Saturday, May 19, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [9ο απόσπασμα]



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα]
Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες, οι εικόνες στα μάτια της διπλές. Ο αγαπημένος της λύκος αποκτούσε κάποτε πτερύγια ή κεντρί, κι όταν της μιλούσε γέμιζε ο τόπος φυσαλίδες.

Μετά άρχισε να πιέζει τον εαυτό της να συνέλθει, να ξεφύγει με την αγαπημένη αγέλη βαθιά μέσα στην παρθένα καρδιά του δάσους και πράγματι, λίγες μέρες μετά την τελευταία τους συνάντηση το σελάχι είχε χάσει το περίγραμμά του, είχε γίνει μια διάφανη ανάμνηση. Τώρα με τον λύκο της είχαν βρεθεί και πάλι στο παλιό αγαπημένο τους ξέφωτο, εκεί όπου μπορούσε να τον αγαπά και να τον αγκαλιάζει, να τον χαϊδεύει και να τον φιλά με όλη τη θέρμη της καρδιάς της.

Τον παρατηρούσε καθώς κοιμόταν, τόσο όμορφος και δυνατός, με τα σημάδια από παλιές μάχες με τους κινδύνους του δάσους, ένα υπέροχο αγρίμι, κομμάτι της καρδιάς και της ζωής της. Θυμήθηκε πώς έτρεμε, όταν την κοιτούσαν τα κεχριμπαρένια μάτια του, και ένιωσε το ευχάριστο βάρος των τόσων ετών κοινής ζωής τους.

«Είμαι τρελλή» σκεφτότανε, « στα αλήθεια είμαι ή μάλλον θα ήμουν τρελλή να τον χάσω…» Εκείνος άνοιξε τα μάτια του και της χαμογέλασε. Έσκυψε και τον φίλησε και γέλασε ανακουφισμένη. Είχε λυτρωθεί από τη θάλασσα, αυτήν την ανήσυχη πλανεύτρα.

Μια μέρα, όμως, εκεί που βάδιζε πλάι του ένιωσε κάτι σαν πλοκάμι να την τυλίγει και να την καίει, ο αέρας απέκτησε κάτι θολό και δηλητηριώδες. Τα γόνατά της άρχισαν να λύνονται και ένιωσε ξαφνικά να ριγεί όλη της η σπονδυλική στήλη. Ανήσυχη άρχισε να ρίχνει ματιές γύρω της, το δάσος της έμοιαζε να αλλάζει σιγά σιγά. Κάπου κάπου της φαινόταν ότι έβλεπε ψάρια να αιωρούνται ανάμεσα στους κορμούς…
Ο λύκος της γύρισε και την κοίταξε με τη βαθιά και σίγουρη ματιά του. Το μουσούδι του ήταν υγρό και τα αυτιά του τεντωμένα. Είχε άραγε νιώσει και εκείνος τη δηλητήριο στον αέρα;

Μέρα με την ημέρα ασφυκτιούσε ολοένα και περισσότερο. Το δάσος είχε αρχίσει να βυθίζεται από μιαν αόρατη και βουβή πλημμυρίδα. Οι θάμνοι μεταμορφώνονταν σε κοράλλια και θαλάσσιες ανεμώνες, τα δέντρα πόδια γιγάντων που στέκονταν αμήχανοι στα ρηχά, ψάρια αιωρούνταν στα κλαδιά, ενώ μέδουσες-κουκουνάρια ξεκολλούσαν από τα κλαδιά και στροβιλίζονταν μες την αέρινη υγρή δίνη. Τα πουλιά χελιδονόψαρα που κολυμπούσαν νευρικά και τα μαύρα σύννεφα, σώματα τεράστιων κητών που έπλεαν με σιγουριά στην επιφάνεια.
Κοίταξε τα πόδια της: αντίκρισε μια μακρυά πρασινωπή ουρά, το σώμα της ξαναγεννιόταν ως μικρή θλιμμένη κόρη της θάλασσας. Τα μάτια της έψαχναν απεγνωσμένα μία μία τις περιοχές του μισοβυθισμένου δάσους.
Πουθενά ο λύκος.
Πουθενά το σελάχι

Το δάσος παραδομένο σε αυτήν την παράξενη πλημμυρίδα βρισκόταν το μισό κάτω από την επιφάνεια του νερού. Το υπόλοιπο ήταν πλέον ένας επικίνδυνος βάλτος.
Ανατρίχιασε. Δεν μπορούσε να επιστρέψει, το ψαρίσιο σώμα της κινδύνευε να κολλήσει στα ρηχά.
Δάκρυσε. Από κάπου ψηλά ακουγόταν το επίμονο ουρλιαχτό ενός λύκου. Του δικού της λύκου.

