Wednesday, March 4, 2015

Αστερόσκονη


Η αστερόσκονη είναι περίεργο πράγμα: πέφτει, πέφτει... λες ότι απλώς πέφτει αλλά να που κάνει μία έτσι, σα να παίρνει μια ανάσα, σα να αναστενάζει κ αντί να κάτσει απαλά πάνω στο φύλλο έρχεται απαλά απαλά, χάδι αστρικό, κ κουρνιάζει μέσα στα μαλλιά σου, πάνω στα ματοτσίνορά σου, πίσω από το αυτί σου κ μετουσιώνεται σε κομμάτι σου...

Περίεργο πράγμα...

Εσύ δεν το νοιώθεις, δεν το καταλαβαίνεις, μπορεί να το αισθάνεσαι σαν μια πνοή που ανάδευσε ένα σου τσουλούφι, σαν ένα φευγαλέο βλέμμα στη ματιά σου, σαν ένα απαλό ήχο, αλλά εκείνη έχει πια γίνει ένα με το αίμα σου, κυλάει, με κάθε χτύπο φτάνει κ πιο κοντά σου, αρχίζει κ ενώνεται με τα αιμοπετάλιά σου, βλασταίνει κ πολλαπλασιάζεται, νεοπλασία ευεργετική που έχει φτάσει από μακρυά, από τόπους που πια δεν υπάρχουν, που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί... κ έτσι, έτσι απαλά κ ήσυχα όπως τρύπωσε μέσα σου, έτσι αθόρυβα γίνεται ένα, μετά δύο, τέσσερα, οκτώ κ πάει λέγοντας κύτταρα...

Περίεργο πράγμα...

Κάθε μέρα η αστερόσκονη πέφτει, αόρατη βροχή που καλύπτει τα πάντα, στίγμα στίγμα καλύπτει ό,τι βρει, τρυπώνει κ μετουσιώνεται... Εμείς οι άνθρωποι το έχουμε πια ξεχάσει, λίγοι από εμάς τη νοιώθουν, ελάχιστοι καταλαβαίνου τι τους ψιθυρίζει, οι περισσότεροι ίσως κ να την αποτινάζουν ασυναίσθητα, τόσο που έχουν ξεχάσει πώς είναι το χάδι...

Περίεργο πράγμα...

