Tuesday, August 21, 2007

Νηρηίδες - β' μέρος



[μέρος α']

Ήταν κάποια μοιραία Παρασκευή, λίγο συννεφιασμένη και δροσερή, όταν αποφάσισε να παρακούσει τον αδερφό του και να τον ακολουθήσει. Αρχικά το σχέδιό του έδειχνε να πιάνει, καθώς τίποτε δε μαρτυρούσε να τον έχει καταλάβει. Μόλις, όμως, έφτασαν μερικά μέτρα πάνω από τη ρηχή τους σπηλιά, τον άκουσε να του λέει:

-"Και τώρα νομίζω πως ήρθε η ώρα να γυρίσεις πίσω!"

Υπακούοντας γύρισε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εκείνη την ημέρα έμεινε σπίτι. Είχε χάσει κάθε διάθεση και ντρεπόταν για το πρωινό συμβάν:

-"Να πάρει! Πάλι φέρθηκα σαν ανόητος!"

Έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του και εκεί παρέμεινε να χαζεύει τις ώρες να χάνονται μία μία μέσα στην κλεψύδρα των διακοπών του.

Σαν έφτασε το βράδυ άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα μαύρα σύννεφα: ήταν κάτι περίεργα, σκούρα μαβιά και φουντωτά σύννεφα που στεφάνωναν τη σημερινή πανσέληνο. Κανείς όμως, δεν τους έδωσε σημασία, γιατί σήμερα είχαν γεννητούρια στο χωριό και γινόταν ένα πρώτο μικρό γλέντι στο ταβερνάκι. Ο μόονς που τα είχε προσέξει και είχε λουφάξει ανήσυχος ήταν ο Παναγής. Όταν προσπάθησε κάποιος να τον τσιγκλισει «για να γελάσουν» εκείνος, ίδιος αγριεμένος σκύλος, τους φώναξε:

-"Κάποιον πάρουνε τον… κάποιον, κάποιον πάρουνε τον… απόψε!!"

Ήταν έτοιμοι να το ρίξουν στα χωρατά, γιατί "μα την αλήθεια έχει γούστο ο αφιλότιμος", ήταν έτοιμοι να τον κοροϊδέψουν προσπαθώντας να μαντέψουν τις τρελλές του αντιδράσεις, σαν θα τού ΄λεγαν πως είχε δίκιο και πως τον πίστευαν και πως αδημονούσαν να δουν τα ξωτικά του να χορεύουν στην παραλία τώρα που σίμωναν τα μεσάνυχτα, όταν εκείνος τους παράτησε και βάλθηκε να τρέχει για το ακρωτήρι.

Πέρασε έτσι κάμποση ώρα και κάποια στιγμή εκείνος εμφανίστηκε απορημένος στο ταβερνάκι: κλεισμένος στο δωμάτιό του και απορροφημένος από τις σκέψεις του δεν είχε πάρει χαμπάρι ούτε τα γεννητούρια, ούτε το γλέντι. Τώρα εξουθενωμένος από την ακινησία έψαχνε να βρει τον αδερφό του.
Το ποτήρι έφυγε από το χέρι της μάνας του σαν τον άκουσε να τον αναζητά:

-"Ο Παναγής!" είπε και βάθηκε να τραντάζει τον άντρα της. "Ο Παναγής!"

Όλοι θα την έπαιρναν για μεθυσμένη, το δίχως άλλο, έτσι όπως έκανε σαν υστερική. Κι όμως, όλοι πάγωσαν σαν έμαθαν, πως ο μεγάλος, που όλοι οι άλλοι τον θεωρούσαν κοιμισμένο στην κάμαρή τους, κουρασμένο από τον ατελείωτο περίπατο, δεν είχε φανεί ακόμη…

-"Κάποιον πάρουνε τον… κάποιον, κάποιον πάρουνε τον… απόψε!!"

Εκείνος, ο μόνος που δεν είχε ακούσει τα προμαντέματα του "τρελλού", προσπαθούσε να δώσει μια λογική εξήγηση στην παράλογη αντίδραση των άλλων. Όμως, το κλάμα της μάνας, που ερχόμενη είχε ακούσει ετούτα τα λόγια και τα είχε περάσει για αστείο, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια αμφισβήτησης.

