Wednesday, April 30, 2008

σσσσσσσσσστ!

copyright Robert Puciata

Επειδή τελευταία ψάχνομαι εδώ στο δικό μου σύμπαν είπα να αποικίσω και ένα πλανήτη ψιθύρων, όπου θα με βρίσκετε, ιδίως όταν οι εικόνες ή οι ήχοι θα είναι δυνατότεροι από τις σκέψεις μου...

ένα χώρο ηρεμίας και γαλήνης...

Tuesday, April 15, 2008

Μονεμβάσια



Kαι πάλι ανάγλυφη γίνεσαι.


Μέσα μου αναδεύεις τα χρώματα της ψυχής μου με το γκρίζο της ράχης, το σκοτεινό μπλε της αρμυρής σου αγάπης.


Ορθώνεσαι, μια ανάσα μισογκρεμισμένη,
με τη μοναδική σου είσοδο, στεμμένη από την αύρα του ποιητή.

Αγγίζω με δακρυσμένα πέλματα τα λίθινα δρομάκια σου
-χειμώνα μονάχα ή μέρες με αντάρα.-
Κλείνω με πόνο τα μάτια στις γιορτές που σε κάνουν να ασφυκτιάς,
θέλω μοναχα δική μου τη ματιά σου.

Γαληνεύω σαν ακούω την εκκωφαντική σου ησυχία να μου τρυπά τα ώτα,
αιωρούμαι πάνω από το τείχινο στέμμα σου, εκεί που κείτονται οι αναμνήσεις ανάμεσα σε αγριόχορτα.
Μα πάντοτε θα έρχεται η μέρα της φυγής,
μια δίνη με τραβά τότε μακρυά σου...


Κι όμως, για μένα κατοικείς μες την ψυχή μου.
Ανάμεσα σε δυο γουλιές κρασί και λίγο ψάρι,
να μουρμουράς τα μυστικά τραγούδια,
που τα γνωρίζουν μόνο όσοι είναι σε σένα ριζωμένοι.

Πώς τους φθονώ αλήθεια, -ας είναι όλοι τους καλά...-
Πού ξέρεις αν κάποτε αγκυροβολήσω κι εγώ στην αγκαλιά σου...








για τον αγαπημένο μου Ναυτίλο

Monday, April 7, 2008

Οι σκέψεις μιας πεταλούδας 7


προς προηγούμενες σκέψεις


ΣΚΕΨΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ


Η πασχαλίτσα ξαναγύρισε. Η χρυσόμυγα μου είπε πως τελευταία κάποια πασχαλίτσα μοιάζει σα να ψάχνει για κάτι στο μέρος που κάποτε είχε πέσει ο κεραυνός. Έμοιαζε, λέει, σα νά ψαχνε για κάτι το συγκεκριμένο και να φεύγει μετά άπραγη και με σκυμμένο το κεφάλι. Το πράγμα μου φάνηκε περίεργο. Σήμερα το πρωί πέταξα, με βαρειά ομολογουμένως καρδιά, και πάλι στο παλιό μου σπίτι. Περίμενα κάμποση ώρα καθισμένη σε ένα νεαρό θαμνάκι. Πραγματικά η ίδια μικρή και γυαλιστερή πασχαλίτσα εμφανίστηκε κάνωντας κύκλους πάνω από εκεί που κάποτε φύτρωνε το ομορφότερο λουλούδι του κόσμου, σ' αντίθεση με μένα εκείνη φαινόταν να θυμάται λεπτομερώς τα μέρη εκείνα. Περίεργη προχώρησα ανάμεσα σε κάτι μακρυές κλωστές από στάχτη, που κάποτε ήταν χορταράκια. Η πασχαλίτσα γύρισε και με κοίταξε μέ ένα αδιάφορο βλέμμα. Καθώς ήθελα να της φωνάξω, θυμήθηκα πως τώρα πια τα φτερά μου ήταν μωβ αντί για κόκκινα και έτσι δεν μπορούσα να τη ρωτήσω αν με θυμόταν. Είναι σίγουρο πως με είχε γα νεκρή...


Καθώς έκανα να φύγω άκουσα για πρώτη φορά τη ψιλή φωνή της. Μα καλά και αυτό που έλεγαν πως δεν μπορούσαν να μιλήσουν; Ανακρίβειες, αποφάνθηκε με βλέμμα εκνευρισμένο. Ανακρίβειες. Όλα ανακρίβειες, είπε κι πέταξε μακρυά.