Tuesday, January 20, 2015

Απογραφή

Ωστε έτσι, τον ρώτησε, είσαι σίγουρος για αυτό; κοντοστάθηκε λιγάκι αλλά δε φαινόταν κανείς, μου φάνηκε σκέφτηκε, ξεκίνησε να περπατάει αλλά η φωνή, ψιθυριστή όσο και διαπεραστική ακούστηκε ξανά, όμοια ανατριχίλα, είσαι σίγουρος λοιπόν; τι στο καλό, ξανασκέφτηκε, δεν μπορεί, τόσες ώρες δουλειά, με έχουν εξαντλήσει, μάλλον ετοιμάζομαι για υπερκόπωση, σκέφτηκε με μια δόση χαιρεκακίας: την επομένη είχαν απογραφή στις αποθήκες, απαίσια κατάσταση και παρόλο που εκείνος θα ήταν καθισμένος στον υπολογιστή θα έπρεπε να βρει τρόπους να διορθώσει και να καλύψει τα λάθη, εμπόρευμα αδήλωτο, άλλο διπλοχρεωμένο, κάποιες ασυμφωνίες σε κούτες, μονάδες, περισσεύματα, υπερκόπωση λοιπόν, ωραία, κουτί θα μου έρθει, πρέπει να πάω τώρα κιόλας στο γιατρό να προλάβω να γράψω άδεια, κάθε χρόνο ο Νίκος από το τμήμα του κάτω ορόφου είναι με γρίππη τέτοια, αλλά αυτός πάντοτε εκεί, βράχος, το έλεγε και ο διευθυντής: απογραφή, όλοι εδώ από νωρίς και να έχουν ειδοποιηθεί οι οικογένειες, να μην τους  περιμένουν, μα τώρα ήρθε η σειρά μου και μένα μια φορά να...,  μη   με   αγνοείς , ακούστηκε τώρα η φωνή, σταμάτα  
α μ έ σ ω ς  εκεί που είσαι, και σταμάτησε, μια ζωή έτσι έκανε, ήταν υπάκουος αυτός, μην τρέχεις πέρα-δωθε στο διαμέρισμα, του έλεγαν, και σταματούσε, μην πετάς τα κουκούτσια της ελιάς από το μπαλκόνι, πάψε επιτέλους να μιλάς και έπαυε, είχε χιλιάδες απορίες, όλες κρυμμένες πίσω από τη μία, τη μεγάλη, την-πότε-μα-πότε-επιτέλους-θα-μεγαλώσω να μπορέσω να ζήσω χωρίς μια φωνή να με διατάζει, μεγάλωσε, η φωνή άλλαζε χρειά μα πάντοτε παρούσα, πότε θα πιάσεις δουλειά, γιατί δεν παντρεύεσαι, γιατί δεν χαμογελάς, ρε πώς κατάντησες, ναι, αυτό το άκουγε συχνά, τώρα τελευταία, αν και, με τα χρόνια την ανεχόταν σαν μια κακή συνήθεια, όμως επέμενε η ρημάδα, εκείνη μιλούσε και εκείνος άκουγε, άκουγε ή την υπάκουγε αλήθεια; απορία, άλλη μία, τόσα χρόνια μετά ακόμη δεν ήταν σίγουρος αν είχε καταφέρει να τη νικήσει έστω και μία φορά, να την αγνοήσει, ακόμη καλύτερα, να την χλευάσει, εκεί μπροστά στα μούτρα της, αν είχε, και να της δείξει ότι τώρα πια δεν μπορούσε  να τον αναγκάσει να την ακούσει, αλλά... τι τον ρωτούσε τώρα, είπαμε, σε ρωτάω αν είσαι σίγουρος, αποκρίθηκε εκείνη, φωνή μεταλλική και αιχμηρή, παγωμένη, κούνησε το κεφάλι, πέρα-δώθε, όχι, να πάρει δεν ήταν σίγουρος μα δεν έπρεπε να το δείξει, σε ρώτησα κάτι, επέμεινε εκείνη, παράτα με επιτέλους, ναι αυτό θα έπρεπε να της φωνάξει, τρεις λέξεις, τρεις λεξούλες μονάχα ήταν, ακόμη και σκυφτός θα μπορούσε να τις προφέρει, περιμένω, ξαναείπε η φωνή, και θα μου απαντήσεις τώρα!

όχι, δεν ήταν σίγουρος, ποτέ δεν ήταν... έκλεισε τα μάτια του σφιχτά, τα όνειρά του πάλι ετοιμάζονταν να δραπετεύσουν, δάκρυα καυτά που θα έσκαγαν ένα ένα στο δρόμο, όχι σαν πυροτεχνήματα, ούτε σα βόμβες, ελάχιστα σχεδόν άηχα πλοπ πλοπ θα ακούγονταν, αν δεν τα σταματούσαν τα βλέφαρά του...

όχι δεν ήταν σίγουρος, απάντησε νοερά και άκουσε τη φωνή να γελά θριαμβευτικά, καθώς απομακρυνόταν και πάλι μέσα στο σκοτάδι, θα τα ξαναπούμε σύντομα, του είπε, άλλωστε μην ξεχνάς, αύριο έχεις πολλή δουλειά στο γραφείο, ναι σκέφτηκε, το έλεγε και ο διευθυντής: απογραφή, πρέπει να πάω από νωρίς και να πω στους δικούς μου να μη με περιμένουν...      

