Thursday, July 26, 2007

Το πορτραίτο



[άλλο ένα πολύ παλιό κείμενο από το σεντούκι μου...]


ΕΣΤΕΚΕ ΕΚΕΙ με τα μάτια στυλωμένα στο απέναντι κάδρο, αφημένη με εμπιστοσύνη στο λικνιστό χορό των κυμάτων του, ενώ το μαϊστράλι της ανακάτευε τα μακρυά της μαλλιά.
Αν την καλοπαρατηρούσςε θα’ βλεπες, πως οι υγρές σταγονίτσες στο πρόσωπό της δεν ήταν παρά αυτόχθονα προϊστορικά δάκρυα που, επιτέλους, είχαν βρει την ποθητή διέξοδο στο μέχρι τώρα στεγνό μάγουλό της… θα ΄βλεπες πως το μαϊστράλι ήταν οι ριπές του ανεμιστήρα που δούλευε στο φουλ τούτο το καυτό βραδάκι του Ιούλη….
Ξάφνου το αμήχανο χέρι της ακούμπησε τα χειρόγραφά της και ένας πόνος την έκανε να κλείσει τα μάτια και να σφίξει τα χείλη…
-«Να το λοιπόν που είχε συμβεί!!»

Ήταν απόγευμα και εκείνη, χωμένη στη μικρή τουαλέτα, έγραφε και πάλι τα «δικά της»: το ‘ξερε ότι αυτό τον στεναχωρούσε και τον τσάντιζε, μα ο πειρασμός ήταν μεγάλος και η φουρτούνα τρομερή και έτσι βρισκόταν τώρα κρυμμένη εκεί ψάχνοντας τη λύτρωση μέσα από το γράψιμο. Όμως, η στιγμιαία έμπνευση άρχισε να διαρκεί λεπτά, τέταρτα, ώρες και τότε ακολούθησε η δικαιολογημένη εισβολή του μαζί με την καταιγίδα του θυμού του, κάτι που ήταν άλλωστε αναπόφευκτο: την είχε τσακώσει ξανά, της είχε πάρει και πάλι τα γραφτά της από τα χέρια και όπως πάντα τα διάβαζε και τα κριτικάριζε με τον ίδιο άπονο και απόλυτο τόνο της οργής του…

-«Μα βρήκε κι αυτός τη σελίδα να διαβάσει», σκέφτηκε…

«Ζω σε λάθος εποχή» έγραφε «κι ένιωθε» λέει «απομονωμένη και ανήμπορη να καταλάβει…»

-«Μα βρήκε κι αυτός τη σελίδα…»

Ε, και τότε άρχισε να καγχάζει λέγοντας, πως φυσικά και ζει σε λάθος εποχή, και σε λάθος τόπο και πως ο ίδιος ήταν ερωτευμένος με λάθος άτομο, γιατί φυσικά δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους μάγισσα ήταν και πώς είχε φτάσει αυτός ο «τόσο λογικός και νορμάλ άνθρωπος» να τον έχει συνεπάρει έτσι η τρέλλα της…

Ναι, μέχρι και μάγισσα την είχε αποκαλέσει:

-«Μονάχα μάγισσα θα έγραφε τέτοια ακαταλαβίστικα για να τα κάψει στη συνέχεια στο νεροχύτη!»

Κάθισε στην καρέκλα, αφού έσβησε τον ανεμιστήρα, με την άχαρη και μονοκόμματη κίνηση μιας κούκλας, σαν αυτές που κρέμονται ξεχασμένες χρόνια στην απέναντι ΕΒΓΑ, μέχρι να τις αγοράσει κάποιος τσιγκούνης θείος στα «αχαΐρευτα» ανίψια του. Η πλάτη της είχε πιαστεί λες και όλο το άγχος της είχε κρυφτεί στη στενόμακρη σπηλιά της σπονδυλικής της στήλης…

Τώρα στεκόταν και πάλι εκεί και ντο βραδάκι είχε ξαναγίνει απόγευμα και απέναντί της έστεκε εκείνος θυμωμένος και έλεγε, έλεγε μα εκείνη δεν τον άκουγε πια. Μονάχα χάζευε απορημένη τα φρύδια του, ίδια μαύρα δελφίνια, που βουτούσαν στον σκοτεινό ωκεανό των ματιών του…
Τα δελφίνια έφυγαν τρομαγμένα μακρυά και θυμήθηκε τότε που ήταν μικρή και πήγαινε στο νησί και στη διαδρομή παρακαλούσε «τον καλό Θεούλη» να της στείλει ένα δελφινάκι, για να ανέβει στη ράχη ου και να φτάσει πρώτη στη σπηλιά που στα παιδικά της χρόνια αποτελούσε την επίγεια απόδειξη του Παραδείσου… Αχ! Πώς θα ήθελε να ‘ταν και πάλι εκεί και να μαζεύει πεταλίδες, ενώ η μαμά της θα την έψαχνε για να της βρέξει το καπέλο μην τύχαινε και πάθει ηλίαση, πού… στη σπηλιά!!!

