Wednesday, August 29, 2007

ΒΟΗΘΕΙΑ ΠΡΟΣ ΠΥΡΟΠΛΗΚΤΟΥΣ...

ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΗΘΕΙ ΞΑΝΑ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙΚΟ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΚΟΠΟ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ!
ΕΚΕΙ ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΧΑΣΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ ΟΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΠΟΡΕΙΤΕ!!

Ο ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΑΠΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
ΑΣΤΡΟΥΣ 111 ΣΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ Η ΚΥΡΙΑ ΣΠΑΤΟΥΛΑ ΣΤΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ 210 5142309 210 5148 629


ΕΤΟΙΜΑΖΟΥΝ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΖΑΧΑΡΩΣ ΓΙΑ 1000 ΑΤΟΜΑ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ:

ΤΡΟΦΙΜΑ
ΡΟΥΧΙΣΜΟ
ΣΤΡΩΜΑΤΑ
ΚΡΕΒΑΤΙΑ
ΣΕΝΤΟΝΙΑ
ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ
ΜΑΞΙΛΑΡΙΑ
ΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΑ
ΣΚΕΥΗ ΚΟΥΖΙΝΑΣ
...............


ΚΟΙΝΩΣ Ο,ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ!


ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ...

ΥΓ ευχαριστώ τη Μαρία Γ. για την ενημέρωση...

Tuesday, August 28, 2007

ΔΙΑΓΡΑΦΗ

ε, ναι λοιπόν, με λογόκρινα...

είχα βάλει ένα βίντεο, ήμουν σε χάλια ψυχολογική κατάσταση, τώρα μου πέρασε και δεν αναγνώριζα το μπλογκ μου...

για όσους το είδαν, ξέρουν...

για όσους δεν το πρόλαβαν, καλύτερα...

χαιρετώ...

πάω να ετοιμάσω αυτό που ξέρω και που μου ταιριάζει: την Ανεμώνη μου...

ΥΓ Καπετάνισσα, συγγνώμη αν σε απογοήτευσα...

Monday, August 27, 2007

Στάχτες


Κοιτάζω τα βότσαλα στα χέρια μου, βρεγμένα, στρογγυλά, ανέπαφα, πανέμορφα, αστραφτερά, άλλα μικρότερα, άλλα μεγαλύτερα, χρωματιστά, με νερά, με ρίγες, αποτελούμενα από ένα ή περισσότερα πετρώματα.
Τα κοιτάζω πάλι, βρεγμένα, στρογγυλά, ανέπαφα, ανέπαφα, ανέπαφα...
πανέμορφα, αστραφτερά, άλλα μικρότερα, άλλα μεγαλύτερα,
αλλά ανέπαφα, ανέπαφα...

Σηκώνω το κεφάλι μου, τόση ώρα είμαι σκυμμένη, τα μικρά παλεύουν να φτιάξουν μια ένα χαντάκι κι μια έναν πύργο στη βοτσαλωτή παραλία, ο μπαμπάς τους τα πειράζει, σηκώνω το κεφάλι μου, απρόθυμα, τόση ώρα με το κεφάλι σκυφτό, κοντά κοντά στο σώμα μου, νιώθω την αρμύρα που έχει στεγνώσει επάνω μου ο καυτός, ο αφύσικα καυτός άνεμος, και κοιτάζω εκεί πέρα: εκεί πέρα που μέχρι χθες ήμασταν ΚΑΘΕ μέρα, εκεί που ΜΕΧΡΙ ΧΘΕΣ έστεκαν τα υπέροχα αιωνόβια πεύκα, εκεί που ένιωθα την ανάσα της Ηλείας να με πολιορκεί, εμάς που καθημερινά προδίδαμε τη μεσσηνιακή θάλασσα για να βρεθούμε εκεί, στην αμμουδερή της παραλία, για τους πύργους των παιδιών και τα γέλια τους...

Δεν μπορώ να κλάψω, δεν βγαίνει ούτε λυγμός, στα χέρια μου σφίγγω τα βότσαλά μου, [βρεγμένα, στρογγυλά, ανέπαφα, ανέπαφα, ανέπαφα...
πανέμορφα, αστραφτερά, άλλα μικρότερα, άλλα μεγαλύτερα,
αλλά ανέπαφα, ανέπαφα]
κλείνω τα μάτια και μπροστά μου, ο πανέμορφος κόλπος, μια ατελείωτη αγκαλιά, με τα ψηλά του δέντρα, θαλερά, στητά, φουντωτά, άλλα κοντύτερα, άλλα ψηλότερα αλλά ανέπαφα, ανέπαφα...
ανοίγω τα μάτια, η μύτη μου αφήνει την αρμύρα και γεμίζει ασφυκτικά από τη μυρωδιά του καμμένου, του καπνού...
ανοίγω τα μάτια και μπροστά μου ο πανέμορφος κόλπος, μια ατελείωτη κόλαση, τα βότσαλα στα χέρια μου νωπά μα τα δέντρα ξερά ως τη ρίζα, καμμένα, τα βότσαλα αστραφτερά, οι φλόγες να φωτίζουν το σούρουπο που σιγά σιγά απλώνει, τα βότσαλα ανέπαφα, τα δέντρα σκιες στον ουρανό, ακούω τις εκρήξεις από κάποιες αποθήκες μάλλον, ο κόσμος που φεύγει, ο κόσμος που φοβάται, ο κόσμος που χάθηκε...