-"Η βάρκα, η μουσική, οι κοπέλες και η νυχτιά, αυτά πήραν τον!"

Γύρισε και αντίκρυσε το ιδρωμένο μουσούδι του Παναγή

-"Ναι, σου λέω! αυτές πήραν τον… αυτές … το είδα!!!"

Ήταν λαχανιασμένος κι αναστατωμένος από το τρεχαλητό και τώρα έπεφτε σιγά σιγά σε λήθαργο.

Βρίσκονταν όλοι στην παραλία εδώ και ώρα και περίμεναν μαντάτα: η βάρκα του Στάθη έλειπε, τώρα έμενε να βρεθεί μαζί με το παληκάρι. Όμως, οι βενζίνες πήγαιναν κι ερχόντουσαν ζωρίς αποτέλεσμα: η "κυρά" ήταν αγριεμένη σήμερα και το μπλε φουστάνι της τους απόδιωχνε από κοντά της.

Ξημέρωσε. Τίποτα.
Μεσημέριασε και νύχτωσε ξανά: και πάλι τίποτα.

Τώρα πια ήταν μονάχος. η μάνα του είχε γίνει μια μαύρη κουκκίδα που ζάρωνε μέτην με την ημέρα και ο πατέρας του καθόταν σε μια καρέκλα και χάζευε σα χαμένος τις μύγες που παχιές και γυαλιστερές χαιρόντουσαν μπροστά του τη ζωή.
Τώρα πια ήταν μονάχος και ξεχασμένος στο δωματιάκι του πάνω στο πατάρι να μουσκεύει τα σεντόνια. πριν από λίγες μέρες είχε έρθει και η Δώρα πανικόβλητη: η Δώρα ήταν η κοπέλα του αδερφού του, ένα γλυκό κορίτσι, καμιά φορά όλο νάζι… Τώρα δεν ήταν παρά ένα δυστυχισμένο πλάσμα που αρνιόταν πεισματικά να φάει και δεν μπορούσε να κλάψει…

Κοιτούσε το ταβάνι.
-"Χρειάζεται βάψιμο", φώναξε.
¨-"Βάψιμο χρειάζεσαι εσύ, ασπρουλιάρη" θα του απαντούσε ο αδερφός του, έτσι και ήταν εδώ. Το γνωστό τους αστείο. Μα εκείνος είχε φύγει για πάντα.
"Για πάντα! Ακούς εκεί… για πάντα. Τον δειλό! Τον ψεύτη!"

Ξαφνικά σώπασε: κάποιος έκλαιγε. Σηκώθηκε και βγήκε από το δωματιάκι. Δίπλα ήταν η Δώρα. Πλησίασε, έκατσε στο κρεββάτι και άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Θα της έλεγε ένα παραμύθι για να κοιμηθεί, της είπε κι άρχισε να της διηγείται με μιαν ήρεμη, απαλή φωνή. Δεν πρόλαβε να το τελειώσει: το κορίτσι είχε αποκοιμηθεί και στο πρόσωπό της αχνόφεγγε για πρώτη φορά ένα αδιόρατο χαμόγελο. Κοίταξε το κοιμισμένο πρόσωπό της, που ώρες ώρες του θύμιζε τη δική του κοπελιά, τη Λένα. Εκείνη θα έπρεπε να βρισκόταν τώρα κάπου στην Πελοπόννησο για διακοπές και ένας οίκτος τον πλημμύρισε, ήταν ένας οίκτος οδυνηρός κι απάνθρωπος, γιατί συνειδητοποιούσε επιτέλους την αλήθεια: δεν την αγάπησε ποτέ τη Δώρα ο αδερφός του, όπως ούτε κι ο ίδιος είχε ποτέ κατορθώσει να αγαπήσει τη Λένα κι ας έλεγαν στον εαυτό τους πως τους έλειπαν, πως τις νοσταλγούσαν. Ποτέ τους δεν τα κατάφεραν να νικήσουν τις θαλασσινές, άπιαστες πλανεύτρες που ήξεραν χίλιους θεϊκούς σκοπούς και συνόδευαν τα ανήσυχα όνειρά τους. Ποτέ δεν αγάπησε τη Λένα γιατί πίσω και πέρα από όλα, εκείνος έψαχνε να ακουμπήσει το αέρινο ιδανικό του που τον παράσερνε σε θανατηφόρα ρουφήχτρα… Ποτέ δεν της είχε μείνει πιστός. Η ανάμνησή της φαγωνόταν ώρα με την ώρα από τη θαλασσινή αλμύρα. Ποτέ δεν την είχε νοιαστεί αληθινά, γιατί τότε θα αποζητούσε εκείνη και όχι τη μοναξιά του… Όσο κι αν προσπαθούσε να θυμηθεί τη φωνή, το άγγιγμά της, τόσο οι νηρηίδες τραγουδούσαν δυνατότερα, ώσπου η μελωδία έγινε ουρλιαχτό και η προσπάθεια δάκρυ…