Tuesday, June 10, 2014

άτιτλο




Δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει πλέον κάτι, όλα είχαν ειπωθεί και τακτοποιηθεί στη συνείδηση, σιδερωμένα σεντόνια στο κάτω ράφι, μαξιλαροθήκες στο πάνω μαζί με κάτι πετσέτες. Ήταν καθαρά και πλυμένα, σιδερωμένα -με τσάκιση-τα λόγια, από αυτήν που σου τσακίζει κάτι μέσα σου. Όμως φαίνονται ωραία, περιποιημένα, φροντισμένα, αθώα, γλυκό χαμόγελο που σε σφάζει με το βαμβάκι.
Έκλεισε την ντουλάπα αλλά τα λόγια δεν έλεγαν να σβήσουν, είχαν πια καταλάβει την ντουλάπα της σκέψης, τη γέμιζαν πέρα ως πέρα, σιγά σιγά θα έλεγες ότι φούσκωναν, γίνονταν σπουδαία, εκεί μέσα, στην ντουλάπα, τα άκουγε να βροντοχτυπάνε από μέσα, είμαστε εδώ μη μας αγνοείς, φωνάζανε, και ήταν αδύνατον πλέον να χωρέσει και τα δικά της.
Κρατώντας τα στα χέρια, δυο μαξιλαροθήκες και ένα ριγέ σεντόνι όλο και όλο, βάλθηκε να ψάχνει το σπίτι, να βρει ένα μέρος να τα βάλει, να μπουν και αυτά -ωραία και τακτοποιημένα-... όμως χώρος δεν υπήρχε πλέον πουθενά.
Δεν υπήρχε λοιπόν πράγματι περίπτωση να αλλάξει κάτι... τα άλλα είχαν ειπωθεί και τακτοποιηθεί μια χαρά. Και έμεινε με τα δικά της στα χέρια και με τα λόγια της να πετάνε χωρίς καμμιάν ελπίδα έξω από το παράθυρο...


Monday, June 11, 2012

Γαζία [acacia farnesiana]



Δεν ήταν η ομορφιά της, μάλλον. Δεν ήταν η φωνή της. Δεν την είχε ακούσει, ακόμη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν.
Ίσως και να μην είχε και τόση σημασία.
Και όμως, κάθε φορά που περνούσε από την αυλή του σπιτιού του, κάθε πρωί και κάθε απόγευμα, μάλλον νωρίς, ένιωθε μια αναστάτωση.

Δεν ήταν τα ρούχα της, χρώματα μουντά, αλλά από υφάσματα που έμοιαζαν να χορεύουν.
Αλλά ήταν σίγουρα το βήμα της, γρήγορο και ασυνήθιστο για θηλυκή παρουσία. Τουλάχιστον ασυνήθιστο για αυτές που τον περιτριγύριζαν στο γραφείο.

Δεν ήταν τα μαλλιά της, σκούρα, γυαλιστερά πάντοτε μαζεμένα σε μια μακριά μακριά πλεξίδα, απορούσε κι ο ίδιος.

Μέχρι που έπιασε άνοιξη, καλοκαίρι σε λίγο και την είδε να περνάει με τα φορεματάκια της, βήματα άνετα και χορευτικά, μια σιλουέτα που έμοιαζε συνέχεια να χορεύει.
Τώρα κάθε φορά, τα απογεύματα, ήταν στον κήπο και έκανε ότι ποτίζει. Έκανε ότι τον ενδιέφερε ο κήπος που η μητέρα του είχε μετατρέψει με τα χρόνια σε ένα ασυνήθιστο μικρό δασάκι. Μια ελάχιστη ζούγκλα, μια πράσινη δροσερή γωνιά.

Κι εκείνη περνούσε και με τα χέρια της χάιδευε τα φύλλα από το γιασεμί, ακουμπούσε περνώντας τα φύλλα του κισσού, αλλά ποτέ της δεν έκοβε ούτε ένα λουλούδι. Ούτε ένα φύλλο.
Μονάχα μια φορά, αργότερα πολύ, έκοψε μια γαζία.
Και τότε της μίλησε.

Ξαφνιάστηκε και κοκκίνησε όλόκληρη. Ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος από αυτήν την εκδήλωση αθωότητας. Προσπαθούσε να υπολογίσει την ηλικία της, μα όλο ξέφευγαν οι αριθμοί από το νου του.

