Wednesday, October 31, 2007

και σας χαιρετώ...



... για λίγες μέρες.
Από την ερχόμενη Τρίτη και πάλι μαζί!


YΓ αλλά σας αφήνω για συντροφιά τον καλό μου Aubry...

Tuesday, October 30, 2007

Οι σκέψεις μιας πεταλούδας 5



η υπέροχη φωτό είναι του ηλιογράφου.
(Σε ευχαριστώ που μου επέτρεψες να τη... "δανειστώ")

προς προηγούμενες σκέψεις

ΣΚΕΨΗ ΕΝΑΤΗ


Ουφ! Ο κίνδυνος πέρασε: έκλεισα τα μάτια μου και βούτηξα τη μακριά μου προβοσκίδα στην καρδιά του λουλουδιού μου. Το νέκταρ του ήταν υπέροχο - είχα ξεχάσει πόσο γλυκειά είναι η γεύση του και απορώ πώς είχα καταφέρει να το εκθέσω σε τέτοιον κίνδυνο…
Τώρα βέβαια πρέπει να πετάω λίγους κύκλους παραπάνω αλλά νιώθω ανανεωμένη και δυνατή.


ΣΚΕΨΗ ΔΕΚΑΤΗ


Σήμερα το πρωί, την ώρα που έκανα τους παραπανίσιους κύκλους μου, έπιασε μπόρα. Ξαφνικά ο ουρανός χλώμιασε, στη συνέχεια μαύρισε και μετά έφτυσε καταπάνω μας όλο το νερό. Ζώα και φυτά όλα τρομερά φοβισμένα. Μέσα σε αυτόν τον πανζουρλισμό και αφού λίγο έλειψε να με πατήσουν κάτι τεράστιες οπλές που έτρεχαν πανικόβλητες για να κρυφτούν, εγώ προσπάθησα πεισματικά να πετάξω αντίθετα στον άνεμο, στο λουλούδι μου.
Φυσικά κάτι τέτοιο ακούγεται αστείο, όμως, ακόμα και μια πεταλούδα διαθέτει πείσμα. Και τότε είδα το λόγο του πανικού: η μπόρα είχε μεταβληθεί σε καταιγίδα κι ένας κεραυνός είχε χτυπήσει το ψηλό δέντρο που μου έλεγε παραμύθια για να κοιμηθώ, τις νύχτες που με πονούσε το στομάχι μου και δεν μπορούσα να φάω.
Το ψηλό δέντρο. Εκεί που κάποτε ορθωνόταν ψηλό και αγέρωχο, τώρα είχε απομείνει μονάχα μια μακρυά και αυθάδικη γλώσσα φωτιάς. Ένιωσα ένα σφίξιμο να κομματιάζει την καρδιά μου: λίγο πιο κει έστεκε το λουλούδι μου. Απελπισμένη προσπάθησα να φτάσω κοντά του, να το σώσω ή να καώ μαζί του, όμως ο άνεμος με πέταγε κοροϊδευτικά ολοένα και πιο μακρυά, μέχρι που η φωτιά φαινόταν τόσο μικρή και αδύναμη, ακίνδυνη σπίθα…

προς επόμενη σκέψη

Friday, October 26, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [15ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα],
[10ο απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα],[14ο απόσπασμα]
Έκλεισε τα μάτια. Πόσο νύσταζε στα αλήθεια…
Το σελάχι την σήκωσε απαλά και την πήγε στο κρεβάτι, εκεί την ακούμπησε στο κρεβάτι, ήταν βαθύ κι έμοιαζε να βουλιάζει μέσα του. Ναι, νύσταζε πολύ, του έριξε όμως μια ματιά και το σελάχι έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά στο στόμα, στο μέτωπο, και στον αγαπημένο του λαιμό.
«Κοιμήσου, καρδιά μου» της είπε και έφυγε.

Όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν σε ένα νησί.
Ολόγυρα μια σκούρα μαβιά αγκαλιά, ένα εξημερωμένο θηρίο κι εκείνη εκεί, κάτω από ένα μοναχικό δέντρο, στην παραλία.
Ένιωθε περίεργα, λες και ο αέρας που φυσούσε την διαπερνούσε, ένιωθε κρυστάλλινη μαζί κι αιθέρια.
Κοίταξε τα χέρια της, γαλαζωπές διάφανες απολήξεις. Διέκρινε μικρά μικρά ζωντανά κοκκινωπά αστράκια να αργοκυλούν στις φλέβες της, μισοδιάφανα κι αυτά.
Όλο της το σώμα κυανό, διάφανο, αέρινο, πανάλαφρο.
Μια φυσαλίδα.
Χτύπησε ελαφρά τα πόδια της και άρχισε να αιωρείται στον αέρα. Μια γαλήνη, μια απέραντη χαρά απλώθηκε μέσα της, τα αστράκια στις φλέβες της άρχισαν να ιριδίζουν και να πάλλονται…

Είχε ανοίξει τις φτερούγες της και κολυμπούσε στον αέρα, χόρευε στο κενό, πετούσε, πετούσε και αυτό ήταν μια αίσθηση καινούργια μαζί και οικεία: βρισκόταν σε έναν νεογέννητο κόσμο, όπου η θάλασσα χαμογελούσε ήρεμη εκεί κάτω: κοιτούσε μια το μαβί υγρό στοιχείο και μια το μοναχικό στολίδι του μικρού κομματιού γης που μόλις είχε αφήσει. Στροβιλιζόταν ακούραστα μέσα στον αέρα, μέσα στο δικό της στοιχείο. Τα φτερά της έπαιζαν σίγουρα με τα ρεύματα, μια ανέβαινε ψηλά ψηλά, μια ιριδίζουσα κουκκίδα στον ουρανό, μια εφορμούσε γελώντας, αγγίζοντας πότε λίγο νερό, πότε ακουμπώντας λίγη άμμο ή ένα από τα φυλλαράκια του δέντρου.


[…]
Καθισμένη πάνω στην άμμο χάζευε από ώρα τον ορίζοντα και γελούσε μόνη της όταν ξαφνικά μια άλλη γυαλιστερή κουκκίδα της κίνησε την προσοχή: ερχόταν προς το μέρος της, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε αν και ήταν ακόμη μακριά. Ήταν κάποιο πετούμενο, μεγάλο κι όμορφο, που ανεμοπορούσε…

Το άλμπατρος την είχε δει και την πλησίαζε γοργά. Η καρδιά της φτερούγισε: το δυνατό πουλί με τις υπέροχες φτερούγες άρχισε να κατεβαίνει προς την παραλία, έψαχνε να βρει το κατάλληλο σημείο για να ξεκινήσει την επεισοδιακή του κάθοδο… πώς δυσκολεύονται πάντοτε αυτά τα πουλιά, όποτε αφήνουν ή ξαναβρίσκουν το έδαφος…
Τώρα, έχοντας επιτέλους προσγειωθεί την πλησίαζε με το ατσούμπαλο περπάτημά του, η μορφή του της φάνηκε γνωστή και ας μην την είχε ξανασυναντήσει, τα μάτια του ιρίδιζαν.
Αρχικά το νεαρό πουλί κρατήθηκε σε μια μικρή απόσταση, άπλωσε τις φτερούγες του και τα τέντωσε σαν να είχε πιαστεί και αφού τα χτύπησε μια δυο φορές δυνατά, την πλησίασε περισσότερο.
Καθώς είχε αφήσει τις φτερούγες του να μισοκρέμονται και το είχε το ράμφος μισάνοιχτο αναρωτήθηκε μήπως ήταν πεινασμένο, ή διψασμένο.
Άπλωσε το χέρι της και εκείνο την τσίμπησε απαλά.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» αναρωτήθηκε δυνατά και προσπάθησε να το χαϊδέψει απαλά στο κεφάλι. Το άλμπατρος υπέμεινε το χάδι αλλά με τα ιριδίζοντα μάτια του όργωνε ασταμάτητα τον ουρανό.