Ο μικρός, μοναχικός και ξεχασμένος αχινός μόλις ένιωθε πως είχε σκορπίσει γύρω του τον πόνο, μα εκείνος θρηνούσε για τα χαμένα αγκάθια του, που είχαν μείνει καρφωμένα σε κάτι απρόσεχτα και τρυφερά πόδια…

Η Δώρα είχε φύγει. Προχθές είχαν έρθει οι δικοί της και την είχαν πάρει με το ζόρι. Τι κουτό. Εκείνη θα έφευγε και με ένα απλό ακούμπηγμα, γιατί εδώ το νησί την έπνιγε: άγριος βρόγχος σε λεπτό λαιμό.
Τώρα ήταν κάπου αλλού και προσπαθούσε να τακτοποιήσει τα κομματιασμένα συναισθήματα και τις κουρελιασμένες σκέψεις της. Καθώς έφευγε το βαπόρι, και ο μεγάλος του όγκος γινότανε ολοένα και πιο μικρός, εκείνος της είχε ψιθυρίσει τρυφερά ένα "αντίο". Δεν θα την ξαναέβλεπε πια.

Η Δώρα, λοιπόν, είχε φύγει και καθώς ερχόταν το απόγευμα ένιωσε πως έπρεπε να πάει και πάλι κοντά στις νηρηίδες του, στις νηρηίδες που τόσο τους είχε θυμώσει. Ήταν όμως γλυκές, απόκοσμες, σχεδόν θεϊκές και το μελωδικό, πηχτό τραγούδι τους έφερνε τη λήθη στο μυαλό του. Έτσι, σε λίγο ξέχασε τη θλίψη του, ξέχασε το θυμό του, ξέχασε ακόμη και τη μάνα του, που πριν από λίγο είχε προσπαθήσει να κλείσει την πόρτα με το σώμα της, παλεύοντας να γίνει ένα με αυτήν. Τίποτε δεν τον σταματούσε καθώς έτρεχε στην αγκαλιά τους, γιατί, βλέπεις, είχε έρθει η ώρα.
Τώρα!



Καθόταν στη βάρκα ακίνητος, καθόταν εδώ στον ομφαλό του κόλπου όπου πριν από ένα φεγγάρι είχε χαθεί ο αδερφός του: ήταν ακριβώς το ίδιο σημείο και εδώ έπρεπε να παραμείνει. Το σούρουπο είχε πλέον αρχίσει, και η νύχτα, καθισμένη ακόμη στην άκρη του ορίζοντα, ετοιμαζόταν να ξεδιπλώσει τα σκούρα της φτερά. ο ίδιος έγειρε προς τα πίσω και πάσχιζε να βολευτεί στη βάρκα.
Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και χάζευε το μάγουλο του ουρανού. Μυριάδες δάκρυα το στόλιζαν και αστροποβολούσαν την αστρική φωνή τους, ενώ πού και πού κάποιο γλιστρούσε και έσταζε. Σιγά σιγά τα σκόρπια δάκρυα έμοιαζαν να ξυπνάνε και να σαλεύουν σαν χορευτές αρχαίου μαιανδρικού χορού.

