Tuesday, November 18, 2008

πολική αρκούδα - η μη επιστροφή

polar bear pictures




Και κάπως έτσι ο σαλίγκαρος θα ξαναξύπνησε.


Από τη νωπή μυρωδιά του γήινου κορμιού, από τη δροσιά των σταγόνων και το ρυθμικό τους τακ τακ στο καβούκι του. Από τον ατελείωτο καλοκαιρινό εφιάλτη, ολοένα τον ίδιο: ένα ιδρωμένο, ρυτιδιασμένο χέρι, που όλο τον απειλούσε να τον βάλει στο καλάθι του και όλο εξατμιζόταν προτού τον ακουμπήσει...



κάπως έτσι θα ξαναξύπναγα και εγώ...


που δεν είμαι παιδί της ζέστης, αλλά του ψυχρού δυνατού ανέμου,της φουρτουνιασμένης θάλασσας,της ακτής που κροταλίζουν τα βότσαλα στα χέρια των κυμάτων,του δάσους που λυγίζει στα χέρια του Αιόλου,των νεφών που γεμίζουν ζωγραφιές τον ουρανό και κάνουν τον ήλιο και τη σελήνη να μη βαριούνται εκεί στον διάφανο θόλο.



Μα δεν έχω τις ευλύγιστες κι ευαίσθητες κεραίες του κοχλία [πια], νόμιζα μα δεν κουβαλώ την απατηλή ασφάλεια μαζί μου. Απατηλή, αφού το χέρι, αν το ήθελε, θα μπορούσε παρόλα αυτά να με πάρει στο καλάθι του.


Κρυμμένη με θεωρούσα από τον έξω κόσμο, ίσως επειδή έμεινα αρκετό καιρό σιωπηλή, κρυμμένη να αφουγκράζομαι,να παρατηρώ και να μαζεύω...


Μα ήμουν πάντοτε εκτεθημένη εκεί στο δυνατό κρύο, που αγαπώ αλλά και με μουδιάζει.




-με τα μαύρα νύχια μου σκάβω πιο βαθιά-




Ήθελα επιτέλους να πετάξω από το σώμα μου γαζίες: πάντοτε φθινόπωρο, πάντοτε με χρώμα κίτρινο και μυρωδιά κήπου και χώματος...




Και όμως, κοιτώ και παντού όλα είναι λευκά, μια απελπιστική απουσία χρώματος.


Τα βήματά μου, αθόρυβα, με οδηγούν πάνω από παγωμένη αρκτική θάλασσα, μέτρα πάγου με χωρίζουν από το βαθύ μπλε της χρώμα.




Είμαι μια πολική αρκούδα, μοναχική και πεισματάρα, οι φώκιες έχουν βρει αλλού καταφύγιο μα εγώ ψάχνω πάντοτε αυτά που δεν γνωρίζω, τους πιγκουϊνους, που ποτέ δεν θα συναντήσω, να στέκονται αγέρωχοι στο κρύο της αντιπέρα... όχθης, της Ανταρκτικής.




Στα μαύρα μάτια μου κολυμπούν εικόνες από μέρη που δεν γνώρισα και δεν βλέπω [ακόμα;] τον πάγο που συρρικνώνεται, ακούω μα δεν δίνω σημασία στους τριγμούς...




κι αν το σαλιγκάρι διαγράφει με το σώμα του την υγρή πορεία του επάνω στα φύλλα, η απαλές πατούσες μου δεν με πάνε πέρα από αυτό το λευκό.




Στέκομαι εκεί στην άκρη του παγόβουνου και αφουγκράζομαι τις ίδιες μου τις σκέψεις, παγοπούλια που τσιρίζουν κάνοντας κύκλους, δίχως να μπορώ να τις γραπώσω στα πεινασμένα δόντια μου...




και όμως ευτυχώς που υπάρχουν και αυτές έστω και μπερδεμένες, και σπάνε τη δική μου σιωπή.