Θυμήθηκε λοιπόν ότι είχε κάποτε διαβάσει για αυτά τα περίεργα πουλιά, που ζούσαν σαν μονογαμικοί ερημίτες: ζευγάρωναν κάθε δυο χρόνια πάντοτε με τον ίδιο σύντροφο, αλλά ζούσαν μονάχοι διασχίζοντας θάλασσες και ωκεανούς, ικανοί ανεμοπόροι που προτιμούν τις καταιγίδες και τις θύελλες από τις απάνεμες ημέρες…

Και να σε λίγο το νεαρό ζωντανό αστραποβόλησε: τα μάτια του αναγνώρισαν το ταίρι του που πλησίαζε το νησί τους. Τό σώμα του ριγούσε από προσμονή, ένιωσε ξένη ανάμεσά τους, σηκώθηκε και άφησε μονάχο του το άλμπατρος και τότε ξαφνικά ένιωσε αόρατα χέρια να την ακουμπάνε, να τη χαϊδεύουν τρυφερά, στα αυτιά της έφτανε ένας αγαπημένος ψίθυρος, ο ουρανός σκεπάστηκε μεμιάς από σκοτεινούς καβαλλάρηδες, οι οπλές των αλόγων τους σπίθιζαν και βροντούσαν: η καταιγίδα είχε βρει το νησί και από κάπου εντελώς παράταιρα ακούγονταν παραθυρόφυλλα να χτυπάνε, πόρτες να κλείνουν με βρόντο.

Άνοιξε τα μάτια, ήταν ξαπλωμένη, εξουθενωμένη ακόμη, στο κρεββάτι της, έξω ο άνεμος και το αστραποβρόντι χαλούσαν τον κόσμο. Δίπλα της ο λύκος, με μάτια κεχριμπαρένια την κοιτούσε με μια περίεργη λαχτάρα. Τον κοίταξε και έκανε να σηκωθεί να τον αγκαλιάσει. Όμως, καθώς ανασηκωνόταν, τα μαλλιά που γλύστρησαν προς τα πίσω, άφησαν να φανεί ο λαιμός της: λίγο πιο πάνω από τη βάση του λαιμού της, στα αριστερά, φάνηκε το περίγραμμα του μικρού σελαχιού.

Tuesday, October 23, 2007

Σιγά μήν κλάψω!!!



Η ανεμώνη μου στοίχισε αρκετή ενέργεια, αλλά μάλλον το επόμενο ποστ, που θα την αφορά, θα είναι και το τελευταίο...

Ίσως για αυτό δυσκολεύομαι ακόμη να το ανεβάσω...

είναι που θα μου λείψει...

όμως, ήδη έχω κι άλλα στα σκαριά που θέλω να σας διηγηθώ και να ταξιδέψουμε...

και επειδή η φιλενάδα η Μάτα ή ο lobo που τελευταία τον έχω χάσει, θα με δείρουν, ανανεώνω το ραντεβού μου για σήμερα το βράδυ, άντε αύριο το πρωί...

μέχρι τότε ένα τραγούδι που αγαπώ πολύ και που εδώ και δύο μέρες μου έχει κολλήσει και πάλι...

φιλιά

Wednesday, October 17, 2007

Monday, October 15, 2007

M+Z+I 9


by david aldeia - open eyes net

[1ο απόσπασμα - από Μάρκο]
[2ο απόσπασμα - από Ζωή]
[3ο απόσπασμα - από Μάρκο],
[4ο απόσπασμα - από Ζωή],
[5ο απόσπασμα - από Μάρκο]
[6ο απόσπασμα από Ζωή]
[7ο απόσπασμα - από Ίκαρο]
[8ο απόσπασμα - από Μάρκο]