-------------------


Σήμερα δε μπορώ να σκεφθώ. Δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτε άλλο εκτός από τα λόγια της πασχαλίτσας. Ή μάλλον τη λέξη της πασχαλίτσας. Ανακρίβειες. Μα, όλα ανακρίβειες; Έτσι φαίνεται. Μα και πάλι ποιος μπορεί να ξέρεις


Γι αυτό, καλά κάνω και δεν τη λαμβάνω υπ' όψιν ως σκέψη.




ΣΚΕΨΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ


Ανησυχώ. Τελευταίο ο ήλιος αργοπορεί όλο και περισσότερο να ζεστάνει ενώ κάθε απόγευμα μας εγκαταλείπει όλο και πιο βιαστικά. Η χρυσόμυγα μου πρότεινε να πετάξουμε μαζί ως τα ανοιχτά την ώρα που περνούν τα καράβια. Μα, την ρώτησα τότε απορημένη, εσύ δεν ήσουν που μού λεγες πως είναι επικίνδυνο; Εκείνη τότε μου είπε πως μονάχα έτσι έχουμε ελπίδες να ζήσουμε περισσότερο. Το καλοκαίρι, συνέχισε βολεύοντας τα γυαλιστερά της φτερά, όπου νά 'ναι τελειώνει, δεν το βλέπεις;


(Είναι η πρώτη φορά που αφήνω μια σκέψη μου μισή και τη υνεχίζω αργότερα. Πράγματι, το καλοκαίρι τελειώνει, και εγώ δεν μπορώ να σκεφθώ τόσο γρήγορα.)


Η χρυσόμυγα έφυγε χωρίς εμένα. Δεν ξέρω γιατί δεν πήγα μαζί της. Εδώ το μόνο πο θα υπάρχει σε λίγο θα είναι πεσμένα φύλλα. Να, και ο δικό μου φύλλο έχει κιτρινίσει, σε λίγο θα κείτεται αι αυτό όπως και τα άλλα. Αλήθεια δεν ξέρω γιατί δεν προτίμησα να φύγω. Δεν ξέρω, ίσως γερνάω.



ΣΚΕΨΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ


Τώρα, όμως, φθάνει ο χειμώνας και 'γω πρέπει να φύγω, πρέπει να βρω ένα ωραίο λουλούδι, ένα ωράιο, κρυμμένο από αχόρταγα και σκληρά χέρια λουλούδι, πάνω στο οποίο θα γείρω τα σκούρα, κουρασμένα φτερά μου και εκεί πάνω, καθώς το χιόνι θα με σκεπάζει, για να γίνω και 'γώ χυμένα πέταλα πολυχρονισμένου άνθους, θα αναπολώ με την προβοσκίδα μου κουλουριασμένη τις σκέψες μου, όσες ήμουν ποτέ σε θέση να έχω ως πεταλούδα, στη σύντομη κι ασήμαντη ζωή μου...



ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ


Είχα κάποτε μια μέρα που ήταν φωτεινή και γιορτινή, όμορφη και μεγάλη. Ήταν μια μέρα ξεχωριστή λίγο γεμάτη, λίγο πολυάσχολη μα και πολύ γλυκειά, μια μέρα στρογγυλή και γυαλιστερή σαν τόπι.


Ήταν η αγαπημένη μου μέρα και την κρατούσα στα δυο μου χέρια συνεχώς. Φορές φορές την τσούλαγα πέρα-δώθε και απόμενα να τη χαζεύω, καθώς αστραποβολούσε κάτω από τον ήλιο. Έκείνη έπαιρνε τότε φόρα κι έτρεχε, έτρεχε χοροπηδώντας, όποτε στο δρόμο υπήρχαν λακκούβες ή πετραδάκια.


Όμως κάποτε που ο ήλιος έμοιαζε να είναι πιο αδύναμος, εκείνη αστραποβολώντας δυνατότερα και τρέχοντας γρηγορότερα ξέφυγε από το δρομάκι και έπεσε μέσα στο πηγάδι των φόβων μου. Από τότε δεν την ξανάδα...


Από τότε κάθομαι δίπλα στο πηγάδι και περιμένω τη βροχή της ελπίδας νά 'ρθει και να το γεμίσει. Το πηγάδι, όμως , είναι τόσο βαθύ και η βροχή τόσο ψιλή...


