Friday, May 4, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [6ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα]
Μπέρδεμα, μπλέξιμο και χάος. Όλα και πάλι από την αρχή, πεσμένα όλα τα συναισθήματα κάτω, θρύψαλα του εαυτού της, του μυαλού της. Ένα απλό φιλικό άγγιγμα, μια κουβέντα, ένα εγκάρδιο χαμόγελο και μια βαθιά αιχμηρή ματιά διέλυσαν μέσα σε λίγα λεπτά όλη την αυτοκυριαρχία που είχε νομίσει ότι είχε ανακτήσει τις προηγούμενες ημέρες. Τον κοιτούσε κι ένιωθε να βουλιάζει, όπως στην άμμο στις ακτές της Νορμανδίας, όταν η άμπωτις απογύμνωνε τον πυθμένα, εκεί που έπρεπε να προσέχεις πού πατούσες, τόπους τόπους νερό και υποχώρηση, το μουλιασμένο έδαφος της τραβούσε το πόδι στα υγρά σωθικά του.
Αυτή η ματιά του την τραβούσε όλο και πιο πολύ, κάθε φορά που τον κοίταζε χρειαζόταν περισσότερη δύναμη για να ελευθερώσει τα μάτια της, κι ένιωθε αυτό το μυρμήγκιασμα να την τυλίγει.

Παύση. Αμηχανία.

Τώρα στεκόταν μπροστά του, εκείνος γερμένος στην καρέκλα με τα χέρια πίσω, σαν έτοιμος να τη δεχτεί στην αγκαλιά του. Μιλούσαν μα ένιωθε να την παρατηρεί και να αφουγκράζεται την αύρα της.
Μήπως ήταν έγκυος, την ρώτησε, του φαινόταν πως είχε παχύνει λίγο, και στα αστραφτερά του μάτια ένα σύννεφο κάλυψε για λίγο το φως τους. Ένιωσε τη σκιά του λύκου της να περνά απ’ έξω. Όχι δεν ήταν, του είπε και ένιωσε και πάλι να τη λούζει με το φως του. Δεν θα ήθελε να κουράζεται αν ήταν, της εξήγησε σιγά.

Η αμφιβολία. Η αμφιβολία, χειρότερη κι απ’ τη ματιά του την τρυπούσε κατευθείαν στα μηνίγγια: το κεφάλι ένας σφυγμός, η καρδιά ένας μυς σε κράμπα και το σώμα να ριγεί, η όσφρηση πιο ζωντανή από ποτέ να μυρίζεται τον κίνδυνο και την κατάσταση.
Η αμφιβολία. Η αμφιβολία. Σήμερα, και η απογοήτευση. Προχτές η αμφιβολία και η ελπίδα. Σήμερα όλα μαύρα, όλα επίπεδα και τυπωμένα, άψυχη εικόνα σε φωτοτυπικό χαρτί. Προχτές αγαλλίαση και ζεστασιά, να νιώθει την παρουσία του να εφαρμόζει στη δική της αύρα, τα μάτια του να κουμπώνουν στα δικά της και τη φωνή του να αρωματίζει με τον ήχο της τον χώρο. Σήμερα τα μάτια του δεν την αναζητούσαν παρόλο που φρόντιζε να την έχει συνεχώς κοντά του, γλίστραγαν μακριά της, το μαύρο σελάχι χτυπούσε νευρικά τα φτερά του και απομακρυνόταν πίσω από κάτι βράχια. Και η φωνή του κοφτή, μετέωρη, κουβέντες μισές, που αρχινούσαν για να σταματήσουν, αδιαφορία ή αναποφασιστικότητα; Κανείς δεν μπορούσε να της πει.

Φεύγοντας τα μάτια της αναζήτησαν την αγαπημένη σκοτεινή μορφή που πετούσε στην υδάτινη ατμόσφαιρα. Μάταια, τα μάτια της μέδουσες παρασυρμένες από αόρατο υπόγειο ρεύμα.

Ο λύκος της την περίμενε ανήσυχος στο σπίτι. Είχε πυρετό και τα μάτια του, αυτά τα υπέροχα βαθιά του μάτια, ήταν θλιμμένα. Την πήρε αγκαλιά και τη φίλησε με πάθος. Την αγαπούσε πολύ της είπε και φοβόταν μην τη χάσει. Τον πήρε αγκαλιά και τον φίλησε με θέρμη κι αληθινή αγάπη. Στα κλειστά της μάτια, όμως, περνούσαν και πάλι φυσαλίδες…
Σφίχτηκε και ένας οξύς πόνος την τρύπησε από την κορφή του κεφαλιού της έως χαμηλά την κοιλιά της. Πάλι πονάς τη ρώτησε ανήσυχος, μα εκείνη σφίχτηκε ακόμη πιο κοντά του κάνοντας ότι δεν τον είχε ακούσει.
[7ο απόσπασμα], [8o απόσπασμα], [9o απόσπασμα],
[10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

4 comments:

markos-the-gnostic said...

