Στα μάτια η θάλασσα όλο και ξεμάκραινε… αργά, αθόρυβα, σαν ένα μυστικό που το γνωρίζει μονάχα ένας, σαν το χάδι που κυλά –αργά κι αθόρυβα- από την πλάτη όλο και πιο χαμηλά.. Οι γλάροι, μεγαλόσωμοι και επιβλητικοί κύκλωναν από παντού τον υδάτινο δραπέτη που όλο και ξέφευγε, γλύστραγε και χανόταν σαν ένα καλόβολο μα επίμονο ποτάμι… Σε λίγο εμφανίστηκαν παιδιά από την προκυμαία, με ποδήλατα και μπάλες, χαίρονταν τον ανοιγμένο, τον αδειασμένο χώρο σε χρόνο δανεικό και μετρημένο, μέχρι που η θάλασσα θα επέστρεφε και πάλι να γεμίσει με την αρμύρα της την παραλία. Και κάπου στο βάθος κάποιος πάνω σε μια ιστιοσανίδα με ρόδες και γλύστραγε πάνω στα κύματα της άμμου…
Σηκώθηκα από τον βράχο κι άρχισα να περπατώ στην υγρή άμμο. Ο ήλιος λαμπύριζε επάνω της απαλά, δεν είχε και πολύ κουράγιο να ξεπροβάλει από τα σύννεφα που τον έπνιγαν. Περπατούσα ίσια μπροστά, ακολουθώντας τα νωπά ακόμη χνάρια του δραπέτη που τώρα πια είχε χαθεί στο βάθος, σκύβοντας κάθε τόσο μαγεμένη από την πληθώρα των αλλόκοτων πραγμάτων που συναντούσα: πλάι σε κοχύλια, κόκκαλα από σουπιές, ξύλα –σμιλεμένα από την αρμύρα της θάλασσας-, νεκρά ψάρια, σκουλήκια, σκουπίδια και ό,τι είδους φύκια μπορούσες να φανταστείς βρήκα ένα ζευγάρι παλιά γυαλιά, ένα πιόνι από σκάκι, μια ακέφαλη πλαστική κουκλίτσα και ένα μικρό κομμάτι από τούβλο με τμήμα επιγραφής
… UANCO
… UL GERIN
… ONQUAY CALV
Το σήκωσα στο χέρι μου, γέμιζε την παλάμη μου ευχάριστα και μουρμουρίζοντας ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι, το έχωσα κι αυτό στην αριστερή μισογεμάτη τσέπη της μακριάς ξεχειλωμένης ζακέτας μου.
No comments:
Post a Comment