Άνοιξε τα μάτια του: στεκόταν στην αμμουδερή παραλία. Ο ήλιος ήταν απογευματινός κι ένα απαλό αεράκι ανακάτευε τα μαλλιά του. Πιο εκεί, δέκα δρασκελιές πιο εκεί, η Ζωή γονατισμένη, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος του έμοιαζε να σχεδιάζει επάνω στην άμμο. Φορούσε ένα ανάλαφρο φουστάνι στο χρώμα της άμμου, οι ώμοι της και ο λαιμός της ελεύθεροι, καθώς είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε μια ψηλή αλογοουρά. Η καρδιά του κλώτσησε δυνατά στο στήθος του: αυτή η θέα του κορμιού της, έτσι μαζεμένο και συγκεντρωμένο με τα ελεύθερα μέρη του έκαναν δυνατότερο τον πόθο που ένιωθε να τον πλημμυρίζει.
Ξυπόλητος άρχισε να πλησιάζει με γρήγορα αλλά ανάλαφρα βήματα.

Μα καθώς έτρεχε άρχισε να χάνει το έδαφος από τα πόδια του, γινόταν όλο και πιο ανάλαφρος και άρχισε να ανυψώνεται. Ήθελε να τη φτάσει, μα με κάθε κίνηση ανέβαινε όλο και ψηλότερα στον ουρανό.
-Ζωή μου! φώναξε και την είδε να χτυπά με δύναμη τα πόδια της και να τον ακολουθεί για να τον φτάσει. Καθώς ανέβαιναν ένας σεισμός άρχισε να συγκλονίζει το νησί τους. Ο Μέμνονας έσφιξε τρομαγμένος το χέρι της Ζωής.

-Μη φοβάσαι! του είπε, το ξέρεις ότι τώρα πια τίποτε δεν θα είναι το ίδιο.

Τα πράσινα μάτια της είχαν γίνει κεχριμπαρένια από τη λάμψη του βουβού μάγματος που έλαμπε στο βυθό του κρατήρα: η καρδιά του νησιού, το ηφαίστειο άχνιζε και οι ατμοί ανέβαιναν στήλες στήλες στον ουρανό.
Μα η Ζωή δε φαινόταν να πτοείται και εκείνος αισθανόταν ξαφνικά ελεύθερος και δυνατός, είχε φτερούγες και πετούσε ψηλά από το νησί τους, στροβιλίζονταν πότε ακολουθώντας τα θερμά ρεύματα και πότε βουτώντας στο κενό.

Και τότε ξέχασε το ηφαίστειο γιατί την είδε, μιαν απίστευτη πλημμυρίδα από νέφη που έτρεχαν επάνω στο ανάγλυφο του νησιού ακολουθώντας κάθε ορεινή πτυχή και κάθε υπερύψωση, μέχρι που χάθηκε όλη μέσα στον κρατήρα και ήταν σα να έβλεπε μια ταινία από το τέλος προς την αρχή και καθώς έψαξε το βλέμμα της Ζωής ένιωσε τον ήλιο να χάνεται πίσω από το σεληνιακό δίσκο…
Σκοτοδίνη του ήρθε και άρχισαν οι παραισθήσεις, κοπάδια γκνου στο έδαφος που έτρεχαν με σμήνη αποδημητικών πτηνών, δυο ποτάμια το καθένα με το δικό του ρεύμα, και αυτό που αρχικά του είχε φανεί υποχθόνιο βουητό σεισμού να είναι ένα ολοένα και καθαρότερο τραγούδι μιας ζεστής γυναικείας φωνής,
Ζωή; σκέφτηκε;
Άνοιξε τα μάτια, είχε προσγειωθεί σε ένα ξέφωτο ενός πυκνού δάσους, εκεί η φωνή ακουγόταν όλο και πιο καθαρά.
Άνοιξε τα μάτια: ήταν ξαπλωμένος –είχε πέσει;, αναρωτήθηκε- αλλά δεν πρόλαβε: Δερβίσσιδες χόρευαν μπροστά του, εκστασιασμένοι από το κυκλικό τραγούδι, που ακουγόταν ακατάπαυστα μια άναρθρη μελωδία που έμπαινε με στην καρδιά σου, έκσταση, σαν κι αυτή των πιστών σε ομαδική τελετή, βηματισμός πανάρχαιος και χοροί ιθαγενών, βήματα, δυνατά πέλματα γυμνά, ενωμένα με τη μάνα γη, φύλλα να μασιούνται, δέρματα βαμμένα, αυλοί προϊστορικοί, χέρια με ακόντια στα χέρια να λατρεύουν τον καταρράκτη, μάτια κρυμμένα στο σκοτάδι να τον παρατηρούν.