πώς είναι να σ' αγαπάει ένας λύκος;

Stardustia said...

Μάρκο, ο λύκος έχει τη σκοτεινιά και μοναχική φύση του πυκνού δάσους: επικίνδυνο στον αμύητο που δεν μπορεί ίσως, να προσανατολιστεί αλλά επάνω στο στέρεο στοιχείο της γης. Όποιος όμως, γνωρίσει την αγάπη του ξέρει ότι είναι γνήσια και απόλυτη.
Το σελάχι, αν και δεν είναι απαραίτητα δυνατότερο του λύκου, είναι το υγρό καταλυτικό στοιχείο που διαβρώνει τη γη, ένας θελκτικός κίνδυνος, ορμητικός σαν τη παλίρροια και απρόβλεπτος σαν τον βυθό.
Κάπως έτσι το φαντάζομαι...

Anonymous said...

markos-the-gnostic, zoe οκ νομίζω ότι φύσει δικαιούμαι μια παρέμβαση εδώ (κι όποιος δεν καταλαβαίνει γιατί ας δει εδώ.

Καταρχήν βγάζω τη λέξη "σε" από την ερώτηση του μάρκου και προχωράω στην οπτική γωνία αυτού που είναι μέσα στο δάσος και όχι αυτού που πλησιάζει. Να ξεκαθαρίσω μια μεγάλη παρεξήγηση: αυτά τα περί "κακού λύκου" κ.λπ. είναι μια μεγάλη...ΑΛΗΘΕΙΑ! Αυτές οι σαχλαμάρες για το τι συμπαθητικό και παρεξηγημένο ζώο είναι ο λύκος είναι εκτός πραγματικότητας. Και κοκκινοσκουφίτσες τρώμε και προβατάκια και κυνηγούς/βοσκούς που έρχονται προς σωτηρία τους. Αυτή είναι η δουλειά μας, εντάξει; να μην αφήνουμε τον κάθε άσχετο να ξεμπαρκάρει στο δάσος μας. Τελεία!

Τώρα, υπάρχουν κι εξαιρέσεις...Εάν ένα ζωάκι το πάει το δάγκωμα και δεν φοβάται εκείνη τη ματιά που ρίχνει τοίχους (αληθινούς, όχι ιμιτασιόν σαν τα διαχωριστικά των γραφείων), τότε τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Τότε ο λύκος μπορεί να το αγαπήσει (όχι βέβαια ότι θα το λυπηθεί και δεν θα το δαγκώσει), θα του ανοίξει να δει λίγο πιο μέσα στην ματιά του, εκείνη την στιγμή της αιματηρής (και απόλυτης, έχεις δίκιο zoe) ένωσής τους.

zoe, αν και δεν ρωτήθηκες (χμμμμ...), έκανες την αντιδιαστολή με το σελάχι. Μα το λες και μόνη σου, το σελάχι δεν αγαπάει, δεν δίνεται...μόνο διαβρώνει, χτυπάει και φεύγει. Κι αν θέλεις απρόβλεπτο...έλα στο δάσος ένα βραδάκι να σου στήσω μια "απρόβλεπτη" ενέδρα...

Stardustia said...

Querido lobo, claro que comprendemos que significa para ti «el lobo» de la historia, αλλά επίτρεψέ μου να έχω προσωπική άποψη για το θέμα, βλέπεις, los lobos είστε αρκετοί, ακόμη, και τυγχάνει να γνωρίζω καλά πόσο επικίνδυνοι είστε.
Δεν νομίζω ότι ο δικός μου λύκος είναι παρεξηγημένο, συμπαθητικό «κατοικίδιο», απλώς –και ακριβώς επειδή είναι απόλυτος σε ό,τι νιώθει- καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά... αλλά βλέπεις η διαφορά στο στοιχείο τον μπερδεύει λίγο. Μην ξεχνάς ότι ακόμη και η Κοκκινοσκουφίτσα θα γλύτωνε αν περνούσε από ένα ποτάμι και χάνονταν τα ίχνη της…
Και φυσικά δεν θέλει κανείς να ξεμπαρκάρει ο κάθε άσχετος στο σκοτεινό, πυκνό σας δάσος… Και ναι, το σελάχι δεν αγαπάει, ή μπορεί ακόμη να μη φαίνεται, μόνο διαβρώνει, χτυπά και χάνεται…
Όσο για απρόβλεπτες συναντήσεις, χμ μάλλον δεν… προβλέπονται, κυκλοφορώ μονίμως με την αγέλη μου στα δικά μας μονοπάτια…
Είπε αλήθεια κανείς ότι είμαι Κοκκινοσκουφίτσα;