Ξάφνου κατάφερε να τον ξεχωρίσει. Στεκόταν στην άκρη ενός βράχου, τα κεχριμπαρένια μάτια του άστραφταν μέσα στο σκοτάδι που έπεφτε βιαστικό, ήταν αγριεμένος, με τρίχες ολόρθες από την ένταση, με τα δυνατά κοφτερά του δόντια απογυμνωμένα, σε στάση επίθεσης.
Δεν ούρλιαζε πια. Γρύλιζε. Γρύλιζε σε αυτό το περίεργο πηχτό, υγρό κάτι που είχε εισβάλει στη ζωή του και στη ζωή της, είχε διαβρώσει το στέρεο έδαφος του δάσους του, είχε δηλητηριάσει με τα πλοκάμια του την καρδιά του και την καρδιά της, τη γήινη καρδιά της με το κρύο θαλασσινό του αίμα.

Η πλημμυρίδα σταμάτησε εκεί. Αφήνοντας τον λύκο μονάχο επάνω στον ψηλό βράχο. Αφήνοντας σε εκείνη μονάχα μία σίγουρη διέξοδο, προς το νερό. Μπερδεμένη καθόταν εκεί, δυο βήματα από τον βράχο, ένα βήμα από τον βυθό. Η καρδιά της έψαχνε τον λύκο, αλλά η θολωμένη της ματιά αναζητούσε συνέχεια το σελάχι…

Και τότε η κεχριμπαρένια ματιά βρήκε τα μάτια της. Και την κοίταξε με παράπονο και πόνο. Με αγάπη και απελπισία. Με φόβο και θυμό. Με απορία και ελπίδα. Με απογοήτευση και πίκρα. Με αγωνία και ικεσία. Με θλίψη και… Έκλεισε τα μάτια της.
«Συγχώρα με, λύκε μου» σκέφτηκε και βούτηξε στα βαθιά. Το σώμα της ολόκληρο έκαιγε από το δηλητήριο. «Στο βυθό, στο βυθό!» φώναζαν οι Σειρήνες. «Εκεί θα βρεις τη λύτρωση» έλεγαν. Ή τον χαμό, σκέφτηκε η ίδια, καθώς ένιωσε το σώμα της να βυθίζεται στα παγωμένα βάθη.
[10ο απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

8 comments:

lust-time said...

Στον βυθό! Να πατήσεις γερά στον πάτο και να εκτιναχθεις στην επιφάνεια...

mata_ntomata said...

στη υγειά της παλινδρόμησης λοιπόν!
-μας έλειψε η ανεμώνη φιλενάδα! :)

Αγγελική Στ. said...

Μερικές φορές αυτά που γράφεις μου θυμίζουν.. Α, στο καλό σου!!

Stardustia said...

@lust-time Είναι πράγματι πάντοτε εφικτό να πιάσεις πάτο και να εκτιναχτείς; Στην πισίνα μπορεί, στη θάλασσα όμως, τι γίνεται όταν εκεί στον βυθό βρεθείς σε κάτι χαώδες, επικίνδυνο και απύθμενο, όπως η άβυσσος;

@mata-ntomata Ναι, στην υγειά της. Μια παλιρροϊκή κατάσταση που μοιάζει να πηγαινοέρχεται, όμως να δούμε τι θα επικρατήσει τελικά… χαίρομαι που σου έλειψε…

@sunshine «Κοιτούσε τον κόσμο και έβλεπε παντού τα μάτια του, άλλες φορές του σελαχιού, άλλες φορές του λύκου… Κοιτούσε τα μάτια του λύκου κι έβλεπε το σελάχι να την περιγελά. Κοιτούσε το σελάχι και έβλεπε τον λύκο να την κοιτά με τη βσθιά ματιά του…» Πόσο συχνά τα πάντα γύρω μας μπορούν να μας θυμίσουν αυτό το κάτι..

markos-the-gnostic said...
This comment has been removed by the author.
markos-the-gnostic said...

zoe μου άρεσε πολύ αυτό το ανακάτεμα του δάσους με τη θάλασσα και οι διάφορες εικόνες που περιέλαβες. πολύ ονειρικό. και η γοργονοειδής μεταμόρφωση...
τελικά λες έτσι μπερδεμένες να είναι και οι ψυχικές μας κατάστάσεις;

Unknown said...

συνειρμικά, ένα διαμαντάκι του Σολωμού που μου ήρθε στο μυαλό:
"Σε βυθό πέφτει από βυθό, ώσπου δεν ήταν άλλος, εκείθ’ εβγήκε ανίκητος"

Stardustia said...

Ωχ, ποιος author βρε παιδιά; Και εγώ ποιος είμαι; Ποιος σβήνει εδώ μηνύματα;

Δεν ξέρω, βρε Μάρκο, αλλά πολύ φοβάμαι πως ναι… Πράγματι βγήκε ονειρικό αυτό το κομμάτι, ίσως γιατί σχεδόν το είχα μπροστά στα μάτια μου, σαν ένα μαγκρόβιο δάσος, που όμως δεν θα έπρεπε να είναι [μαγκρόβιο], αφού εδώ ήθελα το επιθετικό υγρό στοιχείο να εισβάλλει σε μια κανονικά απρόσιτη για αυτό περιοχή…

Καλώς την minimar που μας έλειψε… Αλήθεια, το κείμενό μου σου ξύπνησε τέτοιους συνειρμούς; Έχω γίνει κατακόκκινη…