Στέκομαι όρθια στην ακτή, τα μικρά έχουν λουφάξει δίπλα μου, είναι φλόγες αυτά μαμά;, εγώ σφίγγω τα βότσαλα στο χέρι μου, αν τα πετάξω, έτσι δροσερά και ανέπαφα, ένας μικρούλης Δαυίδ θα πετύχω αυτόν τον Γολιάθ;
Αν φωνάξω θα σβήσει η φωτιά;
Θα πέσει σαν το τείχος της Ιεριχούς;
Αν κλάψω θα φτάσουν ως εκεί τα δάκρυά μου;

Αν παρακαλέσω σαν παιδί, πολύ πολύ πολύ, θα ξαναέρθει το αντι-αντι-αντι-προχθές;
Θα ξαναγίνουν όλα όπως πριν;
Οι άνθρωποι θα ξανασηκωθούν;
Θα πάνε χαμογελαστοί στους δικούς τους;
Θα ξαναγυρίσουν τα πουλιά;
Θα ξαναγελάσει εδώ η Πελοπόννησος;;

ΥΓ
μόλις εχθές γύρισα από τις διακοπές...
Ίσως δεν το μάθατε αλλά στην Πελοπόννησο έπεσε ένας μετεωρίτης που κατέστρεψε ό,τι βρήκε...
Δεν έχω ξαναδει κάτι τέτοιο...
Μα σίγουρα δεν θα ξαναδώ τα πανέμορφα εκείνα τοπία που τόσα χρόνια αγαπώ και επισκέπτομαι... εξατμίστηκαν στον ουρανό, χάθηκαν και πάνε...

ίσως τελικά δεν έπρεπε να γράψω, ότι γράφω μυρίζει καμμένο και βγάζει μονάχα στάχτες

συγγνώμη


Tuesday, August 21, 2007

Νηρηίδες - β' μέρος



[μέρος α']

Ήταν κάποια μοιραία Παρασκευή, λίγο συννεφιασμένη και δροσερή, όταν αποφάσισε να παρακούσει τον αδερφό του και να τον ακολουθήσει. Αρχικά το σχέδιό του έδειχνε να πιάνει, καθώς τίποτε δε μαρτυρούσε να τον έχει καταλάβει. Μόλις, όμως, έφτασαν μερικά μέτρα πάνω από τη ρηχή τους σπηλιά, τον άκουσε να του λέει:

-"Και τώρα νομίζω πως ήρθε η ώρα να γυρίσεις πίσω!"

Υπακούοντας γύρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εκείνη την ημέρα έμεινε σπίτι. Είχε χάσει κάθε διάθεση και ντρεπόταν για το πρωινό συμβάν:

-"Να πάρει! Πάλι φέρθηκα σαν ανόητος!"

Έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του και εκεί παρέμεινε να χαζεύει τις ώρες να χάνονται μία μία μέσα στην κλεψύδρα των διακοπών του.

Σαν έφτασε το βράδυ άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα μαύρα σύννεφα: ήταν κάτι περίεργα, σκούρα μαβιά και φουντωτά σύννεφα που στεφάνωναν τη σημερινή πανσέληνο. Κανείς όμως, δεν τους έδωσε σημασία, γιατί σήμερα είχαν γεννητούρια στο χωριό και γινόταν ένα πρώτο μικρό γλέντι στο ταβερνάκι. Ο μόονς που τα είχε προσέξει και είχε λουφάξει ανήσυχος ήταν ο Παναγής. Όταν προσπάθησε κάποιος να τον τσιγκλισει «για να γελάσουν» εκείνος, ίδιος αγριεμένος σκύλος, τους φώναξε:

-"Κάποιον πάρουνε τον… κάποιον, κάποιον πάρουνε τον… απόψε!!"

Ήταν έτοιμοι να το ρίξουν στα χωρατά, γιατί "μα την αλήθεια έχει γούστο ο αφιλότιμος", ήταν έτοιμοι να τον κοροϊδέψουν προσπαθώντας να μαντέψουν τις τρελλές του αντιδράσεις, σαν θα τού ΄λεγαν πως είχε δίκιο και πως τον πίστευαν και πως αδημονούσαν να δουν τα ξωτικά του να χορεύουν στην παραλία τώρα που σίμωναν τα μεσάνυχτα, όταν εκείνος τους παράτησε και βάλθηκε να τρέχει για το ακρωτήρι.

