Ωστε έτσι, τον ρώτησε, είσαι σίγουρος για αυτό; κοντοστάθηκε λιγάκι αλλά δε φαινόταν κανείς, μου φάνηκε σκέφτηκε, ξεκίνησε να περπατάει αλλά η φωνή, ψιθυριστή όσο και διαπεραστική ακούστηκε ξανά, όμοια ανατριχίλα, είσαι σίγουρος λοιπόν; τι στο καλό, ξανασκέφτηκε, δεν μπορεί, τόσες ώρες δουλειά, με έχουν εξαντλήσει, μάλλον ετοιμάζομαι για υπερκόπωση, σκέφτηκε με μια δόση χαιρεκακίας: την επομένη είχαν απογραφή στις αποθήκες, απαίσια κατάσταση και παρόλο που εκείνος θα ήταν καθισμένος στον υπολογιστή θα έπρεπε να βρει τρόπους να διορθώσει και να καλύψει τα λάθη, εμπόρευμα αδήλωτο, άλλο διπλοχρεωμένο, κάποιες ασυμφωνίες σε κούτες, μονάδες, περισσεύματα, υπερκόπωση λοιπόν, ωραία, κουτί θα μου έρθει, πρέπει να πάω τώρα κιόλας στο γιατρό να προλάβω να γράψω άδεια, κάθε χρόνο ο Νίκος από το τμήμα του κάτω ορόφου είναι με γρίππη τέτοια, αλλά αυτός πάντοτε εκεί, βράχος, το έλεγε και ο διευθυντής: απογραφή, όλοι εδώ από νωρίς και να έχουν ειδοποιηθεί οι οικογένειες, να μην τους περιμένουν, μα τώρα ήρθε η σειρά μου και μένα μια φορά να..., μη με αγνοείς , ακούστηκε τώρα η φωνή, σταμάτα
α μ έ σ ω ς εκεί που είσαι, και σταμάτησε, μια ζωή έτσι έκανε, ήταν υπάκουος αυτός, μην τρέχεις πέρα-δωθε στο διαμέρισμα, του έλεγαν, και σταματούσε, μην πετάς τα κουκούτσια της ελιάς από το μπαλκόνι, πάψε επιτέλους να μιλάς και έπαυε, είχε χιλιάδες απορίες, όλες κρυμμένες πίσω από τη μία, τη μεγάλη, την-πότε-μα-πότε-επιτέλους-θα-μεγαλώσω να μπορέσω να ζήσω χωρίς μια φωνή να με διατάζει, μεγάλωσε, η φωνή άλλαζε χρειά μα πάντοτε παρούσα, πότε θα πιάσεις δουλειά, γιατί δεν παντρεύεσαι, γιατί δεν χαμογελάς, ρε πώς κατάντησες, ναι, αυτό το άκουγε συχνά, τώρα τελευταία, αν και, με τα χρόνια την ανεχόταν σαν μια κακή συνήθεια, όμως επέμενε η ρημάδα, εκείνη μιλούσε και εκείνος άκουγε, άκουγε ή την υπάκουγε αλήθεια; απορία, άλλη μία, τόσα χρόνια μετά ακόμη δεν ήταν σίγουρος αν είχε καταφέρει να τη νικήσει έστω και μία φορά, να την αγνοήσει, ακόμη καλύτερα, να την χλευάσει, εκεί μπροστά στα μούτρα της, αν είχε, και να της δείξει ότι τώρα πια δεν μπορούσε να τον αναγκάσει να την ακούσει, αλλά... τι τον ρωτούσε τώρα, είπαμε, σε ρωτάω αν είσαι σίγουρος, αποκρίθηκε εκείνη, φωνή μεταλλική και αιχμηρή, παγωμένη, κούνησε το κεφάλι, πέρα-δώθε, όχι, να πάρει δεν ήταν σίγουρος μα δεν έπρεπε να το δείξει, σε ρώτησα κάτι, επέμεινε εκείνη, παράτα με επιτέλους, ναι αυτό θα έπρεπε να της φωνάξει, τρεις λέξεις, τρεις λεξούλες μονάχα ήταν, ακόμη και σκυφτός θα μπορούσε να τις προφέρει, περιμένω, ξαναείπε η φωνή, και θα μου απαντήσεις τώρα!
όχι, δεν ήταν σίγουρος, ποτέ δεν ήταν... έκλεισε τα μάτια του σφιχτά, τα όνειρά του πάλι ετοιμάζονταν να δραπετεύσουν, δάκρυα καυτά που θα έσκαγαν ένα ένα στο δρόμο, όχι σαν πυροτεχνήματα, ούτε σα βόμβες, ελάχιστα σχεδόν άηχα πλοπ πλοπ θα ακούγονταν, αν δεν τα σταματούσαν τα βλέφαρά του...
όχι δεν ήταν σίγουρος, απάντησε νοερά και άκουσε τη φωνή να γελά θριαμβευτικά, καθώς απομακρυνόταν και πάλι μέσα στο σκοτάδι, θα τα ξαναπούμε σύντομα, του είπε, άλλωστε μην ξεχνάς, αύριο έχεις πολλή δουλειά στο γραφείο, ναι σκέφτηκε, το έλεγε και ο διευθυντής: απογραφή, πρέπει να πάω από νωρίς και να πω στους δικούς μου να μη με περιμένουν...