Άνοιξε τα μάτια του, -αλήθεια, πόσες φορές ακόμη, πότε ονειρευόταν, πότε ήταν ξύπνιος;- μπροστά του η Ζωή να τραγουδάει, η φωνή της ήταν, η δική της.

------
ΥΓ Για το σημερινό απόσπασμα τα χρωστώ όλα στο yulunga των dead can dance

Thursday, October 11, 2007

Οι σκέψεις μιας πεταλούδας 4



προς προηγούμενες σκέψεις

ΣΚΕΨΗ ΕΚΤΗ


Κουράστηκα πάλι. Πάντα κουράζομαι, όταν οι σκέψεις μου γίνονται πολλές και μεγάλες. Εγώ ήθελα να γίνω πεταλούδα για να μην έχω σκέψεις και να ‘μια τώρα παγιδευμένη στον πραγματικό κόσμο της σιωπής και της σκέψης. Άραγε οι πασχαλίτσες έχουν σκέψεις; Άραγε έχουν δικές τους ή μονάχα ό,τι τους πει κανείς; Καταλαβαίνουν όταν τους μιλάς; Σε θυμούνται;

Νομίζω πως αυτή η πασχαλίτσα που κάθησε δίπλα μου άρχισε να γίνεται ενοχλητική…






ΣΚΕΨΗ ΕΒΔΟΜΗ


Επιτέλους έφυγε! Είμαι και πάλι μόνη επάνω στο λουλούδι μου. Καιρός ήταν. Τελευταία με κοιτούσε ειρωνικά σα να γνώριζε κάτι που εγώ αγνοούσα. Λένε πως οι πασχαλίτσες βρίσκουν πάντοτε αυτόν που αφορούν οι ευχές. Δεν λένε όμως αν τον βρίσκουν μόνο και μόνο για να τον χλευάσουν ή για να του τις μεταβιβάσουν.

Δεν μπορώ όμως να τη ρωτήσω. Όχι μόνο επειδή εγώ είμαι μια πεταλούδα, αλλά και γιατί εκείνη δεν μπορεί να μιλήσει.

Είμαι δυστυχισμένη.





ΣΚΕΨΗ ΟΓΔΟΗ


Νόμιζα πως τώρα θα ήμουν και πάλι χαρούμενη. Ή τουλάχιστον πως δεν θα ήμουν δυστυχισμένη. Όμως το μικροσκοπικό στομαχάκι μου με ποναέι εδώ και μέρες και η καϋμένη λπετή και ευκίνητη προβοσκίδα μου έχρει μουδιάσει από την ακινησία. Τα φτερά μου έχουν γείρει και τα μάτια μου δε βλέπουν πια πολύ καθαρά…

Ανησυχώ: ακόμη είναι νωρίς για να γεράσω. Το καλοκαίρι δεν έχει τελειώσει ακόμα. Έχει καιρό…

Το λουλούδι μου προχθές παραπονέθηκε, πως αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα πρέπει να με τινάξει κάτω. Δεν είναι μόνο ότι το ασχημαίνω με την αρρωστιάρικη όψη μου, αλήθεια πόσο ομόρφυνε τελευταία, αλλά και ότι το νέκταρ του, που τόσες μέρες περιμένει μάταια να τρυγηθεί, βγάζει εδώ και δυο μέρες μια βαριά και μεθυστική μυρωδιά. αυτό είχε σαν συνέπεια να έχουν μαζευτεί τριγύρω ένα μάτσο από έντομα που σφίγγουν απειλητικά ολοένα και περισσότερο τον κλοιό γύρω μου. Ακόμα μοιάζουν να περιμένουν αλλά έτσι και κάνουν ότι ορμούν στο μεθυστικό χυμό, δεν είναι σίγουρο πως το λουλούδι μου θα τα καταφέρει να βγει σώο…

Πρέπει να το σώσω!!

