Monday, May 28, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [10ο απόσπασμα]



[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα]

Αλαφιασμένη ξύπνησε και προσπαθούσε να επανέλθει στο τώρα. Ο λύκος της έλειπε, είχε φύγει από νωρίς και εκείνη, ξύπνια μέχρι αργά, είχε παρακοιμηθεί.
Ήταν στεναχωρημένη και το ήξερε. Καθετί επάνω της το μαρτυρούσε, ο καθρέφτης ήταν σήμερα ιδιαιτέρως σκληρός μαζί της, και δεν θα μπορούσε να το κρύψει. Τόση ένταση και αγωνία…
Προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Τι θα πει όμως λογικά; Αγαπούσε τον λύκο της, πάντα θα τον αγαπούσε. Έτρεμε στην σκέψη ότι μια μέρα θα μπορούσε να τον χάσει και να την τώρα μόνη της εδώ να τον διώχνει… Προχθές που τον φίλησε, μέσα από τα κλειστά της μάτια πέρασαν πάλι εκείνα τα τρομερά μαύρα φτερά. Κι όμως, ήταν η λυκίσια αγκαλιά του, η δική του και μόνο θέρμη της ψυχής και του σώματός του που της πρόσφερε τόσο δυνατή αγάπη.
Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Της είχε ζητήσει να πάρει λίγες επιπλέον μέρες άδεια, εκείνος θα έφευγε σήμερα για πέντε μέρες, ταξίδι επαγγελματικό στο εξωτερικό, είχαν καιρό να βρεθούν μαζί σε ξένο μέρος, την χρειαζόταν, την ήθελε κοντά του. Δεν θα προλάβαινε του είπε, κάτι προθεσμίες. Δικαιολογίες. Το βλέμμα του την κοίταξε με παράπονο. Το πρωί έφυγε χωρίς να την ξυπνήσει. Μονάχα ένα σημείωμα στο τραπέζι. «Χαζούλα, εσύ χάνεις!». Χαμογέλασε. Αυτός ήταν ο λύκος της. Κοίταξε το ρολόι. Και να ήθελε δεν θα προλάβαινε… Τώρα πια ο λύκος της ετοιμαζόταν για την απογείωση…
Στο δρόμο, πρώτη μέρα στο γραφείο, σταμάτησε κάμποσες φορές. Μήπως να τα παρατούσε όλα, να πήγαινε τώρα στο αεροδρόμιο, να έβγαζε ένα εισιτήριο, να του έκανε έκπληξη; Με φρίκη κατάλαβε ότι από κάτω από αυτές τις σκέψεις, υπήρχε μια άλλη πιο δυνατή και έντονη…
Θα ήταν άραγε εκείνος στο γραφείο του τέτοια ώρα; Συνήθως εκείνη την ημέρα αρχειοθετούσε όλες τις εκκρεμότητες και ήταν η ώρα που όποιος ήθελε να τον πετύχει, δεν χρειαζόταν προηγουμένως να τον αναζητήσει σε όλο το κτήριο...
Σταμάτησε και πάλι. Είχε σχεδόν φτάσει. Τα μάγουλά της έκαιγαν, η καρδιά χτυπούσε.
Κοιτάχτηκε σε μια βιτρίνα. Βαθιά ανάσα και εκπνοή. Και τώρα με βήμα γρήγορο και σταθερό, έπρεπε να φανεί αλλαγμένη και σίγουρη.

Μπαίνοντας στον διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο της πέρασε κι από το δικό του. Η πόρτα του ήταν κλεισμένη, σημάδι ότι απουσίαζε ή ότι δεν ήθελε να ενοχληθεί από κανέναν. Δεν μπόρεσε να κρύψει μια κάποια απογοήτευση, ήθελε να τη δει να περνά αδιάφορα και γοργά, ήθελε να του δείξει ότι ακόμη κι αν είχε υποψιασθεί κάτι, πόσο λάθος είχε κάνει, ήθελε…
Έφτασε στο γραφείο της. Άνοιξε την πόρτα: πτώση, βουτιά, από βατήρα δέκα μέτρων μέσα σε μαύρα, ταραχώδη και άγνωστα νερά, γύρω γύρω βράχια, απότομα και γλιστερά, αδύνατον να βγει στη στεριά, τα χέρια καταματωμένα από τους αχινούς, το σώμα μισοχαμένο μέσα στη θανατερή αγκαλιά της θαλάσσιας ανεμώνης που υπέροχη και αδυσώπητη τη μπόλιαζε με το δηλητήριό της: Το σελάχι την περίμενε νευρικό καθισμένο στη θέση της.
«Άργησες» της είπε επιτιμητικά, «και δεν έχω το κείμενο με τις διορθώσεις». Ήθελε να διαμαρτυρηθεί, το κείμενο το είχε στείλει το προηγούμενο βράδυ, αν κοίταζε στον λογαριασμό του θα το έβρισκε εκεί. Σώπασε, κοίταξε τη μελανή μορφή του και έψαξε στην τσάντα της για το usb της. Όταν του το έδωσε, το χέρι της ηλεκτρίστηκε από το δικό του χέρι, το σελάχι την κάρφωνε και πάλι με το ηλεκτροφόρο του κεντρί. Τα μάτια του προσπαθούσαν να τρυπήσουν τα δικά της, όμως εκείνη δεν τα άφηνε να την πλησιάσουν.

