Wednesday, May 2, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [5ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα]

Μιλούσαν οι δυο τους, μόνοι, θέμα άσχετο, συζήτηση φιλική, εκείνη όμως θαλασσοταραχή και κύματα βίαια, με μάτια σκοτεινιασμένα από το μπουρίνι τον κοιτούσε, μάταια, όσο πιο βαθιά μπορούσε. Της χαμογελούσε και της μιλούσε με μια ζεστασιά, μια συμπάθεια που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Χίλιες φορές να της μιλούσε τυπικά, ουδέτερα και απλώς ευγενικά, όμως όχι, με την πόρτα κλειστή, είχε γείρει προς τα πίσω στην καρέκλα του και την κοιτούσε με το αστραφτερό του βλέμμα. Όσο τον άκουγε μια φωνή από μέσα της της έλεγε διαρκώς να σηκωθεί να φύγει.
Μόλις τελείωνε το ένα θέμα πότε ο ένας και πότε ο άλλος άνοιγε αμέσως ένα καινούριο, λες και φοβόντουσαν να υπάρξει κενό ή υποψία σιωπής. Έπρεπε να φύγει και τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα, τον περίμεναν και είχε ήδη αργήσει λιγάκι. Χωρίς να την ακουμπάει, τον ένιωθε να την τυλίγει με την φωνή του, ο τρόπος που έλεγε το όνομά της αρκούσε για να ριγήσει. Καθώς έφευγε για την συνάντηση γύρισε και την κοίταξε, σαν για να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμη εκεί που την είχε αφήσει και της κούνησε το κεφάλι τρυφερά πως σε λίγο και πάλι θα γυρνούσε.
Μπήκε στο γραφείο της και κοίταξε την Ισμήνη ζαλισμένη, μάταια προσπαθούσε να καταλάβει αν είχε κοκκινίσει ή όχι, η Ισμήνη απλώς την κοιτούσε με βλέμμα έντονα ακουμπισμένο επάνω της.

Όποτε ερχόταν η ώρα της αναχώρησης πάντοτε η ίδια αναδίπλωση, η ίδια τυπική συνομιλία, μια υποψία προσμονής[;] στο βλέμμα, μια μικρή ελπίδα, για να φύγει και πάλι μονάχη για τον προορισμό της. Πότε πότε τη ρωτούσε για τον δρόμο που θα ακολουθούσε, αλλά φαίνεται ότι ήταν κι αυτό μέρος του πατρικού του ενδιαφέροντος, της μιλούσε όπως σε ένα μικρό κορίτσι και την κοιτούσε όπως κοιτάμε τα παιδιά.

«Θέλω να σου μιλήσω» της είχε πει, «στις δύο έλα από μένα.» Σε όλη την προηγούμενη συνάντηση αυτή ήταν ίσως και η μόνη ολοκληρωμένη πρόταση που είχε καταφέρει να συγκρατήσει. Η ώρα παραδόξως περνούσε γρήγορα, απελπιστικά γρήγορα, όχι σε παρακαλώ, στάσου λίγο, μην περνάς τόσο γρήγορα. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να θρέφει ελπίδες, ότι δεν της επιτρεπόταν να τις επιθυμεί. Κι όμως κάθε της ματιά αναζητούσε αυτό το αστραφτερά κοφτερό αντιφέγγισμα, κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της τον έβλεπε μπροστά της, να της μιλά, να της χαμογελά, να την κοιτάζει, κάθε βράδυ στον ύπνο της ήταν δίπλα του, μαζί του, κι ας την είχε ένας λύκος, όμορφος και δυνατός, στην αγκαλιά του.
Μονάχη στο δρόμο ακούγοντας μουσική ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε και την καρδιά της να έχει μείνει πίσω σε εκείνο το σταυροδρόμι. Εκεί τον είχε δει να στρίβει και να χάνεται με βήμα νεανικό και γρήγορο. Παρόλο που ήξερε ότι την είχε αντιληφθεί δεν άντεξε να δει το βλέμμα του, αυτό το αστραφτερό κι επικίνδυνο σπινθηροβόλημα, να την σημαδεύει. Θα έφευγε με το κεφάλι σκυφτό, χωμένο βαθιά μέσα στους ώμους και το μυαλό να σιγομουρμουρά ολοένα την ίδια μελωδία. «Θεέ μου», ψιθύρισε, «βοήθησέ με…»

Όλα είναι μονάχα μέσα στο μυαλό μου, μονάχα εκεί. Ούτε σελάχι, ούτε αγρίμι του δάσους.
[6o απόσπασμα], [7o απόσπασμα], [8o απόσπασμα],
[9o απόσπασμα], [10o απόσπασμα], [11ο απόσπασμα],
[12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα], [14ο απόσπασμα],
[15ο απόσπασμα]

10 comments:

markos-the-gnostic said...

