Tuesday, May 8, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [8ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα]

Θα έκλειναν για το καλοκαίρι. Το σελάχι, όπως όλοι, θα έλειπε τις επόμενες τρεις εβδομάδες, διακοπές, οικογενειακή γαλήνη. Φεύγοντας, καθώς της έτεινε το χέρι, την ρώτησε πού θα βρισκόταν εκείνη.
[Το χέρι του, δροσερό και ευχάριστο, κύμα που σου πιτσιλάει τα πόδια, όταν περπατάς στην παραλία, γλυκό και υγρό αν και σύντομο. Δεν τράβηξε το χέρι της παρά μονάχα, όταν ένιωσε τα δάχτυλά του να χαλαρώνουν. Δεν είχε κρατήσει παραπάνω από μια εγκάρδια χειραψία, όμως στο μυαλό της ο χρόνος πια είχε τόσο περίεργα αλλάξει, τα δευτερόλεπτα φάνταζαν ακίνητα, τα λεπτά έφευγαν, οι ώρες άλλες φορές ακίνητες κι άλλες να γλιστρούν κοπάδι από τρομαγμένα ψάρια.]
Βαθιά ανάσα, είναι μια απλή τυπική ερώτηση, σκεφτόταν, όλα είναι απλώς μια απλή τυπική κατάσταση, έτσι είναι τα σελάχια, κυριαρχούν στο τοπίο και μετά εγώ η ανόητη νομίζω ότι ψάχνει εμένα. Δεν έχει ανάγκη να ψάξει κανέναν. Βαθιά ανάσα, όμως, το σελάχι την έδιωχνε και πάλι από κοντά του, προτού προλάβει να ολοκληρώσει.

Δεν άντεξε στον πειρασμό. Την επόμενη ημέρα που εκείνος θα έφευγε για το ταξίδι, πέρασε από το γραφείο, παρόλο που η δική της άδεια είχε αρχίσει μια μέρα πριν. Ήξερε ότι είχε κάτι τελευταίες εκκρεμότητες να τακτοποιήσει και θα ήταν εκεί για κάποιες ώρες. Όσοι απόρησαν, την κοίταξαν με κουρασμένα μάτια, όλοι βιάζονταν να φύγουν, τι αν εκείνη έδειχνε να μη θέλει να αρχίσει τις διακοπές της… Προτού φτάσει, τον είχε πάρει τηλέφωνο, ήθελε την έγκρισή του να ανοίξει το αρχείο, της είχε απαντήσει με χαμογελαστή, εγκάρδια φωνή, πως, όταν θα έφτανε να περνούσε οπωσδήποτε κι από εκείνον, θα την περίμενε, θα ήταν εκεί, να πήγαινε να τον βρει ό,τι ώρα κι αν ήταν.
Δεν πρόλαβε να φτάσει ως το γραφείο της, η πόρτα του ήταν ανοιχτή και μόλις την είδε την κάλεσε κοντά του. Η φωνή του αρωμάτιζε το χώρο, έδειχνε ιδιαιτέρως όμορφη σήμερα, της εξομολογήθηκε, χαιρόταν που την έβλεπε, ή τουλάχιστον αυτό ήθελε εκείνη να πιστεύει. Τα μάτια του άστραφταν όπως πάντα, θα τη συνόδευε κάτω στο αρχείο για να βρει αυτό που έψαχνε, ρίγησε στη σκέψη ότι θα βρισκόταν μόνη μαζί του εκεί κάτω.

Το σελάχι αναστάτωνε με τα φτερά του το βυθό της καρδιάς της, σήκωνε άμμο και ανάγκαζε κάτι κρυμμένα καλκάνια να κρυφτούν παραμέσα. Της έδωσε το φάκελο χαμογελώντας σα μικρό παιδί και τη συνόδευσε ως την έξοδο. Κρατούσε το χέρι της μέσα στο δικό του δροσερό χέρι, σε μιαν ατελείωτη, σφιχτή χειραψία. Την κρατούσε συνεχώς με την ίδια ένταση και της μιλούσε, ένιωσε να τη ρουφά κοντά του και με χαμηλωμένο το κεφάλι απέφευγε να τον κοιτάξει.

Ούτε θυμόταν πώς είχε ελευθερωθεί, τι της είχε πει, πώς είχε βρεθεί μονάχη της στον δρόμο. Μάλλον κάποια στιγμή απλώς τράβηξε το χέρι της και χωρίς να ρίξει πίσω της ούτε ένα βλέμμα είχε εγκαταλείψει το κτήριο. Αυτό ήταν λοιπόν, είχε κερδίσει άλλα πέντε λεπτά μαζί του, άλλα πέντε λεπτά που θα τα μυρίκαζε τις επόμενες εβδομάδες μαζί με όλες τις άλλες κοινές στιγμές τους, πέντε ανούσια λεπτά δικής της ευτυχίας άνευ αξίας για κανέναν άλλον. Το σελάχι της μάλλον θα την είχε ξεχάσει ήδη από την επόμενη στιγμή.

Στο δρόμο ένιωθε το σώμα της να καίει, αισθανόταν ότι σφύριζαν τα μαλλιά της κι ότι τα μάτια της ούρλιαζαν από την ένταση. Αχ, πρέπει να αντέξω, σκεφτόταν, καθώς δάκρυζε. Η αρμύρα στο στόμα της έδωσε και πάλι αίσθηση θαλασσινή, παφλασμός κυμάτων μιας μακρινής παλίρροιας που έμοιαζε να την κυνηγά απειλητικά.
[9ο απόσπασμα], [10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα],
[12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα],
[15ο απόσπασμα]

5 comments:

Αγγελική Στ. said...

Μήπως όμως είναι απλά η αίσθηση του απωθημένου εκείνη που την κυνηγά;;

Stardustia said...

Πραγματικά, sunshine, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει ούτε και αυτήν την πιθανότητα. Άλλωστε, σκόπιμα η όλη ιστορία βασίζεται απλώς στον εσωτερικό της κόσμο και στην αντανάκλασή του στο περιβάλλον της. Η οποία μπορεί απλώς να είναι μια δική της παραίσθηση ή μια δική της αντιληπτική προσέγγιση αυτών που βιώνει και αυτών που νομίζει[;] ότι αισθάνονται οι άλλοι.

mata_ntomata said...

"Στο δρόμο ένιωθε το σώμα της να καίει, αισθανόταν ότι σφύριζαν τα μαλλιά της κι ότι τα μάτια της ούρλιαζαν από την ένταση."
τόσα ζόμπι κυκλοφορούν(-με) αδέσποτα στους δρόμους και το πόσο το διασκεδάζουν(-με) δε λέγεται!!!

markos-the-gnostic said...

η αλμύρα στο στόμα πάντως είναι τρομερή αίσθηση

Stardustia said...

-χα, χα, δίκιο έχεις φιλενάδα… ούτε ζόμπι να ήτανε…

-Συμφωνώ, Μάρκο, τελικά όλοι, ακόμη και οι πιο στεριανοί έχουμε αυτόν τον άρρηκτο δεσμό με το υγρό στοιχείο...