μεγάλη. Κάτι υπήρχε εκεί ανάμεσά τους, σαν αόρατο τείχος που υψώνονταν πάνω από τον λεβιέ των ταχυτήτων.
Δεν τολμούσε να ρωτήσει. Αυτή η αίσθηση της απομάκρυνσης τη βασάνιζε καιρό, όμως σήμερα φοβόταν την καταιγίδα.

Πέρασαν από τα διόδια, θα πήγαιναν από Αττική Οδό. Στο γκισέ μια πολύ όμορφη κοπέλα με μεγάλα μελαγχολικά μάτια κι ένα υπέροχο πρόσωπο απάντησε με βελούδινη φωνή στον χαιρετισμό του. Ακούστηκε ο πυροβολισμός της σκανδάλης, όπως τότε, κολυμβήτρια ακόμη, τον ένιωθε να δονεί την καρδιά της στην αρχή κάθε αγώνα. Τότε η αγωνία της νίκης. Τώρα η επιβεβαίωση της ήττας. Πολλές φορές είχε νιώσει ηλεκτρισμένο το πεδίο δίπλα του. Η αύρα του που ηλέκτριζε σαν ορμητικό μαύρο σύννεφο το κορμί της. Όταν κοιτάζονταν, όταν ακουμπούσε η μια ματιά την άλλη. Ένιωσε το ίδιο, μα τώρα η καταιγίδα έπεφτε έξω από το τζάμι. Εκείνη, θεατής μέσα στο αυτοκίνητο. Μια αστραποφόρα βροχή τύλιξε το χέρι του, καθώς έπαιρνε από το χέρι της τα ρέστα και το χαρτάκι.

Τρία χιλιόμετρα μετά και η βροντή ακόμη ηχούσε. Σαν άλλος Δίας έφεγγαν τα μάτια του, καθώς την αποχαιρετούσε νοερά από τον καθρέφτη. Τα σγουρά μαλλιά του σπίθιζαν ακόμη, όταν έστρεψε φευγαλέα το κεφάλι του σε εκείνο το γκρίζο κουβούκλιο που άφηνε πίσω του, που κουβαλούσε μαζί του.

Επτά χιλιόμετρα μετά κι ακόμη δεν τολμούσε να μιλήσει.

Δυο μέρες μετά, ώρα περίπου η ίδια κάθονταν και πάλι δίπλα δίπλα στο αυτοκίνητο. Η απόσταση ανάμεσά τους πολύ μεγάλη. Αυτό το κάτι υπήρχε εκεί, πάντα εκεί ανάμεσά τους, σαν αόρατο τείχος πάνω από τον λεβιέ των ταχυτήτων.
Δεν τολμούσε να μιλήσει. Η αίσθηση της απομάκρυνσης τη βασάνιζε πάντα, σήμερα περίμενε την καταιγίδα.

Πέρασαν από τα διόδια, θα πήγαιναν από Αττική Οδό. Με σιγουριά ερωτευμένου κατευθύνθηκε στο γνωστό κουβούκλιο. Κρατούσε την ανάσα του, η γαλήνη πριν από την καταιγίδα. Στο γκισέ η πολύ όμορφη κοπέλα με τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια κι το υπέροχο πρόσωπο δεν απάντησε στον χαιρετισμό του. Σιωπή. Ακούστηκε ο πυροβολισμός της σκανδάλης, όπως τότε, κολυμβήτρια ακόμη, το ένιωθε να δονεί την καρδιά της στην αρχή κάθε αγώνα. Τότε η αγωνία της νίκης. Τώρα η επιβεβαίωση της ήττας. Από το βάθος του στήθος του ακούστηκε ένας τρομερός αναστεναγμός. Τον λυπήθηκε. Ξαφνικά τον είδε να κυλά στο τζάμι σαν την πρώτη χοντρή ψιχάλα της καταιγίδας. Της καταιγίδας που έπεφτε έξω από το τζάμι. Εκείνη, θεατής μέσα στο αυτοκίνητο. Μια αστραποφόρα βροχή τύλιξε το χέρι του, καθώς έπαιρνε από το χέρι της τα ρέστα και το χαρτάκι.

Τρία χιλιόμετρα μετά και ο αναστεναγμός ακόμη ηχούσε. Σαν άλλος Δίας έφεγγαν τα μάτια του, καθώς την αποχαιρετούσε νοερά από τον καθρέφτη. Τα σγουρά μαλλιά του σπίθιζαν ακόμη, όταν έστρεψε φευγαλέα το κεφάλι του σε εκείνο το γκρίζο κουβούκλιο που άφηνε πίσω του, που κουβαλούσε μαζί του.
Άλλο ένα χιλιόμετρο. «Τελικά έχουν σταθερά πόστα στα διόδια;» τον ρώτησε. Παύση. Σιωπή. «Ήταν η ίδια κοπέλα και προχθές» μονολόγησε τάχα αφηρημένη. Σιωπή. Τον κοίταξε. Δεν απάντησε, μόνο κάτι σαν μουγκρητό ακούστηκε. Σαν από πονεμένο αγρίμι. Και ούτε μια ματιά, αυτός που κάποτε μέσα σε μια ματιά χωρούσε ολάκερο τον κόσμο.

Saturday, April 7, 2007

Δοκιμή

Καλώς ήρθατε στην Stardustia, τον μακρινό κόσμο των σκέψεων και της δημιουργίας