πρός επόμενες σκέψεις

Wednesday, October 3, 2007

Οι σκέψεις μιας πεταλούδας 3


προς προηγούμενες σκέψεις


ΣΚΕΨΗ ΤΕΤΑΡΤΗ


Προσπαθώ εδώ και ώρα να βολέψω τα φτερά μου. Αρχικά νόμιζα πως και αυτό το λουλούδι που είχα διαλέξει παραήταν μικρό. Τώρα όμως που το κοιτάω, έτσι που προσπαθεί να τεντώσει τα πεταλάκια του, βλέπω πως σύντομα θα γίνει ένα μεγάλο, δυνατό και υπέροχο λουλούδι. Ευτυχώς, σκέφτομαι, θα γίνει σίγουρα πολύ πιο ωραίο από εμένα, οπότε και δεν θα έχει λόγο για να με ζηλεύει.

Πραγματικά η χρυσόμυγα δεν θα πρέπει να ήξερε τι έλεγε. Καθώς ο αέρας μας λικνίζει απαλά, τα όμορφα διπλωμένα φτερά μου μοιάζουν σαν να στεφανώνουν το άγουρο ακόμα λουλούδι, μου. Αυτό το ξέρει και καμαρώνει. Μπορεί όμως, εάν γίνει πάρα πολύ ωραίο, να μη με θέλει πια…

Ποιος ξέρει, μπορεί μέχρι τότε να έχει τελειώσει και το δικό μου καλοκαίρι.



ΣΚΕΨΗ ΠΕΜΠΤΗ


Προχθές εκεί που καθόμουνα μού 'ρθε μια πασχαλίτσα. Εγώ εκείνη τη στιγμή ήμουν πολύ απασχολημένη με το να ρουφώ το νέκταρ με την προβοσκίδα μου κι έτσι δεν την αντιλήφθηκα αμέσως. Ναι, ήταν μια μικρή, γυαλιστερή σαν κι αυτές που σου άρεσε να κρατάς στη φούχτα σου και να της λες τα μυστικά σου.
Τις ζήλευα αυτές τις πασχαλίτσες, γιατί εκείνες γνώριζαν αυτό που εγώ έπρεπε να μαντεύω.

Τότε ακόμη δεν ήθελα να γίνω πεταλούδα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι έπρεπε να είχα γίνει πασχαλίτσα. Μια μικρή, γυαλιστερή πασχαλίτσα που θα έβρισκες μια μέρα σε ένα λουλούδι και, αφού θα την ακουμπούσες μαλακά στη χούφτα σου, θα της έλεγες όλα σου τα μυστικά. Και εγώ θα ήμουν συνέχεια εκεί, κολλημένη στη φούχτα σου και θα ρουφούσα ένα ένα τα λόγια σου και θα τα έκανα βούλες στο κόκκινο κορμί μου.

Να, όμως, που είχα γίνει πεταλούδα και συ τις πεταλούδες τις ήθελες πάντοτε ελεύθερες. Σου άρεσε να τις κοιτάς και να τις αγαπάς, χωρίς σε εκείνες να τους το έχεις πει ποτέ. Μονάχα το γλυκό χαμόγελό σου τους το ψιθύριζε τρυφερά, μυστικά: μην τυχόν και το άκουγες. Γιατί αμέσως θα γινόσουν σκυθρωπός και θα έφευγες μπερδεμένος…
(κάτι μου λέει, γιατί τώρα πια το μικρό κεφάλι μου δεν θυμάται και τόσο καλά, πως το ίδιο έκανες και με μένα)

