by Frank Luetke
Ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν: για μερικές στιγμές μπροστά της κρέμονταν ακόμη κρόσσια από το όνειρο που την είχε αναστατώσει. Σιγά σιγά τα μάτια της καθάρισαν και μπορούσαν να ακολουθήσουν τις φωτεινότερες ακμές των περιγραμμάτων γύρω της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βολευτεί, να ξανακλείσει τα κουρασμένα μάτια και να κοιμηθεί. Ένιωσε δίψα και άπλωσε το χέρι προς το μέρος που ήξερε ότι στεκόταν το ποτήρι της. Μόνο που ήταν άδειο. Και η δίψα έντονη. Το χέρι κινήθηκε δεξιότερα και έστρεψε το ξυπνητήρι προς τη μεριά της. Τρεις παρά είκοσι. Δύσκολη ώρα. Πολύ κακή ώρα για να την πιάσει αϋπνία. Σκέφτηκε να αγνοήσει τη δίψα της αλλά ήξερε ότι κινδύνευε να μείνει ξάγρυπνη. Άπλωσε και πάλι το χέρι και έπιασε την άκρη από το νυχτικό της. Καθώς το φορούσε είχε τεντωμένα τα αυτιά της. Έξω έβρεχε, από κάπου μακρυά ακούγονταν μπουμπουνητά, κάποιοι σκύλοι γαύγιζαν.
Όρθια τώρα κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Και τότε ένιωσε το μικρό δάχτυλο του αριστερού της ποδιού να σκίζεται. Να πάρει, σκέφτηκε, άντε πάλι. Ενώ έριχνε με το τηλέφωνο κρύο νερό στη πληγή, πάντοτε στο σκοτάδι χωρίς να έχει ανάψει φως, θυμήθηκε τη μέρα που ακούστηκε ένας περίεργος ήχος από το μπάνιο και τη μεγάλη κόρης της να φωνάζει, το πάτωμα σηκώνεται. Από τότε είχε περάσει πολύς καιρός και τα πλακάκια, όσα είχαν απομείνει ακόμη στη θέση τους, έσπαγαν λίγο λίγο. Κάθε καινούργιο κομμάτι άφηνε μια ακόμη πιο αιχμηρή προεξοχή και κάθε τόσο όλο και άκουγες κάποιον να κόβεται στο μπάνιο. Θυμήθηκε και την αντίδραση του ιδιοκτήτη, μέχρι τότε ήταν το μοναδικό διαμέρισμα που δεν είχε παρουσιάσει πρόβλημα στο μπάνιο, αν εξαιρούσες τα πλακάκια που κουνιόντουσαν χρόνια τώρα σε σαλόνι και κουζίνα. Θα τα έφτιαχνε, έλεγε, αλλά είχαν προτιμήσει τελικά αυτό το χάλι, από το να υποστούν μια αύξηση στο ενοίκιο... Δύσκολες εποχές...
Με το ποτήρι γεμάτο δροσερό νερό κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. έλεγξε αν είχαν κλειδώσει την εξώπορτα και χαμηλώσει το καλοριφέρ και στάθηκε στην μπαλκονόπορτα παρατηρώντας κάτω από τη χαμηλωμένη τέντα τα ρυάκια του νερού που κατρακυλούσαν την κατηφόρα. Τα σκυλιά, βρεγμένα αρκετά, μάλλον είχαν λουφάξει σε μια γωνιά και δεν ακούγονταν πλέον. Πάντοτε της έκανε εντύπωση, όταν κάτι τέτοιες ώρες έβλεπε αναμμένα φώτα σε ξένα δωμάτια, αλλά σήμερα η τέντα τής εμπόδιζε την πλήρη θέα. Τα λιγοστά διαμερίσματα που μπορούσε να δει ήταν όλα σκοτεινά. Όπως και το δικό της. Άραγε να ξαγρυπνούσαν κι άλλοι σε αυτά;
Οι πατούσες της είχαν αρχίσει να παγώνουν, σημάδι ότι έπρεπε να επιστρέψει στο κρεβάτι της. Έκανε μια τελευταία στάση στο δωμάτιο των παιδιών. Τα τρία πιτσιρίκια κοιμόντουσαν ήσυχα και βαθιά, η μεγάλη χωμένη ολόκληρη στο πάπλωμα με τα πλούσια μαλλιά της να πέφτουν από το πλάι της κουκέτα, ο μεσαίος επίσης κουκουλωμένος να παραμιλάει συνεπαρμένος από το όνειρό του, η μικρή με τα μπρατσάκια της έξω από το πάπλωμα, μια ζωή να αποζητά τη δροσιά και το κρύο. Το δωμάτιο ασφυκτικά μικρό και για τα τρία. Ένιωσε τις ίδιες τύψεις, την ίδια πίκρα: που δεν μπορούσε να τους προσφέρει ένα άνετο σπίτι, ένα σίγουρο μέλλον... Τα σταύρωσε και πήγε να ξαπλώσει. Στο χωλ πάτησε ένα εξάρτημα από playmobil αλλά, συνηθισμένο το βουνό στα χιόνια, απλώς έσκυψε και το μάζεψε, ήταν το πειρατικό καπέλο του καπετάνιου. Το ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα της και σε αντίστροφη με πριν κίνηση, έβγαλε το νυχτικό της, κοίταξε την ώρα, ήδη τρεις και εικοσιπέντε και ξάπλωσε στη μεριά της που είχε χάσει πια τη ζεστασιά του κορμιού της. Δίπλα της ο άντρας της κοιμόταν τώρα γυρισμένος προς τη μεριά της και ήταν σα να χαμογελούσε στον ύπνο του. Του χάιδεψε απαλά το μάγουλο και τον φίλησε ακόμη πιο απαλά για να μην τον ενοχλήσει. Και κούρνιασε κοντά του.
1 comment:
In my point of view You sure did put a new twist on something that Ive heard so much about. And How did you manage to make a blog that as smart as it is sleek?
Post a Comment