Καθώς όμως γύρισε το κεφάλι για να μυρίσει τη θάλασσα από τον απέναντι τοίχο, ένας κρότος πέτρωσε τα κύματα και ο γλάρος απέμεινε καρφωμένος στο μέσο του ουρανού. Το πέταλο στο πάτωμα μαρτυρούσε τι είχε συμβεί: εκείνος είχε φύγει ξαφνικά και είχε κοπανήσει την πόρτα με τόση δύναμη, που το καϋμένο το πέταλο έπεσε ξαφνιασμένο και αγουροξυπνημένο από το τράνταγμα. Με το πέσιμό του είχε σημαδέψει το παρκέ και μπορούσε ήδη να ακούσει την γκρίνια της κυρα-Ειρήνης, που μόνο ειρήνη και ησυχία δεν σήμαινε ο ερχομός της στην αρχή του κάθε μήνα…

-«Να το λοιπόν που είχε συμβεί!» και είχαν ξανατσακωθεί, όπως άλλωστε έκαναν τόσο συχνά, τελευταία…

Τώρα ήταν και πάλι βράδυ, είχε βγάλει την καρέκλα της στο μπαλκόνι, καθόταν με τον σκουπιδοτενεκέ αγκαλιά και έριχνε σε αυτόν αργά και εκδικητικά μια μια λωρίδα από τις σελίδες της. Το γέλιο της ακουγόταν ίδιο γέλιο μικρού παιδιού που έκανε την πρώτη του σκανταλιά: για πρώτη φορά φερόταν «φυσιολογικά» και έσκιζε «πολιτισμένα» τον κόπο της. Σιγά σιγά άρχισε να βρίσκει τον ήχο του χαρτιού που σκιζότανε ευχάριστο και θα τολμούσε να πει ακόμη και μελωδικό. Βάλθηκε λοιπόν να ξαναβγάζει τις λωρίδες από μέσα, να σχηματίζει ματσάκια και να τα σκίζει και να τα σκίζει μέχρι που οι χούφτες της δεν έφταναν πια και κάθε τόσο άδειαζε τις νιφάδες της από το μπαλκόνι. Ο σπόρος από κάτω φώναζε χαρούμενος, μιλούσε για «χιόνι καλοκαιριού». Θα το ‘στρωνε επιτέλους εκείνο το αποχαυνωτικά ζεστό βράδυ… Άπλωνε τα χεράκια του μέσα από τα κάγκελα και τσίριζε όποτε μια «νιφάδα» του ακουμπούσε την παλάμη.
Έχοντας βαρεθεί πλέον τις ενοχλημένες φωνές των «από κάτω», που πάσχιζαν να την επαναφέρουν σε τάξη, σηκώθηκε και κοίταξε προς τη διασταύρωση στα δεξιά, μπας και φαινόταν κανείς….

-«Τώρα θα είναι στην Αγγελική και θα παραπονιέται»

Ο ήχος του τηλεφώνου την τράβηξε μέσα. Ήταν η Νίκη: βαριόταν και είχε όρεξη για κουβέντα…

Η ώρα είχε πάει κιόλας δέκα και μισή, είχε κάνει ήδη άλλα δυο ντους και θα έκανε άλλο ένα, έτσι που βαριόταν. Στο τέλος προτίμησε να κάτσει και πάλι στο μπαλκόνι και τότε άρχισε να μετράει τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τους περαστικούς, τα παράθυρα, τις γάτες, τις νεραντζιές… τα πρόσθετε, τα διαιρούσε τα πολλαπλασίαζε… την είχε πιάσει μανία. Ξαφνικά θυμήθηκε πως στο μπαλκόνι δεν είχε φως και όταν το άναψες και πάλι από την αρχή.