Πέρασε έτσι κάμποση ώρα και κάποια στιγμή εκείνος εμφανίστηκε απορημένος στο ταβερνάκι: κλεισμένος στο δωμάτιό του και απορροφημένος από τις σκέψεις του δεν είχε πάρει χαμπάρι ούτε τα γεννητούρια, ούτε το γλέντι. Τώρα εξουθενωμένος από την ακινησία έψαχνε να βρει τον αδερφό του.
Το ποτήρι έφυγε από το χέρι της μάνας του σαν τον άκουσε να τον αναζητά:

-"Ο Παναγής!" είπε και βάθηκε να τραντάζει τον άντρα της. "Ο Παναγής!"

Όλοι θα την έπαιρναν για μεθυσμένη, το δίχως άλλο, έτσι όπως έκανε σαν υστερική. Κι όμως, όλοι πάγωσαν σαν έμαθαν, πως ο μεγάλος, που όλοι οι άλλοι τον θεωρούσαν κοιμισμένο στην κάμαρή τους, κουρασμένο από τον ατελείωτο περίπατο, δεν είχε φανεί ακόμη…

-"Κάποιον πάρουνε τον… κάποιον, κάποιον πάρουνε τον… απόψε!!"

Εκείνος, ο μόνος που δεν είχε ακούσει τα προμαντέματα του "τρελλού", προσπαθούσε να δώσει μια λογική εξήγηση στην παράλογη αντίδραση των άλλων. Όμως, το κλάμα της μάνας, που ερχόμενη είχε ακούσει ετούτα τα λόγια και τα είχε περάσει για αστείο, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αμφισβήτησης.

-"Η βάρκα, η μουσική, οι κοπέλες και η νυχτιά, αυτά πήραν τον!"

Γύρισε και αντίκρυσε το ιδρωμένο μουσούδι του Παναγή

-"Ναι, σου λέω! αυτές πήραν τον… αυτές … το είδα!!!"

Ήταν λαχανιασμένος κι αναστατωμένος από το τρεχαλητό και τώρα έπεφτε σιγά σιγά σε λήθαργο.

Βρίσκονταν όλοι στην παραλία εδώ και ώρα και περίμεναν μαντάτα: η βάρκα του Στάθη έλειπε, τώρα έμενε να βρεθεί μαζί με το παληκάρι. Όμως, οι βενζίνες πήγαιναν κι ερχόντουσαν ζωρίς αποτέλεσμα: η "κυρά" ήταν αγριεμένη σήμερα και το μπλε φουστάνι της τους απόδιωχνε από κοντά της.

Ξημέρωσε. Τίποτα.
Μεσημέριασε και νύχτωσε ξανά: και πάλι τίποτα.

Τώρα πια ήταν μονάχος. η μάνα του είχε γίνει μια μαύρη κουκκίδα που ζάρωνε μέτην με την ημέρα και ο πατέρας του καθόταν σε μια καρέκλα και χάζευε σα χαμένος τις μύγες που παχιές και γυαλιστερές χαιρόντουσαν μπροστά του τη ζωή.
Τώρα πια ήταν μονάχος και ξεχασμένος στο δωματιάκι του πάνω στο πατάρι να μουσκεύει τα σεντόνια. πριν από λίγες μέρες είχε έρθει και η Δώρα πανικόβλητη: η Δώρα ήταν η κοπέλα του αδερφού του, ένα γλυκό κορίτσι, καμιά φορά όλο νάζι… Τώρα δεν ήταν παρά ένα δυστυχισμένο πλάσμα που αρνιόταν πεισματικά να φάει και δεν μπορούσε να κλάψει…

Κοιτούσε το ταβάνι.
-"Χρειάζεται βάψιμο", φώναξε.
¨-"Βάψιμο χρειάζεσαι εσύ, ασπρουλιάρη" θα του απαντούσε ο αδερφός του, έτσι και ήταν εδώ. Το γνωστό τους αστείο. Μα εκείνος είχε φύγει για πάντα.
"Για πάντα! Ακούς εκεί… για πάντα. Τον δειλό! Τον ψεύτη!"

