Tuesday, April 24, 2007
Θαλάσσια ανεμώνη [3ο απόσπασμα]
[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα]
Είχε περάσει ήδη μια ολόκληρη εβδομάδα που αυτή η σκέψη είχε απλωθεί ίδιο παρασιτικό φύκι μέσα στους λαβύρινθους του μυαλού της, παρασύροντάς την σε ψεύτικους υποβρύχιους κόσμους και καταδύσεις σε υποτιθέμενες καταστάσεις. Η μία βουτιά στην άβυσσο έφερνε την επόμενη, και η επόμενη τη μεθεπόμενη, οι φιάλες να αδειάζουν επικίνδυνα, τα πνευμόνια να ασφυκτιούν, μάταια, η μέθη του βυθού έκαναν τα μάτια της να βλέπουν μαύρα ελκυστικά σελάχια, τα αυτιά της να ακούν μυστικά υποβρύχια καλέσματα, το σώμα της να νιώθει ψευδείς ηλεκτρικές κενώσεις, το μυαλό της, ναι αυτό και μόνο την είχε πια προδώσει, το μυαλό της, το στήριγμα και αποκούμπι της, το όπλο και καταφύγιό της, ο σύμμαχος και συνεργάτης της την τραβούσε τώρα σαν τον καρχαρία που αρπάζει το θήραμα με τα αδυσώπητα δόντια του σε μια μάταιη μάχη επιβίωσης.
Έπιασε τις σελίδες και τις έσκισε αργά μία μία και με κάθε χρατς ένιωθε και μια μαχαιριά να της τρυπάει την καρδιά, ένιωθε και από ένα πλοκάμι της ανεμώνης να της καίει το σώμα, να τη πάλι, αυτή η σκέψη, να τη, σαν ένα κοπάδι από τσούχτρες που το ρεύμα μοιάζει να τις φέρνει μία μία μέχρι που ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι όλη η θάλασσα έχει γίνει ένα κοπάδι, πως είναι παντού, γύρω σου, κάτω σου, στο σώμα, στα μαλλιά σου, σε καίνε, κολλούν απάνω σου, να ουρλιάζεις από πόνο και τρόμο, μη σου κολλήσουν στα μάτια, στο στόμα, μήπως σου κοπεί η ανάσα, βοήθεια, ναι βοήθεια, όμως στο βυθό καθένας παλεύει μονάχος, είσαι δεν είσαι στο κοπάδι, κάθε ψάρι είναι ασπίδα σου όσο κι εσύ αντέχεις, αν σε ψαρέψει ο εχθρός μένεις μόνος με τη μοίρα σου, μια μπουκιά λιγότερη ανάμεσα στις πολλές, στις όσες ξεφύγουνε, μονάχα εσύ απομένεις, αντιμέτωπη με τα τρομακτικά κοφτερά δόντια, τα άπειρα και πεινασμένα.
Παύση, οι υπόλοιπες σελίδες αφημένες πρόχειρα στο τραπέζι, στο πάτωμα, στον καναπέ, δεν έχει σημασία, ποιος νοιάζεται, ποιος νοιάζεται αλήθεια, όταν τον μαχαιρώνουν αν η λαβή είναι μεταλλική ή ξύλινη, αν είναι πλατιά ή στενή λάμα, ο πόνος, οξύς και συνεχής είναι ο ίδιος. Τηλέφωνο που χτυπά, χέρι που σηκώνει το ακουστικό, ανάσα που κόβεται στο άκουσμα του υποβρύχιου σφυρίγματος. Πανικός και τρόμος, αγωνία και άγρια χαρά, σκέψη πρώτη και αθόρυβη: να το, να το, το σελάχι, ήρθε, ήρθε στα αλήθεια, σκέψη δεύτερη και αμείλικτη: προσοχή, μη φύγουν φυσαλίδες, δεν είναι σελάχι είναι ο καρχαρίας του μυαλού σου που οσμίζεται τις ματωμένες άκρες της καρδιάς σου, αλήθεια, τόση χαρά, τόση ευτυχία, πού πήγε, πού κρύφτηκε, έλιωσε και διαλύθηκε στο υποβρύχιο ρεύμα, παρασύρθηκε μακριά και την άφησε μόνη της με τις παραισθήσεις της. Καμιά φωνή δεν ακούστηκε, ούτε ψίθυρος ούτε ήχος, μονάχα αυτό το ψυχρό κλακ, λάθος νούμερο, λάθος στιγμή για επικοινωνία.
