Κόντευε να νυχτώσει μα δεν ήθελε να σταματήσει ούτε λεπτό να διαβάζει. Τα μάτια της, που είχαν πια συνηθίσει στο λιγοστό φως, λίγο αν ξέφευγαν από το χαρτί θα έχαναν, λες, την ικανότητα να το ρουφούν. Θά 'χαναν την ικανότητα να σιγολάμπουν και να το φωτίζουν με το δικό τους θαμπό φως. Γιατί έκλαιγε, καθώς διάβαζε, και τα δάκρυα άλλοτε άστραφταν στο τελευταίο φως που τα χάιδευε, άλλοτε γίνονταν κρύσταλλο που τ' αγκάλιασε πάχνη και δε μπορούσες πια να ξέρεις τι έβλεπαν τα μάτια στ’αλήθεια και τι δημιουργούσε το μυαλό.
Μα κάποτε την έκοψε η ματιά της, μια σουβλιά από την υπερένταση, κάποτε γύρισε να δει, να φανταστεί το ηλιοβασίλεμα που δεν φαινόταν από το κρεββάτι στο οποίο είχε γείρει και τότε η συνέχεια χάθηκε, το φως διαλύθηκε και τα δάκρυα έπεσαν με βρόντο στο πάτωμα. Τα δάκρυα γαντζωμένα από τις σελίδες του βιβλίου αρνιόντουσαν πεισματικά να πέσουν, μέχρι που το κουρασμένο χέρι τ’άφησε να βροντήσουν όλα μαζί κάτω. Γι’αυτό και έκαναν τόσο θόρυβο πέφτοντας.
Γύρισε το κεφάλι της προς τη μεριά του τοίχου και παρατηρούσε το σημάδι από κάποιο κάδρο που πρέπει να τον κοσμούσε χρόνια μέχρι που κάποιος το έβγαλε, μέχρι που έπεσε, ίσως, και κανείς δεν έσκυψε να το πιάσει. Τα μάτια της, όμως, θυμόντουσαν ακόμη κάθε λεπτομέρειά του τό’βλεπαν ακόμη εκεί και στην εικόνα του χαμογελούσε.
-Για δες, λοιπόν, που έμεινε για πάντα εκεί, σκεφτόταν, για δες, λοιπόν κάτι πράγματα που συμβαίνουν.
Από την ανοιχτή κουρτίνα μπήκε ένα περίεργο έντομο και πήγε και κάθισε στο κέντρο του κάδρου, στο κέντρο του χώρου που άλλοτε κρεμόταν το κάδρο. Σημάδι, μπα, μια σύμπτωση όλη κι όλη. Είχε περάσει ανεπιστρεπτί ο καιρός που η φύση συνομιλούσε μαζί της, τής έγνεφε και τής εξηγούσε, την καθοδηγούσε ή την παρηγορούσε, όταν όλο αγωνία σήκωνε το βλέμμα της στον ουρανό για να βεβαιωθεί ότι τουλάχιστον αυτός έστεκε εκεί αόρατα γαλανός, άυλα στέρεος, εκεί, ένας ζεστός χειμωνιάτικος σκούφος που θα την έκρυβε από τα άπειρα φωτεινά μάτια της νύχτας.
No comments:
Post a Comment