Ξαφνικά σώπασε: κάποιος έκλαιγε. Σηκώθηκε και βγήκε από το δωματιάκι. Δίπλα ήταν η Δώρα. Πλησίασε, έκατσε στο κρεββάτι και άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Θα της έλεγε ένα παραμύθι για να κοιμηθεί, της είπε κι άρχισε να της διηγείται με μιαν ήρεμη, απαλή φωνή. Δεν πρόλαβε να το τελειώσει: το κορίτσι είχε αποκοιμηθεί και στο πρόσωπό της αχνόφεγγε για πρώτη φορά ένα αδιόρατο χαμόγελο. Κοίταξε το κοιμισμένο πρόσωπό της, που ώρες ώρες του θύμιζε τη δική του κοπελιά, τη Λένα. Εκείνη θα έπρεπε να βρισκόταν τώρα κάπου στην Πελοπόννησο για διακοπές και ένας οίκτος τον πλημμύρισε, ήταν ένας οίκτος οδυνηρός κι απάνθρωπος, γιατί συνειδητοποιούσε επιτέλους την αλήθεια: δεν την αγάπησε ποτέ τη Δώρα ο αδερφός του, όπως ούτε κι ο ίδιος είχε ποτέ κατορθώσει να αγαπήσει τη Λένα κι ας έλεγαν στον εαυτό τους πως τους έλειπαν, πως τις νοσταλγούσαν. Ποτέ τους δεν τα κατάφεραν να νικήσουν τις θαλασσινές, άπιαστες πλανεύτρες που ήξεραν χίλιους θεϊκούς σκοπούς και συνόδευαν τα ανήσυχα όνειρά τους. Ποτέ δεν αγάπησε τη Λένα γιατί πίσω και πέρα από όλα, εκείνος έψαχνε να ακουμπήσει το αέρινο ιδανικό του που τον παράσερνε σε θανατηφόρα ρουφήχτρα… Ποτέ δεν της είχε μείνει πιστός. Η ανάμνησή της φαγωνόταν ώρα με την ώρα από τη θαλασσινή αλμύρα. Ποτέ δεν την είχε νοιαστεί αληθινά, γιατί τότε θα αποζητούσε εκείνη και όχι τη μοναξιά του… Όσο κι αν προσπαθούσε να θυμηθεί τη φωνή, το άγγιγμά της, τόσο οι νηρηίδες τραγουδούσαν δυνατότερα, ώσπου η μελωδία έγινε ουρλιαχτό και η προσπάθεια δάκρυ…

Ο μικρός, μοναχικός και ξεχασμένος αχινός μόλις ένιωθε πως είχε σκορπίσει γύρω του τον πόνο, μα εκείνος θρηνούσε για τα χαμένα αγκάθια του, που είχαν μείνει καρφωμένα σε κάτι απρόσεχτα και τρυφερά πόδια…

Η Δώρα είχε φύγει. Προχθές είχαν έρθει οι δικοί της και την είχαν πάρει με το ζόρι. Τι κουτό. Εκείνη θα έφευγε και με ένα απλό ακούμπηγμα, γιατί εδώ το νησί την έπνιγε: άγριος βρόγχος σε λεπτό λαιμό.
Τώρα ήταν κάπου αλλού και προσπαθούσε να τακτοποιήσει τα κομματιασμένα συναισθήματα και τις κουρελιασμένες σκέψεις της. Καθώς έφευγε το βαπόρι, και ο μεγάλος του όγκος γινότανε ολοένα και πιο μικρός, εκείνος της είχε ψιθυρίσει τρυφερά ένα "αντίο". Δεν θα την ξαναέβλεπε πια.

Η Δώρα, λοιπόν, είχε φύγει και καθώς ερχόταν το απόγευμα ένιωσε πως έπρεπε να πάει και πάλι κοντά στις νηρηίδες του, στις νηρηίδες που τόσο τους είχε θυμώσει. Ήταν όμως γλυκές, απόκοσμες, σχεδόν θεϊκές και το μελωδικό, πηχτό τραγούδι τους έφερνε τη λήθη στο μυαλό του. Έτσι, σε λίγο ξέχασε τη θλίψη του, ξέχασε το θυμό του, ξέχασε ακόμη και τη μάνα του, που πριν από λίγο είχε προσπαθήσει να κλείσει την πόρτα με το σώμα της, παλεύοντας να γίνει ένα με αυτήν. Τίποτε δεν τον σταματούσε καθώς έτρεχε στην αγκαλιά τους, γιατί, βλέπεις, είχε έρθει η ώρα.
Τώρα!



Καθόταν στη βάρκα ακίνητος, καθόταν εδώ στον ομφαλό του κόλπου όπου πριν από ένα φεγγάρι είχε χαθεί ο αδερφός του: ήταν ακριβώς το ίδιο σημείο και εδώ έπρεπε να παραμείνει. Το σούρουπο είχε πλέον αρχίσει, και η νύχτα, καθισμένη ακόμη στην άκρη του ορίζοντα, ετοιμαζόταν να ξεδιπλώσει τα σκούρα της φτερά. ο ίδιος έγειρε προς τα πίσω και πάσχιζε να βολευτεί στη βάρκα.
Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και χάζευε το μάγουλο του ουρανού. Μυριάδες δάκρυα το στόλιζαν και αστροποβολούσαν την αστρική φωνή τους, ενώ πού και πού κάποιο γλιστρούσε και έσταζε. Σιγά σιγά τα σκόρπια δάκρυα έμοιαζαν να ξυπνάνε και να σαλεύουν σαν χορευτές αρχαίου μαιανδρικού χορού.

-"Η Κασσιόπη!"

Η ώρα περνούσε και εκείνος κοιμόταν νανουρισμένος από το απαλό λίκνισμα της βάρκας. Ήταν κουλουριασμένος και είχε τις γροθιές του σφιχτά σφιχτά κλεισμένες, ίδιο μωρό. Παρόλη τη δροσιά του βραδινού εκείνος ένιωθε μια θέρμη: οι νηρηίδες είχαν ξυπνήσει και τον είχαν σκεπάσει με το φως του φεγγαριού. Ονειρευόταν και χαμογελούσε.