Δεν ξέρω γιατί αλλά ετούτη εδώ δεν τη ζήλευα. Και ας είχε κάτσει στη χούφτα σου και ας είχε ακούσει τα λόγια σου να τη χαϊδεύουν… Σίγουρα… το 'βλεπα στις πολλές της βούλες. Είναι όμως στ’ αλήθεια κρίμα που ποτέ δεν θα μάθω τι είχες ευχηθεί. Βλέπεις, οι πασχαλίτσες δε μιλάνε και οι πεταλούδες δεν μπορούνε να ρωτήσουν…

προς επόμενες σκέψεις

Tuesday, October 2, 2007

Οι σκέψεις μιας πεταλούδας 2


έργο του Anthony Morrow


προς προηγούμενες σκέψεις

ΣΚΕΨΗ ΔΕΥΤΕΡΗ


Ξυπνώ από κάτι μαλακό που χαϊδεύει τα φτερά μου. Τα φτερά μου; Ναι, τώρα πια έχω φτερά. Τώρα πια έχω βγει από το σκοτεινό ανθρώπινο κουκκούλι μου, ένα κουκκούλι που μου πήρε πολλά χρόνια το ροκάνισμά του. Τώρα όμως τα κατάφερα και να 'μαι επιτέλους επάνω στο μικρό νησί μου.

Δεν κουνιέμαι. Τα μάτια μου είναι ακόμα κλειστά και απολαμβάνω το ηλιακό χάδι που προσπαθεί να γιατρέψει τη μικρή καρδιά μου. Σιγά σιγά νιώθω να ρουφά τον πόνο από μέσα και να τον κάνει μια βαθιά κόκκινη σκόνη: μια σκόνη που πέφτει και πάλι επάνω μου και βάφει τα έως τώρα άχρωμα φτερά μου. Νιώθω τις ακτίνες να μου σκανε ζεστά φιλιά: ζεστά υπέροχα φιλιά που αποτυπώνονται σαν κίτρινες πλατιές κηλίδες στα φτερά μου.

Είμαι πολύ περήφανη για τα φτερά μου. Κάθομαι επάνω σε ένα πλατύ φύλλο και τα κινώ νευρικά για να στεγνώσουν.
Ανυπομονώ.
Θέλω να πετάξω, η υγρασία των φτερών μου, όμως, ακόμη τα βαράινει.

Νομίζω πως τώρα πια είναι όλα έτοιμα: νομίζω ότι εώ είμαι έτοιμη!




ΣΚΕΨΗ ΤΡΙΤΗ


Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως ένα τόσο μικρό νησάκι θα μπορούσε να μοιάζει τόσο απέραντο. Πετάω εδώ και ώρες, (ή μήπως είναι μόλις μερικά λεπτά;) και δεν έχω συναντήσει το μέρος από όπου ξεκίνησα. Προσπαθώ να σταματώ λιγάκι για να παίρνω ανάσα, αλλά είμαι τόσο αναστατωμένη που αδυνατώ να καθίσω ήσυχη.

Μόλις συνάντησα μιαν άλλη πεταλούδα!
Καθόταν επάνω σε ένα μπουμπουκάκι και μένα μου φαινόταν αστείο που μια πανέμορφη πεταλούδα είχε διαλέξει ένα τόσο μικρό κι ασήμαντο μπουμπούκι. Μια χρυσόμυγα, που έτυχε να πετά εκεί κοντά, μου εξήγησε ότι το ίδιο θα έπρεπε να κάνω κι εγώ, αν δεν θα’ θελα να μείνω άστεγη τη νύχτα. Όμως, συνέχισε, θα έπρεπε πράγματι να είναι μικρό και άχαρο, επειδή τα ανθισμένα λουλούδια είναι συνήθως ζηλιάρικα και δεν θέλουν να κουβαλούν στο κεφάλι τους μια πεταλούδα που είναι πιο όμορφη από αυτά. Μα, γιατί, ήθελα να ρωτήσω, όμως πάνω στην προσπάθειά μου μπερδεύτηκα στην προβοσκίδα μου και η χρυσόμυγα τρόμαξε και πέταξε μακρυά.

Τώρα κατάλαβα ότι οι πεταλούδες δεν μπορούν να θέτουν ερωτήσεις.


προς επόμενες σκέψεις