Η ώρα ήταν κιόλας δώδεκα και εκείνη ξεσκόνιζε, ξανάπλενε τα καθαρά πιάτα που είχαν μείνει από το μεσημέρι στο στραγγιστήρι και ξήλωνε ένα παλιό μπλουζάκι που είχε βρει στο συρτάρι της. Όταν κουράστηκε έσβησε το ξεχασμένο φως στο μπαλκόνι, μάζεψε τα μαλλιά της σε ένα χαμηλό κότσο και ξάπλωσε στον καναπέ κοιτώντας την εξώπορτα. Καθώς έκλαιγε έσφιγγε με δύναμη ένα μαξιλάρι: εκείνη την ώρα ξυπνούσε η ζήλεια. Ξαφνικά μισούσε όλη της την παρέα, όλους τους γνωστούς και προπαντός εκείνον. Τώρα που συνειδητοποιούσε ότι δεν θα επέστρεφε το βράδυ, πως θα ξυπνούσε το πρωί χωρίς να τη χαϊδέψει η φωνή του, τώρα που τον έβλεπε να χάνει την αγάπη του γι’ αυτήν, την έπιανε τρόμος και αγωνία… σιγά σιγά η ζήλεια εξατμίστηκε και απέμεινε φοβισμένη και μόνη στον καναπέ…

Κατά τις τέσσερις ξύπνησε αλαφιασμένη από έναν εφιάλτη. Ο ύπνος την είχε πάρει με αναμμένα τα φώτα και τα κουνούπια έκαναν γιορτή μες το σαλόνι. Χωρίς να δώσει σημασία προχώρησε προς το κοινό γραφείο και άνοιξε το δεύτερο συρτάρι, το δικό του. Εκεί μέσα αυτός, η προσωποποίηση της τάξης, γινόταν το αυθόρμητο εκείνο άτομο με το γοητευτικό χαμόγελο, που ένα απόγευμα της είχε κλέψει την καρδιά: όλη του η αφέλεια και όλο ο αυθορμητισμός του ήταν παρόντες εδώ. Μέσα από εκείνον τον μπερδεμένο χαρτολαβύρινθο ξεχώριζε ο κίτρινος φάκελος: η αχίλλεια πτέρνα του: αν εκείνη είχε μανία με το γράψιμο, ετούτος εδώ σκιτσάριζε συνεχώς. Ήταν η δική του δικλείδα ασφαλείας, αυτό το μικρό μπλοκάκι με το ασορτί μολύβι. Να λοιπόν και οι δυο τους τρωτοί, αλλά φυσικά αυτός ντρεπότανε γι αυτήν του την «αδυναμία», όπως τόσο άδικα αποκαλούσε το ταλέντο του…

Τράβηξε απαλά τον φάκελο και τον χάιδεψε. Από το συρτάρι αναδυόταν το άρωμά του και για μια στιγμή ένιωσε φευγαλέα μια ιδέα ζήλειας, η οποία όμως εξατμίστηκε αμέσως μόλις από τον φάκελο ξεχύθηκαν ολόγυρά της τα καταπιεσμένα χαρτιά. Έριξε μιαν αναποφάσιστη ματιά προς την εξώπορτα μα αμέσως χαλάρωσε κι άρχισε να τα ξεδιαλέγει ένα ένα… ήταν πολλά και τα περισσότερα της ήταν ήδη γνωστά…

Είχε περάσει κάμποση ώρα και ετοιμαζόταν να τα βάλει και πάλι μέσα, όταν, μέσα από τον απείραχτο ακόμη σωρό, ξεχώρισε κάτι που δεν το είχε ξαναδεί: ήταν το πορτραίτο της. Για λίγο χρειάστηκε να ακουμπήσει το χαρτί στο πάτωμα καθώς το αναστατωμένο χέρι της έτρεμε φοβερά…

Της πήρε αρκετή ώρα μέχρι να ηρεμήσει. Στο τέλος κατάφερε να συγκεντρωθεί και να διακρίνει μία μία τις λεπτομέρειές του: υα μακρυά της μαλλιά έπεφταν ανάλαφρα, το φρύδι της ανασηκωμένο σε στάση ειρωνικής απορίας… δεν ήταν παρά ένα απλό σκίτσο κι όμως την άγγιζε και τη συγκινούσε, έδειχνε πιο αληθινό από την ίδια. Μέσα από τα κατωφερή της μάτια φαινόταν τόση αγάπη μα και τόσος πόνος, όσον εκείνη δεν έδειχνε ποτέ, γιατί –αν και θεωρούσε τον εαυτό της αυθόρμητο- είχε μάθει με τα χρόνια να κρύβεται καλά…. ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Τελικά δεν τα είχε καταφέρει.

-«Ευτυχώς!» σκέφτηκε και είχε δίκιο.