Ονειρευόταν πως ήταν ξαπλωμένος στη βάρκα νανουρισμένος από το απαλό της λίκνισμα . Κοιμόταν κουλουριασμένος με τα χέρια του σε γροθιές, όπως τα μωρά. Και παρόλο που η βραδινή αύρα σκέπαζε τη γη, εκείνον τον είχαν, λέει, σκεπάσει οι νηρηίδες με το φως του φεγγαριού…

Και καθώς ονειρευόταν πως ονειρευόταν και μέσα στο όνειρό του έβλεπε άλλο, κι άλλο, κι άλλο κάπου έχασε το τι είναι αλήθεια και τι όχι και δεν κατάλαβε πως οι νηρηίδες είχαν αρχίσει να λικνίζουν την κούνια του ολοένα και πιο δυνατά…

Τώρα το όνειρό του γινόταν πιο σκοτεινό και οι εικόνες του κυλούσαν με αστρονομική ταχύτητα ανάποδα κι έβλεπε να ξετυλίγεται το υφάδι της ζωής του μέσα από τα μάτια του αδερφού του, σε μιαν αντίστροφη ανάπτυξη προς την προγεννητική ανυπαρξία: είδε τον εαυτό του μικρό παιδί στην κούνια, την μάνα του έγκυο σε αυτόν, ένιωσε να βγαίνει από τα σωθικά του η αιώνια κραυγή της γέννησης, του αδερφού του, αιωρήθηκε μέσα στον ζεστό και σκοτεινό ωκεανό της πρώτης φωλιάς και κάπου εκεί ένιωσε τόσο μα τόσο μικρός, ώστε το όνειρο γλίστρησε από τα μικροσκοπικά του βλέφαρα…

τ έ λ ο ς

Tuesday, August 14, 2007

το Μ+Ζ [7] "κυκλοφόρησε"!!!


by Claudecf


Γραμμένο από το νέο μέλος της παρέας, τον Ίκαρο...

Friday, August 10, 2007

Νηρηίδες - εισαγωγή και α' μέρος



Για άλλη μια φορά ανοίγω το σεντούκι μου...


Εισαγωγή στις «Νηρηίδες»

Ένιωθε την αγάπη να του καίει τα χείλη
και να τον σπρώχνει σε μια θύελλα δυνατή σα ρουφήχτρα…
Μα όλα ήταν ένα όνειρο, ένα όμορφο μα απραγματοποίητο όνειρο, μια λειψή εκπλήρωση υπόσχεσης παλιών, παιδικών αναμνήσεων από κάτι παραμύθια που άκουγε μικρός…

(Ιούνης ‘90)


**********************************************************************************


Νηρηίδες


Η βάρκα κύλαγε απαλά και προσεκτικά: οι νηρηίδες κοιμόντουσαν ακόμα και δεν έπρεπε να τις ξυπνήσει και να τις αγριέψει σήμερα, σήμερα που η νύχτα ξεκινούσε με αστροφεγγιά και πανσέληνο, γιατί σήμερα θα μπορούσε να τις δει και να θαμπωνόταν για πάντα, μπορούσαν να τον δουν και να τον τραβήξουν στο διάφανο κόσμο τους. Γι’ αυτό λοιπόν και η βάρκα του κυλούσε τόσο τρυφερά σα χάδι και άπιαστη σα μεσημεριανός αχνός. Μα η δροσιά του βραδιού έκξανε το χάδι χτύπο και βάρυνε τον ανάλαφροι αχνό: η θάλασσα ανατρίχιασε καθώς ένιωσε τις αγουροξυπνημένες κι αγριεμένες νηρηίδες να κλωτσούν την κοιλιά της…

**********************************************************************************

Καθόταν στη βάρκα ακίνητος, καθόταν εδώ στον ομφαλό του κόλπου όπου πριν από ένα φεγγάρι είχε χαθεί ο αδερφός του. Για τον πρόωρο κι ανεξήγητο χαμό του οι αρχές είχαν κατηγορήσει κάποιο αιφνίδιο μπουρίνι και οι συγγενείς ούρλιαζαν, μην μπορώντας να καταλάβουν τι γύρευε μοναχός του τέτοια ώρα στη βάρκα.
Άλλοι πάλι μιλούσαν για κάποια ύπουλα ρεύματα που δίχως άλλο…

Μα εκείνος, εκείνος και μερικοί γέροντες –όπως άλλωστε κι ο Παναγής, ο γερο-τρελλός του χωριού- ήξεραν ότι τον είχαν πάρει οι θαλασσινές πλανεύτρες…