-"Η Κασσιόπη!"

Η ώρα περνούσε και εκείνος κοιμόταν νανουρισμένος από το απαλό λίκνισμα της βάρκας. Ήταν κουλουριασμένος και είχε τις γροθιές του σφιχτά σφιχτά κλεισμένες, ίδιο μωρό. Παρόλη τη δροσιά του βραδινού εκείνος ένιωθε μια θέρμη: οι νηρηίδες είχαν ξυπνήσει και τον είχαν σκεπάσει με το φως του φεγγαριού. Ονειρευόταν και χαμογελούσε.

Ονειρευόταν πως ήταν ξαπλωμένος στη βάρκα νανουρισμένος από το απαλό της λίκνισμα . Κοιμόταν κουλουριασμένος με τα χέρια του σε γροθιές, όπως τα μωρά. Και παρόλο που η βραδινή αύρα σκέπαζε τη γη, εκείνον τον είχαν, λέει, σκεπάσει οι νηρηίδες με το φως του φεγγαριού…

Και καθώς ονειρευόταν πως ονειρευόταν και μέσα στο όνειρό του έβλεπε άλλο, κι άλλο, κι άλλο κάπου έχασε το τι είναι αλήθεια και τι όχι και δεν κατάλαβε πως οι νηρηίδες είχαν αρχίσει να λικνίζουν την κούνια του ολοένα και πιο δυνατά…

Τώρα το όνειρό του γινόταν πιο σκοτεινό και οι εικόνες του κυλούσαν με αστρονομική ταχύτητα ανάποδα κι έβλεπε να ξετυλίγεται το υφάδι της ζωής του μέσα από τα μάτια του αδερφού του, σε μιαν αντίστροφη ανάπτυξη προς την προγεννητική ανυπαρξία: είδε τον εαυτό του μικρό παιδί στην κούνια, την μάνα του έγκυο σε αυτόν, ένιωσε να βγαίνει από τα σωθικά του η αιώνια κραυγή της γέννησης, του αδερφού του, αιωρήθηκε μέσα στον ζεστό και σκοτεινό ωκεανό της πρώτης φωλιάς και κάπου εκεί ένιωσε τόσο μα τόσο μικρός, ώστε το όνειρο γλίστρησε από τα μικροσκοπικά του βλέφαρα…

τ έ λ ο ς

4 comments:

Anonymous said...

Αυτό, Ζωή, δεν ήταν όνειρο... φτερούγισμα προς το άπειρο ήτανε...

πώ, πω... καλά, υπέροχο κείμενο!
και μου φαίνεται πως μια μονή ανάγνωση δεν φτάνει...
;-)

mata_ntomata said...

α ρε φιλενάδα, κάτι μου λέει πως τα δικά σου τα εγγόνια θα ακούσουν πολλά τέτοια "παραμύθια"... χεχε!

Stardustia said...

Ίκαρε, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια... όταν γράφτηκε ήμουν πολύ πολύ θυμωμένη, για να ανακαλύψω μετά διαβάζοντάς το ότι όμως τελικά άλλα αισθήματα υπέβοσκαν...

Μάτα μου, λες; Τι ωραία ευχή, η Ζωή ασπρομαλλούσσα γιαγιά, περιστοιχισμένη από εγγονακια... νά 'σαι καλά... ελπίζω τουλάχιστον μέχρι τότε να έχω τελιεώσει με την ανεμώνη...
;-)

Anonymous said...

Αντί σχολίου:
-------------
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ' άγριο μαλλί σου στη τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δυο χέρι με χέρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δυο χέρι με χέρι.

Μελοποιημένοι από τον Δ.Παπαδημητρίου, στίχοι του Ελύτη, όπως τους τραγουδάει η Αρβανιτάκη.

Πώς και γιατί αυτός ο συνειρμός, μη με ρωτήσεις. Κι εγώ ρωτάω το μυαλό μου και δεν μου απαντάει...