Friday, October 26, 2007

Θαλάσσια ανεμώνη [15ο απόσπασμα]


[1ο απόσπασμα], [2ο απόσπασμα], [3ο απόσπασμα],
[4ο απόσπασμα], [5ο απόσπασμα], [6ο απόσπασμα],
[7ο απόσπασμα], [8ο απόσπασμα], [9ο απόσπασμα],
[10ο απόσπασμα], [11ο απόσπασμα], [12ο απόσπασμα],
[13ο απόσπασμα],[14ο απόσπασμα]
Έκλεισε τα μάτια. Πόσο νύσταζε στα αλήθεια…
Το σελάχι την σήκωσε απαλά και την πήγε στο κρεβάτι, εκεί την ακούμπησε στο κρεβάτι, ήταν βαθύ κι έμοιαζε να βουλιάζει μέσα του. Ναι, νύσταζε πολύ, του έριξε όμως μια ματιά και το σελάχι έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά στο στόμα, στο μέτωπο, και στον αγαπημένο του λαιμό.
«Κοιμήσου, καρδιά μου» της είπε και έφυγε.

Όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν σε ένα νησί.
Ολόγυρα μια σκούρα μαβιά αγκαλιά, ένα εξημερωμένο θηρίο κι εκείνη εκεί, κάτω από ένα μοναχικό δέντρο, στην παραλία.
Ένιωθε περίεργα, λες και ο αέρας που φυσούσε την διαπερνούσε, ένιωθε κρυστάλλινη μαζί κι αιθέρια.
Κοίταξε τα χέρια της, γαλαζωπές διάφανες απολήξεις. Διέκρινε μικρά μικρά ζωντανά κοκκινωπά αστράκια να αργοκυλούν στις φλέβες της, μισοδιάφανα κι αυτά.
Όλο της το σώμα κυανό, διάφανο, αέρινο, πανάλαφρο.
Μια φυσαλίδα.
Χτύπησε ελαφρά τα πόδια της και άρχισε να αιωρείται στον αέρα. Μια γαλήνη, μια απέραντη χαρά απλώθηκε μέσα της, τα αστράκια στις φλέβες της άρχισαν να ιριδίζουν και να πάλλονται…

Είχε ανοίξει τις φτερούγες της και κολυμπούσε στον αέρα, χόρευε στο κενό, πετούσε, πετούσε και αυτό ήταν μια αίσθηση καινούργια μαζί και οικεία: βρισκόταν σε έναν νεογέννητο κόσμο, όπου η θάλασσα χαμογελούσε ήρεμη εκεί κάτω: κοιτούσε μια το μαβί υγρό στοιχείο και μια το μοναχικό στολίδι του μικρού κομματιού γης που μόλις είχε αφήσει. Στροβιλιζόταν ακούραστα μέσα στον αέρα, μέσα στο δικό της στοιχείο. Τα φτερά της έπαιζαν σίγουρα με τα ρεύματα, μια ανέβαινε ψηλά ψηλά, μια ιριδίζουσα κουκκίδα στον ουρανό, μια εφορμούσε γελώντας, αγγίζοντας πότε λίγο νερό, πότε ακουμπώντας λίγη άμμο ή ένα από τα φυλλαράκια του δέντρου.


[…]
Καθισμένη πάνω στην άμμο χάζευε από ώρα τον ορίζοντα και γελούσε μόνη της όταν ξαφνικά μια άλλη γυαλιστερή κουκκίδα της κίνησε την προσοχή: ερχόταν προς το μέρος της, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε αν και ήταν ακόμη μακριά. Ήταν κάποιο πετούμενο, μεγάλο κι όμορφο, που ανεμοπορούσε…