Ανακούφιση, το σελάχι εξαφανίστηκε με ένα χτύπημα των πτερυγίων και τότε μόνο πρόσεξε την Ισμήνη. Ζαλισμένη προσπαθούσε μάταια να καταλάβει αν είχε κοκκινήσει ή όχι, η Ισμήνη απλώς την κοιτούσε με βλέμμα έντονα ακουμπισμένο επάνω της. Σε λίγο είχε απομείνει μονάχη στο γραφείο.

Απογοήτευση, σκέφτηκε και ένας πόνος από δάγκωμα την έκανε να κοιτάξει στο πλάι, ήταν η σκιά του λύκου της που προσπαθούσε να της τραβήξει την προσοχή. Του χαμογέλασε καθησυχαστικά αν και κάπως νευρικά και άρχισε να δουλεύει, «πρέπει να αλλάξω την οθόνη», σκεφτότανε, καθώς άνοιγε ένα αρχείο.

Και τότε ένα ορμητικό τσουνάμι γκρέμισε την πόρτα και πλημμύρισε τα πάντα. Αλαφιασμένη προσπάθησε να κρατηθεί από το γραφείο, όλα έπλεαν μέσα στο ταραχώδες υγρό στοιχείο, που αναταραζόταν ολοένα από κάτι πτερύγια-φτερά ενός αρχάγγελου του υδρόκοσμου. Το σελάχι.

Ναυαγός πάνω σε μια σανίδα το παρατηρούσε να κολυμπά γύρω της, ήταν ανήσυχο, της μιλούσε διαρκώς για διάφορα θέματα με βλέμμα σκοτεινό, και κάθε τόσο την πλησίαζε από το πλάι.

Και τότε άξαφνα άπλωσε το χέρι του, δεν της είχε ευχηθεί για τα γενέθλιά της, για δες που το θυμόταν, αναρωτήθηκε. Το χέρι του, δροσερό και ευχάριστο, κύμα που σου πιτσιλάει τα πόδια, όταν περπατάς στην παραλία, γλυκό και υγρό αν και σύντομο. Δεν τράβηξε το χέρι της παρά μονάχα όταν ένιωσε τα δάχτυλά του να χαλαρώνουν. Δεν είχε κρατήσει παραπάνω από μια εγκάρδια χειραψία, όμως στο μυαλό της ο χρόνος πια είχε τόσο περίεργα αλλάξει, τα δευτερόλεπτα φάνταζαν ακίνητα, τα λεπτά έφευγαν, οι ώρες άλλες φορές ακίνητες κι άλλες να γλιστρούν κοπάδι από τρομαγμένα ψάρια.

Τώρα τα μάτια σελάχια πετούσαν αργά δίπλα της. Εκείνος μιλούσε με την Ισμήνη που είχε και πάλι επιστρέψει στη θέση της, αλλά στεκόταν μπροστά της, εκείνη παρατηρούσε το μυτερό προφίλ του, και προσπαθούσε να θυμηθεί τι ακριβώς χρώμα είχαν τα μάτια του. Και τότε το σελάχι την ένιωσε και γύρισε το ένα του μάτι πάνω της, ματιά αιχμηρή και σίγουρη, σαν καμάκι που τσάκωσε το ένα της πλοκάμι, μιλούσε πάντα στην Ισμήνη αλλά κοιτούσε εκείνη, μονάχα εκείνη, κοιτούσε συνεχώς εκείνη, με ματιά ακίνητη, σίγουρη κι αμείλικτη… κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ακουγόταν σαν σφυγμός της καρδιά της μα οι ματιές τους δεν έλεγαν να χωρίσουν. Τώρα, τώρα σκεφτότανε δεν μπορεί θα με ελευθερώσει, μα το σελάχι την κρατούσε γερά μαγκωμένη και δεν υποχωρούσε, ώσπου εκείνη τράβηξε με δύναμη τα δικά της να πέσουν κάτω. Καθώς χωρίζανε ακούστηκε ένα «κρακ» και ένιωσε έναν δυνατό πόνο στην κοιλιά της.
[11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα], [13ο απόσπασμα],
[14ο απόσπασμα], [15ο απόσπασμα]

6 comments:

markos-the-gnostic said...

πολύ ωραία αυτή η διάκριση ανάμεσα στη ματιά και το χρώμα των ματιών.
[α, ζωή, το ξεκίνησα κι όπου το πάμε]

Stardustia said...

Ναι, η αλήθεια είναι ότι έχω γενικώς μια ιδιαίτερη συμπάθεια στα μάτια και στις ματιές… πιστεύω ότι είναι τόσο σύνθετα από μόνα τους, τόσο τα μάτια τα ίδια όσο και οι εκφράσεις τους που όλο ψάχνω να βρω τρόπους να τα προσεγγίσω…

Το είδα Μάρκο, χθες το βράδυ, και μου άρεσε πάρα πολύ…
Τώρα θα περιμένω και τη δική μου έμπνευση…

mata_ntomata said...

χμ αρχίζει να μοιάζει κινηματογραφική η ανεμώνη σου φιλενάδα --περιμένουμε τη συνέχεια!!

Stardustia said...

Ναι, ναι και τώρα θα ξεκινήσω το casting, τι λες, φιλενάδα; Να σου στείλω το σενάριο; ;-))

zero said...

Πραγματι...
τα ματια και οι ματιες τα λενε ολα.
Μερικες φορες βεβαια , κρυβουν την υποκρισια.
Καταπληκτικο ποστ.

ζερο.

Stardustia said...

Σε ευχαριστώ,zero...

Όταν τα μάτια και οι ματιές τους μπορούν να ξεγελάσουν τότε... αλλά έχεις δίκιο, υπάρχουν πολλοί μάστορες στο να υποκρίνονται, ακόμη και μέσω του "καθρέφτη της ψυχής"...