Monday, April 16, 2007

θαλάσσιες φολίδες


Οι θαλάσσιες φολίδες λαμπύριζαν μία μία. Πότε ανασηκώνονταν εκείνες και πότε οι άλλες, το υδάτινο θηρίο μπροστά στα πόδια της, ξαπλωμένο χιλιάδες χρόνια ανάμεσα στα δύο μυτερά στήθη της Γαίας ανατρίχιαζε συνεχώς, όπως η πλάτη από χέρι αγαπημένου.
Το δέρμα του, υγρό και ρέον, άλλαζε χρώματα διαρκώς, ένα κρυστάλλινο ρευστό ουράνιο τόξο που αντανακλούσε το δέρμα του ουρανού.

Δάκρυα αυλάκωναν το σταρένιο της πρόσωπο, αλμυρά δάκρυα, στραφταλιστά. Ήταν τα δάκρυα του θηρίου που φιλούσαν το πρόσωπό της. Δάκρυα αλμυρά και δροσερά, φιλιά του Ποσειδώνα. Είχε μόλις βγει στην επιφάνεια από την υγρή αγκαλιά του, το σώμα της ακόμη ενωμένο μέχρι τη μέση με το δικό του, με τον κορμό ελεύθερο στον αέρα και το νερό να τρέχει σαν μικρά μικρά ρυάκια από τα μαλλιά της. Κι εκείνο να την καλεί ξανά και ξανά και με κάθε βουτιά ένιωθε στο σώμα της τις δονήσεις από τους κυματώδης χτύπους της καρδιάς του.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και χάθηκε και πάλι στα σωθικά του, εκεί όπου ο κόσμος όλος πετούσε με πτερύγια μέσα στο διάφανο αίμα του. Βουτούσε ξανά και ξανά και κάθε φορά ένιωθε να καταλαβαίνει τη ζωή καλύτερα, ένιωθε την ευτυχία να την πλημμυρίζει, σαν ένα μπουκάλι με κραυγή απελπισίας από έναν ξεβρασμένο ναυαγό: καθώς το μπουκάλι γέμιζε από το θαλασσινό αίμα, το χάρτινο μήνυμα έλιωνε από την ορμή του και ελευθέρωνε την τρομαγμένη της ψυχή. Δεν ένιωθε πια ναυαγός, ούτε απελπισία, μήτε καν φόβο, μονάχα μιαν πληρότητα, όπως εκείνο το μπουκάλι, απελευθερωμένο από το αυτοσχέδιο πώμα κείτονταν τώρα γεμάτο νερό και ικανοποίηση στον βυθό…

Σαν δυο εραστές αποκαμωμένοι από την σφιχταγκαλιαστή μάχη κείτονταν τώρα πλάτη πλάτη: το θηρίο απλωμένο πάντοτε εκεί στην αιώνιά το θέση, πάντα ανήσυχο και βρυχώμενο, με τις πρασινογάλαζες φολίδες του να χτυπούν ρυθμικά τα στήθη της Γαίας και εκείνη ξαπλωμένη ανάσκελα στην πλάτη του, αφημένη στο τρεμάμενο κορμί του.
-Μη με ξεχάσεις, το ικέτευε, αχ, μη με ξεχάσεις…
Αναστεναγμός στη σκέψη αυτής της παιδιάστικης παράκλησης: εκατομμύρια άλλα κορμιά είχαν αγγίξει τις φολίδες του θηρίου, εκατομμύρια άλλα κορμιά είχαν νιώσει την ηδονή της πληρότητας, εκατομμύρια άλλα κορμιά το είχαν χαϊδέψει, αγαπήσει, χαθεί στην αγκαλιά του. Πολλά από αυτά για πάντα…
Και το θηρίο γουργούριζε και μουρμούριζε τον αιώνιο του ύμνο νανουρίζοντάς την γλυκά στην αγκαλιά του.

4 comments:

mata_ntomata said...

Αχ!Τα θαλασσινά θεριά στήνουν παγίδες στην άκρη της δίνης και πνίγουν στη λαγνεία τα θύματά τους. Αλίμονό σε όποιον βγει στεγνός...

Stardustia said...

Το να μείνει τελικά κανείς στεγνός μπροστά στον ωκεανό της ζωής, από τον φόβο της πιθανής απώλειας, μοιάζει με το λουλούδι που τελικά μαραίνεται χωρίς να ανοίξει τα μπουμπούκια του…
Όμως, στα αλήθεια, πόσο μπορεί κανείς να ελπίζει, ότι σε αυτόν τον απέραντο κόσμο μπορεί στα αλήθεια να αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι του, πόσο μπορεί κανείς να ελπίζει, ότι αυτό του το σημάδι αξίζει άραγε μια τέτοια μοίρα;

Anonymous said...

mata_ntomata, θα το έλεγα αγαπητική βύθιση σε αυτό που δεν μπορείς να ελέγξεις, που σε ελκύει αλλά δεν σου ζητάει τίποτε, αυτό που μόνο ολοκληρωτικά μπορείς να αγαπήσεις ή καθόλου.

zoe, πόσο χρόνο θα μπορούσες να περάσεις πετώντας πετραδάκια (και ένα από αυτά μπορεί να είσαι ο ίδιος) ανάμεσα στις φολίδες του θηρίου σου; Πόσες μεγαλύτερες ηδονές μπορείς να σκεφτείς; Και το σημάδι τους, μόνο λίγες ρυτίδες για λίγα ασήμαντα δευτερόλεπτα. Όμως τα πετραδάκια είναι πλέον κομμάτι του ωκεανού, είναι δικά του και είναι δικός τους

Stardustia said...

lobo, μια ολόκληρη ζωή ίσως, ίσως και μονάχα μια στιγμή… όλα είναι ανάλογα με ποιο χρόνο το μετρήσεις.
Συμφωνώ, να πετώ πετραδάκια και να κοιτώ τις ρυτιδιασμένες φολίδες, κρατώντας το πετραδάκι-σώμα μου για το τέλος... προσμονή της ένωσης με τον υδάτινο θηριώδη ωκεανό.