**********************************************************************************

Όταν ζούσε ακόμη η γιαγιά τους, που είχε έρθει εδώ από κάποια μακρινή γωνιά για να ριζώσει πλάι στον παππού, τότε που ζούσαν στο νησί και δεν π[η΄γαιναν ακόμη σχολείο, τους έπαιρνε κάθε απόγευμα και τους πήγαινε βόλτα μέσα στο χωριό. Το καλοκαίρι αγόραζαν από την πλατεία παγωτό χωνάκι, το χειμώνα κάστανα και, αφού άναβαν το καντηλάκι του παππού, που μια θλιβερή μέρα έκλεισε για πάντα τα αστραποβόλα μάτια του αφήνοντας την όμορφη γιαγιά τους μοναχή και απαρηγόρητη –πολύ προτού αυτά γεννηθούν-, αφού λοιπόν άναβαν το καντηλάκι και του ‘λεγαν «όνειρα γλυκά», ίσιωναν τα λουλουδάκια που τον σκέπαζαν και κατέβαιναν μετά σαν αστραπή στην παραλία, όπου χωμένοι σε μια βράχινη κόγχη, προστετευμένοι από το κρύο, αγιάζι το χειμώνα και την κάψα και πολυκοσμία του καλοκαιριού, άκουγαν τα παραμύθια της γιαγιάς αγναντεύοντας τη θάλασσα…

Ναι, ήταν όμορφη και νέα η γιαγιά τους και ήταν όμορφα και παράξενα ταπαραμύθια της που μύριζαν πεταλίδες και φύκια. Καμιά φορά, αν την παρατηρούσες την ώρα που διηγιόταν, έβλεπες πως τα μάτια της γινόντουσαν δυο παράξενα κοχύλια και τα διπλωμένα πόδια της θύμιζαν ουρά γοργόνας…

Να όμως που ακόμα κι οι γοργόνες δεν είναι αθάνατες και η γιαγιά τους αρρώστησε, και να που έπρεπε να μεταφερθεί στην Αθήνα.
Όταν επέστρεψε στο νησί είχε απομείνει η μισή και τα δυο της κοχύλια είχανε θαμπώσει. Όμως, ακόμη και τότε, και παρόλο που και οι δυο είχαν πια μεγαλώσε, συνέχιζαν να πηγάινουν βόλτα και να καταλήγουν στο αγαπημένο τους μέρος λες και το ‘νιωθαν πως δεν θα την είχαν ακόμη για πολύ κοντά τους, λες και τα γένεια που είχαν αρχίσει να ενοχλούν τον μεγάλο να σήμαιναν το τέλος της «παραμυθένιας» τους εποχής.

Όταν εκείνη χάθηκε μια μέρα και ήταν πλέον δύο τα καντηλάκια που έκαιγαν δίπλα δίπλα εκεί ψηλά, ακολούθησε ένας χρόνος σιωπής κι απόγνωσης. Θα ΄λεγε κανείς πως είχαν απομείνει σα δυο καμμένα σπίρτα: κάπως έτσι θα πρέπει να νιώθουν κι αυτά, όταν κρυώνουν πεταμένα και άχρηστα. Τότε ήταν που μέσα σε αυτήν την πίκρα έφυγαν από το νησί…

Όμως, ότι αγαπήσαμε μια φορά στη ζωή μας το κουβαλάμε παντοτινά, όπως κουβαλά κανείς μιαν κατάρα…
Έτσι, η ξεχασμένη φλόγα φούντωσε και πάλι, όταν, δυο χρόνια μετά, κάποιο καλοκαιρινό δειλινό στο νησί, θυμήθηκε ένα από τα ωραία παραμύθια της.
Ο ίδιος τότε άρχιζε να «αντραίβει», όπως του ΄λεγε χαϊδευτικά η απλοϊκή φουρνάρισσα, μα τώρα οι «νηρηίδες» της γιαγιάς ήταν ξανά στο μυαλό του και του τραγουδούσαν με μια γλυκιά φωνή που θα έκανε και αυτές ακόμη τις σειρήνες του Οδυσσέα να σωπάσουν. Μα βλέπεις, ο μεγάλος τόσον και καιρό έμοιαζε να βρίσκεται σε λήθαργο και έκανε ότι δεν θυμόταν πλέον τα παλιά.
Ώσπου μια μέρα τον τσάκωσε να κλαίει σα μωρό στο κοιμητήρι. Έκατσαν τότε παρέα, ο ένας δίπλα στον άλλον στο πεζούλι του ξωκκλησιού και χάζευαν τους γλάρους που ζυγίζονταν στον αέρα. Ήξεραν πως ήταν πλέονπολύ μεγάλοι για τα παλιά ανέμελα παιχνίδια τους, ήταν «περισσευούμενοι» για τη μικρή τους κόγχη που τώρα κάποιοι ανόητοι τουρίστες είχαν μετατρέψει σε σκουπιδότοπο. Ήταν όμως έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις αγαπημένες νύμφες των παραμυθιών τους.