Το άλμπατρος την είχε δει και την πλησίαζε γοργά. Η καρδιά της φτερούγισε: το δυνατό πουλί με τις υπέροχες φτερούγες άρχισε να κατεβαίνει προς την παραλία, έψαχνε να βρει το κατάλληλο σημείο για να ξεκινήσει την επεισοδιακή του κάθοδο… πώς δυσκολεύονται πάντοτε αυτά τα πουλιά, όποτε αφήνουν ή ξαναβρίσκουν το έδαφος…
Τώρα, έχοντας επιτέλους προσγειωθεί την πλησίαζε με το ατσούμπαλο περπάτημά του, η μορφή του της φάνηκε γνωστή και ας μην την είχε ξανασυναντήσει, τα μάτια του ιρίδιζαν.
Αρχικά το νεαρό πουλί κρατήθηκε σε μια μικρή απόσταση, άπλωσε τις φτερούγες του και τα τέντωσε σαν να είχε πιαστεί και αφού τα χτύπησε μια δυο φορές δυνατά, την πλησίασε περισσότερο.
Καθώς είχε αφήσει τις φτερούγες του να μισοκρέμονται και το είχε το ράμφος μισάνοιχτο αναρωτήθηκε μήπως ήταν πεινασμένο, ή διψασμένο.
Άπλωσε το χέρι της και εκείνο την τσίμπησε απαλά.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;» αναρωτήθηκε δυνατά και προσπάθησε να το χαϊδέψει απαλά στο κεφάλι. Το άλμπατρος υπέμεινε το χάδι αλλά με τα ιριδίζοντα μάτια του όργωνε ασταμάτητα τον ουρανό.

Θυμήθηκε λοιπόν ότι είχε κάποτε διαβάσει για αυτά τα περίεργα πουλιά, που ζούσαν σαν μονογαμικοί ερημίτες: ζευγάρωναν κάθε δυο χρόνια πάντοτε με τον ίδιο σύντροφο, αλλά ζούσαν μονάχοι διασχίζοντας θάλασσες και ωκεανούς, ικανοί ανεμοπόροι που προτιμούν τις καταιγίδες και τις θύελλες από τις απάνεμες ημέρες…

Και να σε λίγο το νεαρό ζωντανό αστραποβόλησε: τα μάτια του αναγνώρισαν το ταίρι του που πλησίαζε το νησί τους. Τό σώμα του ριγούσε από προσμονή, ένιωσε ξένη ανάμεσά τους, σηκώθηκε και άφησε μονάχο του το άλμπατρος και τότε ξαφνικά ένιωσε αόρατα χέρια να την ακουμπάνε, να τη χαϊδεύουν τρυφερά, στα αυτιά της έφτανε ένας αγαπημένος ψίθυρος, ο ουρανός σκεπάστηκε μεμιάς από σκοτεινούς καβαλλάρηδες, οι οπλές των αλόγων τους σπίθιζαν και βροντούσαν: η καταιγίδα είχε βρει το νησί και από κάπου εντελώς παράταιρα ακούγονταν παραθυρόφυλλα να χτυπάνε, πόρτες να κλείνουν με βρόντο.

Άνοιξε τα μάτια, ήταν ξαπλωμένη, εξουθενωμένη ακόμη, στο κρεββάτι της, έξω ο άνεμος και το αστραποβρόντι χαλούσαν τον κόσμο. Δίπλα της ο λύκος, με μάτια κεχριμπαρένια την κοιτούσε με μια περίεργη λαχτάρα. Τον κοίταξε και έκανε να σηκωθεί να τον αγκαλιάσει. Όμως, καθώς ανασηκωνόταν, τα μαλλιά που γλύστρησαν προς τα πίσω, άφησαν να φανεί ο λαιμός της: λίγο πιο πάνω από τη βάση του λαιμού της, στα αριστερά, φάνηκε το περίγραμμα του μικρού σελαχιού.

14 comments:

lust-time said...

Αχ αυτό το σημάδι στο λαιμό!!

Stardustia said...

Τώρα ήμουν στα μέρη σου, αλλά κάπου κάτι κόλλησε και έχσα το σχόλιο!!!
Καλησπέρα!

mata_ntomata said...

αυτό πάντως άξιζε την αναμονή!!!! τόσο στην περιγραφή όσο και στην πλοκή είναι η αγαπημένη μας λυτρωτική ανεμώνη!!! και αυτά τα θανατηφόρα σημάδια στο λαιμό...