Ευτυχώς που δεν τα είχε καταφέρει να του κρυφτεί. Επιτέλους, τώρα πια θα μπορούσε να αφεθεί και να του μιλήσει…

Χαρούμενη άρχισε να μαζεύει όλα τα υπόλοιπα χαρτιά και να τα ξαναβάζει στον φάκελο. Κάθε τόσο κοίταζε το προτραίτο της και αναρωτιόταν γιατί δεν της το είχε δείξει, γιατί δεν της το είχε πετάξει καμιά φορά κατάμουτρα, όταν εκείνη τον κατηγορούσε ότι αρνιόταν να την καταλάβει.

Όταν τελείωσε το χάιδεψε και τότε κατάλαβε ότι έτσι έπρεπε να γίνει και πως έτσι και έγινε και συνέβη όλη αυτή η φασαρία σήμερα, για αυτό και είχε φύγει, για να το βρει μόνη της.. Ναι, κι έτσι κι έγινε και να την εδώ χαρούμενη κι ευτυχισμένη που δεν θα χρειαζόταν πια άλλα άγρια ξενύχτια με λευκές κόλλες και μαύρα σκουλήκια…

Κοίταξε ξανά το προτραίτο και είδε και τον εαυτό της στον καθρέφτη πάνω από τον μπουφέ. Κοίταξε ξανά και ξανά και τότε κάτι την ανησύχησε, καθώς είδε την απαίσια αντίθεση του μελαγχολικού κοριτσιού και της ευτυχισμένης αντανάκλασης να της βγάζει τη γλώσσα.

Ξάφνου το πάτωμα χάθηκε και η άβυσσος την τύλιξε από παντού και αυτό έγινε ακριβώς τη στιγμή που για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως η λεξούλα εκεί στην άκρη, που όφειλε να είναι το όνομά του, δεν ήταν παρά ένα υπογραμμισμένο «ΑΝΤΙΟ».

Μάρτης-Μάης 1990

9 comments:

Anonymous said...

ελπίζω το ΑΝΤΙΟ να ήταν προσωρινό.. εννοώ, πως αν πράγματι την είχα καταλάβει, αν την ήξερε πραγματικά, τότε θα είχε τη δύναμη να την αγκαλιάσει όπως ήταν, και μάλιστα αυτή τη φορά χωρίς σκιές, χωρίς κρυφές γωνίες του μυαλού και της καρδιάς...
ίσως πάλι να μη γύρισε ποτέ...

Stardustia said...

Προσωρινό αποδείχτηκε, αργότερα... αλλά αυτό ήταν μια άλλη ιστορία!


[Τελικά είσαι πολύ γρήγορος... αλήθεια για να δω... τι ώρα ήταν που ανέβαζα το ποστ μου...]

Anonymous said...

είναι που τις τελευταίες μέρες κοπροσκυλιάζω στο blogoδιάστημα...
θα ρθει καιρός που θα μπαίνω πιο αραιά, ειδικά όταν θα επιστρέψω στην Ελλάδα και θα πρέπει να περιμένω για μετακόμιση, τηλέφωνο, ιντερνετ...
μέχρι τότε όμως, έχουμε καιρό.

stardustia said...

Ωραίοοο! Ούτε που θυμάμαι πότε ήταν η τελευτάια φορά που μπόρεσα να χρησιμοποιήσω το ρήμα "κοπροσκυλιάζω" για την αφεντιά μου...

Όσο μπορείς να το χαρείς! Αν και κάτι μου λέει ότι δεν περίμενες εμένα να σου το πει αυτό...

;-)

xiozil said...

Ωραίους θησαυρούς κρύβει το σεντούκι.
Αλλά προσωρινό ΑΝΤΙΟ?

Stardustia said...

Ναι, τέλος πάντων έχει δίκιο χιοζίλ μου, το αντίο τότε, μονάχα προσωρινό δεν ήταν, απλώς ο λόγος που είχε γεννήσει αυτό το κειμενάκι τελικά επέστρεψε δριμύτερος στη ζωή μου, αλλά αυτό τότε δεν το γνώριζα, και το αντίο ήταν "ΑΝΤΙΑΡΑ" με κεφαλαία και υπογραμμισμένο με κόκκινο...

Απλώς, ο Ίκαρος σχολίασε επί του κειμένου, εγώ επί του βιώματος τότε... γιατί να ξαναξύπνησε η τότε εποχή μέσα μου...

Τά 'χουν αυτά τα σεντούκια, κρατούν αναλλοιωτες τις μυρωδιές τα άτιμα...

zero said...

Αυτο ειναι ενα καταπληκτικο ποστ.

Stardustia said...

Zero... τι να πω, σε ευχαριστώ...

Anonymous said...

μιλώντας για μυρωδιές και μνήμες, τα είπαμε και νωρίτερα..
πολλές καλησπέρες!
;))