Δεν την ξανάδα από τότε και ας κάθομα και ας περιμένω χρόνια και είναι κρίμα, γιατί κανείς ποτέ δεν ήρθε να μου πει πως οι μαγεμένοι βάτραχοι των παραμυθιιών έχουν εδώ και αιώνες λευτερωθεί όλοι.
Τ Ε Λ Ο Σ

Thursday, April 3, 2008

Οι σκέψεις μιας πεταλούδας 6

Andrew Unangst - Corbis


ΣΚΕΨΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

'Εκλαιγα συνεχώς με το σιγανό και σχεδόν ανύπαρκτο ήχο που κλαιν οι πεταλούδες. Τα φτερά μου από βαθειά κόκκινα με χρυσαφένιες κηλίδες έχουν γίνει ένα γλυκό μωβ με μαύρα στίγματα. Όλα τριγύρω, έντομα και λουλούδια, έχουν μείνει μαγεμένα και δεν με αναγνωρίζουν. Όμως, εγώ δεν μπορώ να χαρώ την ομορφιά μου: μονάχα όταν πετάω ξεχασμένη πάνω από τα κύματα της κοντινής ακρογυαλιάς και κοιτάζω το καθρέφτισμα της μορφής μου στα καθαρά νερά, νομίζω πως κάποια υδάτινη δίδυμη αδερφή μου ακολουθεί, κολυμπώντας με χάρη, το πένθιμο πέταγμά μου.

Όταν η καταιγίδα είχε σχεδόν περάσει, πέταξα ως το μέρος που κάποτε ήταν το σπίτι μου. Ή τουλάχιστον ως εκεί που πίστευα πως πρέπει να ήταν το σπίτι μου. Το ψηλό δέντρο ήταν ένα καμμένο και τσακισμένο κούτσουρο, το όμορφο λουλούδι μου στάχτη μέσα στις στάχτες. Τίποτε δε θύμιζε πια την ομορφιά του, τίποτε δε θύμιζε τη ζωή που κάποτε υπήρχε εδώ. Καθώς άρχισα να πετάω εδώ κι εκεί, διαπίστωσα μέσα στη θλίψη μου πως δεν μπορούσα να θυμηθώ το λουλούδι μου που κάποτε αγαπούσα τόσο και μια μέρα, όταν θα ομόρφαινε και δυνάμωνε πολύ, θα με τίναζε μακρυά του.

Το βράδυ το πέρασα κουλουριασμένη κάτω από ένα μεγάλο φύλλο και εκεί, καθώς οι τελευταίες σταγόνες της καταιγίδας έπεφταν επάνω στα κουρασμένα φτερά μου, εκείνα απέκτησαν το καινούργιο τους χρώμα.


ΣΚΕΨΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Πρώτη φορά συνειδητοποιώ τί πολύπλοκο πράγμα είναι να είναι κανείς έστω και μια απλή και ασήμαντη πεταλούδα. Δεν ξέρω πώς μπόρεσα να το σκεφτώ, αλλά, όταν ήθελα να μεταμορφωθώ σε πεταλούδα δεν ήξερα τί περίεργες σκέψεις θα είχα. Αλλιώς θά έμενα όπως ήμουν. Τότε τουλάχιστον μπορούσα να εύχομαι και να ελπίζω. Τώρα, όμως, δεν είμαι πια και τόσο σίγουρη. Το κεφάλι μου και η καρδιά μου, τα τόσο μικρά και τα δυό, δεν μπορούν πλέον να χωρέσουν όλα όσα κάποτε με γέμιζαν και γι αυτό πολλές φορές δεν είμαι και τόσο σίγουρη για το τί θά 'πρεπε να νιώθω, για το τί αισθάνομαι στα αλήθεια.



ΣΚΕΨΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

Εχτές πάλι χάζευα τα καράβια. Μια χρυσόμυγα μου είπε πως είναι επικίνδυνο να πηγαίνω τόσο βαθειά στη θάλασσα. Όμως, εγώ θέλω να πηγαίνω σε εκείνα τα βραχάκια, γιατί μονάχα εκεί αισθάνομαι πραγματικά απομονωμένη. Δυστυχώς το νησί μου δε μου βγήκε τόσο α΄δειο όσο το ήθελα. Τώρα σκέφτομαι με μελαγχολία πως θά 'πρεπε να είχα ζητήσει να γίνω πεταλίδα σε έναν από αυτούς τους βράχους. Εκεί θα τα είχα ξεχάσει σίγουρα όλα.