Από εκείνη την ημέρα χάνονταν με τις ώρες ψάχνοντας. Ο ίδιος είχε αρκεστεί στο να χορταίνει το σφυγμό της θάλασσας και να φαντάζεται πως είναι ένας μικρός, μοναχικός και ξεχασμένος αχινός που φρουρούσε τα μυστικά της υγρής του αγάπης πάνω σε κάτι μαύρα βράχια…
Ο καιρός κυλούσε, ένα τεράστιο τσέρκι και τα μελτέμια είχαν αρχίσει. Η κάθε ημέρα περνούσε και τον γέμιζε με μιαν ανησυχία, η οποία σιγά σιγά και ολοένα και δυνατότερα τον πάγωνε και τον τρομοκρατούσε, ένας υπόγειος, ύπουλος σεισμός.
Αντίθετα στον αδερφό του άνθιζε μια υπερκόσμια γαλήνη και το πρόσωπό του είχε γίνει φωτεινό κι απόμακρο και γινόταν ακόμη φωτεινότερο κάθε φορά που τον ρωτούσε πού και πώς είχε περάσει την ημέρα του. Ο αδερφός του έμοιαζε να είναι πολύ κοντά σε αυτό που έψαχνε και, όσο και αν η μάνα του σταυροκοπιόταν κι όσο κι αν τον ξεμάτιαζε, τόσο εκείνος χανόταν με τις ώρες γιανά επιστρέψει κατά το βραδάκι πιο απόμακρος από ό,τι είχε φύγει. Κάποτε τον ρώτησε ανοιχτά, αν θα ήθελε να τον συντροφέψει, αν θα μπορούσε να μοιραστεί το μυστικό τοιυ, μα ο αδερφός του ήταν κατηγορηματικός:
-«Όχι, ακόμη, μα θα γίνει και αυτό…»

Όμως «αυτό» δεν ήθελε να συμβεί κι έτσι το βράδυ μαζεύονταν εκεί, στο ταβερνάκι του θείου τους και σύγκρινε τη δική του αγωνία με τη διάχυτη ευτυχία του αδερφού του, ένιωθε και πάλι σαν το μικρό, μοναχκό και ξεχασμένο αχινό που καρφωμένος σε κάτι μαύρα βράχια τον πλήγωναν τα ίδια του τα αγκάθια.
Παρόλα αυτά έκανε υπομονή και βάλθηκε να εντείνει τη διάρκεια των μακρινών του περιπάτων. Μάταια, έμοιαζε λες και ήθελε να ακουμπήσει τον ορίζοντα: κάθε φορά που νόμιζε πως άκουγε το ποθητό τραγούδι, εκείνο έσκαγε μαζί με τα κύματα στα βράχια και τον έβρεχε περιφρονητικά…

[συνεχίζεται...]

Tuesday, August 7, 2007

Βουτιά στα μπάνια του… «κάποτε»


Τότε που η Ζoe ήταν ακόμη μικρούλα και μάλλον ξέγνοιαστη, τότε που για εκείνη Ελλάδα σήμαινε «καλοκαίρι και θάλασσα, μπάνιο και μυρωδάτη ντομάτα από το μποστάνι της θείας της»
Τότε που ακόμη οικογένεια ήταν όόόλο το σόι, ένα καραβάνι από αμάξια που ξεκίναγε με τα φαγητά και τα τραγούδια της για ημερήσια κατασκήνωση κάτω από τα δέντρα.
Τότε που η θάλασσα ήταν απέναντι από το σπίτι, εκεί στις Αλυκές, και η μυρωδιά από τα αρμυρίκια πασπάλιζε με την νοστιμιά της γυαλιστερές και κυδώνια, πεταλίδες και αχινούς…

Ανταποκρίνομαι στο κάλεσμα του Ίκαρου και ιδού λοιπόν η αφεντιά μου, με μαγιώ φτιαγμένο στο χέρι: δαντέλα, αλυσιδίτσα και κόκκινο τριανταφυλλάκι. Το τελευταίο δεν επιβίωσε της πρώτης βουτιάς, αλλά εκείνο το μαύρο τσαχπίνικο μαγιώ είναι ακόμη χαραγμένο στη μνήμη μου…

ΥΓ Να δώσω πάσα; σε όλα μου τα φιλαράκια... όσα δεν λείπουν σε διακοπές, όσα έχουν κοντά τους παιδικές φωτογραφίες...

Saturday, August 4, 2007

Ιντερλούδιο


Καμιά φορά θυμάμαι τη μακάρια εκείνη χρυσή εποχή, την εποχή της ξεγνοιασιάς και της αθωότητας, θυμάμαι την εποχή που οι άνθρωποι μπορούσαν να βουτήξουν στον ωκεανό του μέλλοντος και της λύτρωσης και τότε χαίρομαι ότι της έχω ξεφύγει… γιατί τότε ζούσε ο κόσμος της λ ή θ η ς.