Όταν του απάντησε είχε ξεχάσει πια την ερώτησή του: είχε έναν τρόπο να γέρνει το κεφάλι ελαφρά για λίγο μα στη συνέχεια τα μάτια της, αυτόνομες υπάρξεις, τον κάρφωσαν με απόλυτη ευθύτητα.
Μπερδεύτηκε. Η εμπειρία του του μιλούσε για γυναίκες που ήταν όλο νάζι, που έπαιζαν με αστείες και σύντομες ματιές, λες και σε προέτρεπαν να τις πιάσεις, να τις σφίξεις, να τις πονέσεις, να τους αποδείξεις την αρσενική υπεροχή σου.

Το γέλιο της, όταν κατάλαβε ότι ο νους του ταξίδευε, ήταν καθαρό και ειλικρινές. Ήταν τότε που την ξεγέλασε. Τότε που η αόρατη παρουσία του πήρε μορφή μπροστά της, που τον είδε για πρώτη φορά.

Όχι, σίγουρα ήταν πάνω από εικοσιδύο-εικοσιτρία, σκέφτηκε, μα και πάλι όχι κοντά στα τριάντα.
Εικοσιέξι, του απάντησε το ίδιο βράδυ, καθισμένοι σε ένα παγκάκι λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Καλά το είχε καταλάβει, σκέφτηκε, μα ήταν το μόνο, όπως αποδείχθηκε αργότερα.
...

Κλεισμένος στο γραφείο του απαντούσε σε ένα βιαστικό μήνυμα στο facebook. Το βράδυ θα έβγαινε με τη Τζίνα. Κοιτούσε την φωτογραφία της, όμορφη, βαμμένη, στολισμένη το βράδυ θα πήγαιναν για ποτό και μετά ή στο σπίτι της ή στο δικό του. Στο διαμέρισμα τρία τετράγωνα πιο κάτω. Στη μάνα του είχε καιρό να πάει, ποιος ξέρει αν ο κήπος ήταν ακόμη έτσι όμορφος... το γιασεμί μάλλον θα είχε απλώσει σε όλο το κάγκελο της περίφραξης και η γαζία θα περίμενε υπομονετικά και πάλι το φθινόπωρο να πετάξει κίτρινα ανθάκια. Εκεί από κάτω είχε κάτσει μαζί της, όταν τελικά τον εμπιστεύτηκε και μπήκε στην αυλή του. Εκεί είχε επιχειρήσει να τη φιλήσει, εκεί την άφησε να τον περιμένει, όταν αρνήθηκε να συνεχίσει μαζί του, επειδή τη φόβιζε η βία που ξεχύλιζε από μέσα του. Εκεί θα τον περίμενε πάντοτε. Μα τώρα θα έβγαινε με τη Τζίνα. Και μετά, Σάββατο πρωί θα καθόταν στο πεζουλάκι κάτω από τη γαζία και θα της διηγιόταν κάθε λεπτομέρεια με τη Τζίνα, τη Μαίρη, την Άννα... καθώς θα άδειαζε και πάλι μερικά τσουβάλια χώμα, για να μη κρυώνουν τα παγωμένα μέλη της.

Διπλός ήλιος


H φωτογραφία τραβήχτηκε το Γενάρη του '11 πάνω από το Ιόνιο, μέσα από αεροπλάνο. Μέχρι σήμερα μου αρέσει τόσο πολύ: κάτω στο επίπεδο της γης έχει ήδη δύσει, στο δικό μας ύψος είναι ακόμη ψηλά: ένας διπλός ήλιος, σαν τον κόσμο μας σήμερα... για άλλους πολλά έχουν τελειώσει ή φθίνουν, κάποιοι άλλοι μας κοιτούν αφ' υψηλού... χωρίς να αισθάνονται την έλλειψη... Μας την αφιερώνω.