Stardustia said...

Ώστε σου άρεσε φιλενάδα;
μετά από τόσον καιρό φοβόμουν μήπως είχα χάσει την αίσθηση της ατμόσφαιράς της...

τελικά όμως, δεν μου πηγε η καρδιά να την τελειώσω.
Το προηγούενο απόσπασμα θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν το τελευταίο, άλλά τελικά άλλαξα γνώμη

the navigator said...

Εντάξει...

αυτό είνα sequel !!!

θα μου πάρει λίγο να χωνέψω όλη την σειρά καθότι νέος εδώ αλλά είναι πραγματικό πολύ όμορφα τα κείμενα σου...

Equilibrium said...

Πάλι καλά! κι εγώ τρόμαξα ότι τελείωσε. Σήμερα που δούλευα στο κέντρο (ξέρεις εσυ) την είχα κάνει copypaste όλη σου την ανεμώνη (γιατί δεν παίζει dsl εκει) και κάθησα και τη διάβασα, και πραγματικά... αναρρίγησα..

piece de resistance said...

kalo kai paramythenia sofo..to apospasma traced you thourgh navigator kai xairomai pou se vrika

Stardustia said...

navigator, χαίρομαι που σου άρεσε εδώ στον κόσμο της αστρόσκονης... ναι, όντως, η ανεμώνη άρχισε να απλώνει τα πλοκάμια της τον φλεβάρη, αρκετά προτού γεννηθεί το μπλογκ, και ακόμη δε λέει να σταματήσει...

Καλέ μου Equilibrium, άντεξες και το διάβασες μονορούφι;;; Πράγματι αγαπώ πολύ αυτήν την ιστορία. Να δώ πού θα βρεθούμε στην συνέχεια...

piece de resistance, και εγώ χαίρομαι που βρέθηκες στα μέρη μου...
καλώς όρισες στο σύμπαν μου...

markos-the-gnostic said...

ε ρε μπλέξιμο

Stardustia said...

Καιρός δεν ήταν;

ameno said...

Ουφ!!!! Δεν ήταν το τελευταίο!!! Το κοιτούσα τόσες μέρες και δεν έλεγα να το διαβάσω!! Το τελευταίο ελεγα θα είναι, θέλει το κλίμα του , το χώρο του στο χώρο μου... Ήρθε λοιπόν ο καιρός του, βρέθηκε και ο χώρος , στο χώρο μου... Δεν τέλειωσε όμως!!!
Μη μας κρατήσεις σε μεγάλη αγωνία Ζωήτσα μου!!!!
Ελπίζω να μας γράψεις σύντομα!!!!
Ναι;;;; Φιλούρες!!!!!

Stardustia said...

Όχι, ameno μου, αυτήν τη φορά δεν θα αργήσω τόσο,
απλώς ίσως μεσολαβήσουν κανα δυο ακόμη ποστάκια και αμέσως μετά "μία θαλάσσια ανεμώνη στο πέντε!!!!!!!"
φιλούρε κι από μένα!

mata_ntomata said...

αχ το ήξερα πως κάποια στιγμή φιλενάδα θα έλεγες πςω πλησιάζει το τέλος...κ να σκεφτείς όταν την πρωτοξεκίνησες βιαζόμουν να δω την κατάληξη, τώρα πάλι θέλω να βλέπω μόνο την εξέλιξη!

Stardustia said...

Ξέρεις κάτι φιλενάδα, αρχικά είχα σκεφτεί να το τελειώσω εκεί που ενδίδει στο σελάχι, τώρα που έχασα αυτήν την ευκαιρία -μεταξύ μας έχω δεθεί κάπως και εγώ με αυτήν την ιστορία- λέω να δοκιμάσω τις δυνατότητές μου. Τώρ θα μπλεχτεί κι ο λύκος, οπότε κανά δυο τρεις συνέχειες μίνιμουμ, μάλλον, τις βλέπω...

ομολογώ, πάντως, ότι δεν περίμενα ποτέ τέτοια ανταπόκριση...
σε φιλώ