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7o απόσπασμα], [8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα],
[10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]
Ετικέτες
θαλάσσια ανεμώνη
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
5 comments:
τα περισσότερα εξαρτώνται από τον σωστό χρονισμό, έχεις δίκιο...
γράφεις υπέροχα!!!
μου έκοψες την ανάσα σου λέω...
αλήθεια!!
Καλησπέρα, Μάρκο, το μυρίστηκες τελικά, ο χρονισμός παίζει –και όχι μόνο σε αυτήν την ιστορία- ένα πολύ σπουδαίο ρόλο, με απασχολεί συχνά αυτή η σκέψη, όχι τύπου «τι θα γινόταν αν» που είναι τόσο γενικό και αόριστο, σαν να κυνηγάμε τις πιθανότητες που μας έφεραν εδώ που είμαστε και είναι πια τετελεσμένες, όσο του τι γίνεται, όταν το σταθερό και βέβαιό μας «τώρα» απειλείται από ένα «κάτι» δυνατό και επικίνδυνο που όμως χτυπά σαν σε στέρεα[;] κτισμένη προκυμαία… [Υπάρχει αλήθεια κάτι τέτοιο, και ποιος επιβιώνει και πώς… ]
Και τι γίνεται αλήθεια όταν αυτό το «ετερόχρονο» κάτι, που μοιάζει να μην έχει θέση στη χρονική ρουτίνα της ζωής μας, μας πλημμυρίζει αθόρυβα και ύπουλα, σαν ένα κοπάδι τσούχτρες, σαν το αόρατο δηλητήριο της θαλάσσιας ανεμώνης, την ώρα που εμείς ανέμελοι χαιρόμαστε τη θάλασσα;
Μaika, καλώς ήρθες στον κόσμο μου. Το σχόλιό σου με τιμά ιδιαιτέρως: τα κείμενά σου δυνατά και γεμάτα εικόνες με γλώσσα ζωντανή και γήινη με συντροφεύουν και με κάνουν να γελάω και είναι μεγάλο χάρισμα αυτό, αλήθεια… Σε ευχαριστώ!
Άραγε υπάρχουν "λάθος στιγμές"; και γιατί μας αρέσει πάντα να επικαλούμαστε το "σωστό/λάθος timing"; Είναι γιατί ο χρόνος αποτελεί το καλύτερο άλλοθι ή επειδη οι έννοιες σωστό και λάθος είναι τόσο ρευστά υποκειμενικές; (ανοίγω θέμα το ξέρω...αλλά είναι όλα αυτά τα χαζοερωτηματικά που σου καρφώνονται στο κεφάλι!)
Χμ,ναι mata-ntomata, ανοίγεις όντως θέμα και είναι ευρύ και δύσκολο να απαντηθεί. Ο χρόνος γενικά από μόνος του είναι αμείλικτα ρευστός και σχετικός –άλλοτε να περνά αργά και ανυπόφορα, άλλοτε να ξεχύνεται και να χάνεται.
Δεν ξέρω αν υπάρχουν «λάθος στιγμές» ή «λάθος χρονισμένες στιγμές». Όταν συναντάς κάτι υπέροχο ή διαφορετικό ή γοητευτικό ή επικίνδυνο σε φάση που εσύ είσαι ή νομίζεις ότι είσαι χορτάτος, ικανοποιημένος, γεμάτος και σίγουρος και τότε διαπιστώνεις κάτι να σκιρτά και να αποκολλά από πάνω σου και από τη σιγουριά σου και να κρυφοκοιτά αυτό το νέο κάτι με δέος ή προσμονή, ενδιαφέρον ή φόβο τότε συνειδητοποιείς ότι κι αν τελικά δεν υποκύψεις, ενδιαφερθείς, αν το αγνοήσεις και προσπαθήσεις να το ξεπεράσεις, ίσως σε κάποια άλλη χρονική στιγμή να είχες αλλιώς αντιδράσει… Τότε λοιπόν θεωρώ ότι το αποτέλεσμα είναι θέμα χρονισμού.
Αντίθετα αν αυτό το κάτι, όλα αυτά τα εκατομμύρια κάτι που μας βομβαρδίζουν, μας αφήνει αδιάφορους και ασυγκίνητους πιθανόν όποια στιγμή κι αν μας συναντούσε, πάλι την ίδια αταραξία θα νιώθαμε, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς χημεία σπανίως θυμόμαστε όλα τα πρόσωπα που συναντάμε στο διάβα μας μέσα στην πολύβουη πόλη...
Post a Comment