Friday, April 27, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [4ο απόσπασμα]


http://www.stevenmillerphotography.com/


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα]
Μια επόμενη ημέρα καθισμένη δίπλα του και πάλι, τώρα κάπου να βαδίζουνε μέσα σε ένα δασάκι, χέρια στις τσέπες, ρούχα εκδρομικά και ύφος φιλικό. Κοιτούσε τις κουκουναριές με τις μακριές σα φύκια βελόνες, με τους κορμούς βράχια σκαμμένα, ένιωθε τις μικροδίνες από τα πτερύγια του σελαχιού, τις μπουρμπουλήθρες που έφευγαν κατά την ουράνια επιφάνεια, δηλητήριο ανεμώνης διάχυτο στον υγρό αέρα. Στάση, προσέγγιση και ανατριχίλα, τα χέρια σφιχτά πάνω στους ώμους της, τα μάτια του αγκυλωτά και αστραφτερά βαθιά μέσα στα δικά της. Αυτό ήταν, είχε βρεθεί και πάλι μέσα στο υγρό της στοιχείο κι εκείνος ένα έμπειρο σελάχι που ανάλαφρα και σίγουρα την τύλιγε με τα φτερά του. Τώρα ήταν εδώ μαζί του, στο βυθό, δυο ψάρια ζαλισμένα από το δηλητήριο της ανεμώνης, από τον χτύπο της καρδιάς τους, εκείνη ένα βήμα από την παράδοση, δυο βήματα από τη φυγή.

Τίναξε το κεφάλι και ένιωσε να ξεκολλούν από το σώμα της τα λέπια, ένιωσε τα πτερύγιά της να γίνονται πόδια, τα βράγχια γινόντουσαν πνευμόνια και τα αυτιά της αντιλαμβάνονταν σιγά σιγά τους ήχους του δάσους. Τώρα θα ξεφύγω σκέφτηκε, το σελάχι δεν μπορεί πια να με ακολουθήσει, είναι εδώ κοντά μου αλλά σε ένα παράλληλο κόσμο, με βλέπει μα δεν μπορεί να με αγγίξει, ξέφυγα από την ανεμώνη και από την τρομερή ματιά του. Όμως δεν μπορούσε να φύγει, δεν μπορούσε να σηκωθεί από τον πεσμένο κορμό που κάθονταν τόση ώρα παρέα, δεν την κρατούσε μα ένιωθε δεμένη δίπλα στο κορμί του. Και τότε γύρισε και τα είδε: τα μάτια του μεταλλικά κι αστραφτερά όργωναν βαθιά το καστανόχωμα των δικών της. Όπως κι εκείνη είχε τώρα κι εκείνος πόδια που πατούσαν και χτύπαγαν τη γη, ματιά που την τρυπούσε με δύναμη και ένα ρύγχος, ένα μουσούδι μυτερό. Φόβος, ήταν και πάλι εκεί δίπλα της, με φωνή σίγουρη και βλέμμα πυρωμένο, δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να μιλήσει δεν ήθελε να σκεφτεί παρά μονάχα να τον βλέπει. Της αρκούσε και μόνο αυτή η τρομακτική ματιά που στοίχειωνε βδομάδες τώρα το μυαλό και τις σκέψεις της, τον ύπνο και τη μέρα της, τις χαρές και τις λύπες της.

Κοίταξε το ξυπνητήρι, ήταν και πάλι τέσσερις το πρωί, τα μάτια διάπλατα και το μυαλό να ουρλιάζει κι εκείνη ξαπλωμένη δίπλα του, στον αγαπημένο της λύκο, να μην μπορεί να βρει γαλήνη. Την καλούσε διαρκώς η θάλασσα με τον απειλητικό βυθό της κι όταν ακόμη έλεγε να ξεφύγει στο δάσος, στοιχειωμένο κι αυτό τώρα από ένα πλάσμα, ένα αγρίμι δυνατό και μεγάλο με μυτερό μουσούδι, δεν την άφηνε να ξαποστάσει. Πήγε να κουρνιάσει δίπλα στον λύκο της αλλά η καρδιά της έκανε τόσο θόρυβο που φοβήθηκε μην τον ξυπνήσει. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα για να πιει νερό και να ξεγελάσει το φόβο της και της φάνηκε πως κάτι πλατσούριζε στο σαλόνι, κοίταξε, ευτυχώς ήταν μονάχα το ενυδρείο που μέσα στην απόλυτη ησυχία του σπιτιού ακουγόταν σαν πηγή που ανέβλυζε.
[5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα], [7o απόσπασμα],
[8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα], [10o απόσπασμα],
[11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα],
[14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

2 comments:

markos-the-gnostic said...

ναι η θάλασσα είναι απειλητική - αυτή είναι η ομορφιά της

Stardustia said...

Συμφωνώ, Μάρκο, η ομορφιά της και το μεγαλείο της. Αλλά πίστεψέ με μπορεί καμιά φορά κανείς να μην αντέχει την έντασή της, έστω κι τον ελκύει και τον μαγεύει, είτε επειδή φοβάται, είτε επειδή έχει επιλέξει να ζήσει στην σκοτεινή, υγρή μα γήινη και στέρεη αγκαλιά του δάσους...