αυτό το σελάχι παντού παραφυλάει...

Stardustia said...

Και αυτό ακριβώς είναι εδώ το θέμα,, Μάρκο, το σελάχι που παραφυλάει και στοιχειώνει ξαφνικά τον βυθό μιας μέχρι τότε σίγουρης και στέρεης ψυχής...

mata_ntomata said...

...μα εντελώς όλα να είναι μέσα σ'αυτά τα αμείλικτα μικρά γκρίζα κύτταρα;

Anonymous said...

γκρίζο το σελάχι, γκρίζα και τα κύτταρα...

Έχει έρθει η άνοιξη έξω, αν δεν το έχετε καταλάβει! Πάρτε τους λύκους, τα σαλάχια σας (εγώ ως lobo [προτιμάω το πρώτο βέβαια) ή ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή σας και άντε να πάρετε λιγο κίτρινο, λίγο κόκκινο, λίγο μπλε...απλά χρώματα, αλλά τα απλά είναι και καθαρά. Όταν αρχίζεις να μπλέκεις αποχρώσεις και υφές καταντάς στο γκρίζο...και άντε να τα ξεμπλέξεις μετά.

Stardustia said...

φιλενάδα mata-ntomata, αυτή είναι απλώς η δική της ερμηνεία του κόσμου. Μπορέι να κάνει λάθος ή να έχει χτυπήσει διάνα, απλώς είναι θολωμένη και δεν ξέρει τι να πιστέψει. Συνήθως όταν ερωτευόμαστε, έτσι ευάλωτοι γινόμαστε…

αγαπητέ lobo, το κρατάω αυτό για τα απλά χρώματα και επιφυλάσσομαι, :-) αλλά εδώ το θέμα είναι ακριβώς οι αποχρώσεις, αλλά άμα θες το παραφράζω «Ζώντας σε μια στέρεη, σίγουρη σχέση πίστευε πως ήταν άτρωτη, μέχρι τη μέρα που τα χρώματα στην παλέτα της άρχιζαν να ανακατεύονται…» ΟΚ, έχεις δίκιο, πάλι σε αποχρώσεις έπεσα!!!!

Anonymous said...

zoe σόρυ, παραφράζεις ποια φράση; είναι από το κείμενό σου; ή κάτι άλλο λες και το δικό μου το μυαλό έφαγε πλοκάμι ανεμώνας στο δοξαπατρί και πάει για μπλακαουτ;

Stardustia said...

lobo, δεν παράφρασα κάποιο συγκεκριμένο απόσπασμα. Απλώς η όλη ιστορία θα μπορούσε να ήταν σαν ένας πίνακας με τρία πλακάτα χρώματα και ένα μοτίβο… κοινώς, αντί για πέντε αποσπάσματα και τις εμμονές της τύπισσας θα μπορούσαμε να έχουμε την παραπάνω «περίληψη», απλά και καθαρά όπως λες…
αλλά τότε θα ήταν περίληψη ταινίας στο Αθηνόραμα Ü …

mata_ntomata said...

@lobo, μα αγαπητέ δε νομίζετε πως θα ήταν άδικο να παραφράσω την εκπληκτική φράση του φίλτατου Κυρίου Πουαρώ; Έστω και αν έχει κάτι γκρι μέσα;
@zoe, το σωστό και το λάθος ορίζεται στα κυτταράκια του καθενός, μαζί και ο έρωτας -αλλά αυτός ευτυχώς τους δίνει χρώμα φιλενάδα!

lust-time said...

όμορφη κινησιολογία στο κείμενό σου...Ψήνομαι και γώ να στρίψω σε καμιά γωνία μήπως δω "αυτήν"

Stardustia said...

φιλενάδα, mata, συμφωνώ, για μένα αυτό το θέμα δεν μπορεί να αποδοθεί με «πλακάτα» χρώματα. Μακάρι να μπορούσα, αλήθεια, αλλά παρά είναι σύθετο.

Lust-time καλώς ήρθες και σε ευχαριστώ…