σκουπίδια




'Ολη μέρα ψάχνω μες στα σκουπίδια τα όνειρά μου, τις ελπίδες, αυτά που ήλπιζα μια μέρα να αποκτήσω στην καρδιά μου και όλα τα άλλα, όσα είχα και μου τα πήρανε, μέσα από τα χέρια...γιατί λέει τα χάλασα, τα σκόρπισα, τα ξόδεψα λέει, μαζί με αυτούς που τα πήραν από μένα. Έτσι λένε.Και σήμερα, κάθομαι μουτρωμένη εδώ, ανάμεσα σε σακούλες, κατσαρίδες και αρουραίους, μασουλώντας ένα ξερό κομμάτι ψωμί...
Κάτι σάπιο γυαλίζει σε μια γωνία...Πάω κοντά και βλέπω το κορίτσι με τα εβένινα πόδια να με κοιτάζει τρομαγμένο.Της χαμογελώ αλλά ακούω τον νταβατζή που χτυπά απειλητικά ένα σίδερο στο κάγκελο μπροστά του και φεύγω...Το κορίτσι με τα εβένινα πόδια χάνεται μέσα στη φθαρμένη πόρτα με το λαμπιόνι. Πελάτης.
Κάτι σάπιο γυαλίζει στη γωνία. Ίσως και να τρώγεται, βλέπω δύο κουρελήδες που παλεύουν ποιος θα το φτάσει πρώτος. Κοιτάζω αλλού και κάνω ότι χτυπά το από καιρό χαλασμένο και ανενεργό κινητό μου. Μπαίνω στο πρώτο βρωμερό λεωφορείο και μαζεύομαι σε μια γωνιά. Ο οδηγός γελάει. Δεν πάει λέει. Εδώ είναι το τέρμα. Για όλους και για όλα. Έχει σηκωθεί και με πλησιάζει. Ουρλιάζω: τα μάτια του είναι δυο τρύπες. Το κεφάλι του κατρακυλάει στα πόδια μου, το σώμα του διαλύεται. Κλοτσάω τη σακούλα που ακουμπά το πόδι μου και γεμίζει ο τόπος σκουλήκια. Τρέχω τρομαγμένη.
...
Έχει βραδυάσει. Γυρνώ και ξαναγυρνώ στα ίδια σημεία. Όλη η πόλη ένα ίδιο σημείο: γεμάτο σκουπίδια, κουρελήδες. Και σακούλε, κατσαρίδες και αρουραίοι... Τρέχω τρομαγμένη. Μα είναι βράδυ και γυρνώ και ξαναγυρνώ στα ίδια σημεία.

Κάτι σκούρο γυαλίζει σε μια γωνία. Δεν πρέπει να τρώγεται, κανείς δεν παλεύει να το φτάσει πρώτος. Δεν μπορώ, όμως, να κοιτάξω αλλού και το πλησιάζω. Μόλις το αντικρύζω νοιώθω την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια: κάτι εβένινα πόδια ξεπροβάλλουν κάτω από ένα σωρό σκουπίδια. Θέλω να σηκώσω τις σακούλες, να βεβαιωθώ, αλλά ακούω τον νταβατζή που χτυπά απειλητικά το ματωμένο σίδερο σε ένα κάγκελο και το βάζω στα πόδια...

Τρέχω τρομαγμένη...

kurzes Theatherstück















Zwei Personen. Ein Mann [Μ], eine Frau [F]. Rücken am Rücken sitzend. Auf einer Bank. Mit hochgezogenen Beinen; beide. Es darf auch ein Baum auf der Szene stehen. Weiter nichts.

F- [heiter] Erinnerst du dich?
M- [abwesend] Woran?
F- [heiter, naiv] An Alles!
M- [erstaunt] An Alles?
F- [betont] Ja, an ALLES![Pause] Erinnerst du dich?
M- [ebenso betont] Nein!
F- [enttäuscht, lässt den Kopf hängen] ... Nein?...
M- Nein... Aber  ich erinnere mich an dich.
F- [überrascht aber vorsichtig] An mich?
M- Ja, an dich... das wäre dann Alles!