Μα εγώ δε θέλω να ξεχνάω τίποτα: μνήμες από πρόσωπα, γεγονότα, περιστατικά πλημμυρίζουν το κεφάλι μου σε μιαν ατέρμονη, μοναδική παλίρροια…

Είθε να αργήσει η άμπωτις.
Ίσως τότε στεγνώσω κι εγώ, ξερή αμμουδιά.
Ίσως ακρωτηριαστώ κι εγώ σαν πολυκαιρισμένη μαούνα, που της ξεκόλλησαν τα πετρωμένα φύκια της…

Δεκέμβρης ‘89

Wednesday, August 1, 2007

Μ+Ζ [6] - [6ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα - από Μάρκο]
[2ο απόσπασμα - από Ζωή]
[3ο απόσπασμα - από Μάρκο],
[4ο απόσπασμα - από Ζωή],
[5ο απόσπασμα - από Μάρκο]

Κατεβαίνοντας στο σταθμό του Θησείου ένιωσε ένα κάψιμο στον αυχένα του, βέλη μυτερά να τον τρυπάνε, μέσα από το πλήθος που τον ακολουθούσε προς την έξοδο ξεχώρισε δυο μάτια πρασινόχρυσα να ίπτανται προς το μέρος του. Ώσπου να καταλάβει σε ποιο πρόσωπο αντιστοιχούσαν, είχαν χαθεί και απέμεινε να στέκεται αναποφάσιστος.
-«Βλέπω χωρίς να γνωρίζεστε συντονιστήκατε τέλεια» άκουσε τη γνώριμη γελαστή φωνή της Δέσποινας.
Έκπληκτος κοίταξε προς τα αριστερά του, εκεί που του έδειχναν η Δέσποινα με την Ελένη γελώντας συνομωτικά. Δίπλα του έστεκε μια κοπέλα, αμίλητη: τα μακρυά μαλλιά της ήταν πλεγμένα σαν φωλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και τα μάτια της, καταπράσινα χρύσιζαν από κάποια εσωτερική φλόγα. Ήταν ντυμένη με ένα μακρύ καφέ φουστάνι, στο χρώμα της γης και στο λαιμό της είχε ένα λεπτό κολλιέ, φτιαγμένο από κάτι στρογγυλωπά, αστραφτερά βότσαλα…

-«Ζωή;» άκουσε τον εαυτό του να την ρωτάει ξέπνοα.
-«Νόμιζα ότι είναι δική μου φίλη», είπε πειραγμένη τάχα η Ελένη, όμως εκείνος ούτε που της έδωσε σημασία.
-«Ναι, Μέμνονα, εγώ είμαι» απάντησε η Ζωή κοιτώντας τον βαθιά και σίγουρα μέσα στα μάτια και του έδωσε το χέρι της.
Στο άγγιγμά του ένιωσε ξαφνικά όλη τη δύναμη της θηλυκής ουσίας, από τη μανιώδη σεξουαλικότητα μέχρι την απεριόριστη γονιμότητα. Λίγο ακόμη και θα έσκυβε στο στόμα της να το φιλήσει αν δεν άκουγε την Ελένη να λέει:
-«Μέμνονα, τι δαχτυλίδι είναι αυτό;»
Την κατάσταση την έσωσε η μονίμως ανυπόμονη Δέσποινα. Βαριόταν γενικώς όποτε δεν ήταν στο επίκεντρο των καταστάσεων και ασφυκτιούσε. Χώθηκε τσαχπίνικα ανάμεσα στο Μέμνονα και τη Ζωή και παίρνοντάς τους αγκαζέ, ήταν η καλομαθημένη της παρέας: εκείνη αποφάσιζε συνήθως για τα πάντα. Έτσι και τώρα, χωρίς να ρωτήσει τους πήγαινε στο αγαπημένο της στέκι νομίζοντας ότι καθόριζε τη ροή των γεγονότων.

Καθισμένοι όλοι γύρω από το τραπέζι έπιναν ο καθένας αυτό που είχε παραγγείλει και συζητούσαν για διάφορα. Ο Μέμνονας, λιγομίλητος από πάντα, προσπαθούσε με κόπο να κρατηθεί στη συζήτηση, τα μάτια του σκάλωναν συνεχώς επάνω στα μάτια της Ζωής, και κάθε τόσο, όταν εκείνη χειρονομούσε καθώς μιλούσε, περίμενε ότι θα σήκωνε τις παλάμες της στο ύψος του προσώπου της και ότι θα τις χτυπούσε κοφτά δυο φορές. Περίμενε να ζωντανέψει το κολλιέ που φορούσε και χρυσοπράσινοι κάνθαροι να αρχίσουν να πετούν, φτιάχνοντας ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.

-«Καλέ Δέσποινα» ξεχώρισε τη φωνή της Ελένης «κοίτα τι φοράει η Ζωή στο χέρι της.»

Στη θέα του δαχτυλιδιού της ο Μέμνονας έμεινε άλαλος: το χέρι της κοσμούσε ένας χρυσός κάνθαρος.


Τη σκυτάλη παίρνει τώρα ο Ίκαρος, που θα αποτελέσει από εδώ και στο εξής έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα του Μ+Ζ. Έτσι λοιπόν τρία άτομα θα μπερδεύουν τις σκέψεις και τις ιδέες τους… για να δούμε…
Εννοείται ότι η πρόσκληση παραμένει ανοιχτή και σε άλλους και όσο πάει!!!


[7ο απόσπασμα - από Ίκαρο]