Friday, August 10, 2007

Νηρηίδες - εισαγωγή και α' μέρος



Για άλλη μια φορά ανοίγω το σεντούκι μου...


Εισαγωγή στις «Νηρηίδες»

Ένιωθε την αγάπη να του καίει τα χείλη
και να τον σπρώχνει σε μια θύελλα δυνατή σα ρουφήχτρα…
Μα όλα ήταν ένα όνειρο, ένα όμορφο μα απραγματοποίητο όνειρο, μια λειψή εκπλήρωση υπόσχεσης παλιών, παιδικών αναμνήσεων από κάτι παραμύθια που άκουγε μικρός…

(Ιούνης ‘90)


**********************************************************************************


Νηρηίδες


Η βάρκα κύλαγε απαλά και προσεκτικά: οι νηρηίδες κοιμόντουσαν ακόμα και δεν έπρεπε να τις ξυπνήσει και να τις αγριέψει σήμερα, σήμερα που η νύχτα ξεκινούσε με αστροφεγγιά και πανσέληνο, γιατί σήμερα θα μπορούσε να τις δει και να θαμπωνόταν για πάντα, μπορούσαν να τον δουν και να τον τραβήξουν στο διάφανο κόσμο τους. Γι’ αυτό λοιπόν και η βάρκα του κυλούσε τόσο τρυφερά σα χάδι και άπιαστη σα μεσημεριανός αχνός. Μα η δροσιά του βραδιού έκξανε το χάδι χτύπο και βάρυνε τον ανάλαφροι αχνό: η θάλασσα ανατρίχιασε καθώς ένιωσε τις αγουροξυπνημένες κι αγριεμένες νηρηίδες να κλωτσούν την κοιλιά της…

**********************************************************************************

Καθόταν στη βάρκα ακίνητος, καθόταν εδώ στον ομφαλό του κόλπου όπου πριν από ένα φεγγάρι είχε χαθεί ο αδερφός του. Για τον πρόωρο κι ανεξήγητο χαμό του οι αρχές είχαν κατηγορήσει κάποιο αιφνίδιο μπουρίνι και οι συγγενείς ούρλιαζαν, μην μπορώντας να καταλάβουν τι γύρευε μοναχός του τέτοια ώρα στη βάρκα.
Άλλοι πάλι μιλούσαν για κάποια ύπουλα ρεύματα που δίχως άλλο…

Μα εκείνος, εκείνος και μερικοί γέροντες –όπως άλλωστε κι ο Παναγής, ο γερο-τρελλός του χωριού- ήξεραν ότι τον είχαν πάρει οι θαλασσινές πλανεύτρες…

**********************************************************************************

Όταν ζούσε ακόμη η γιαγιά τους, που είχε έρθει εδώ από κάποια μακρινή γωνιά για να ριζώσει πλάι στον παππού, τότε που ζούσαν στο νησί και δεν π[η΄γαιναν ακόμη σχολείο, τους έπαιρνε κάθε απόγευμα και τους πήγαινε βόλτα μέσα στο χωριό. Το καλοκαίρι αγόραζαν από την πλατεία παγωτό χωνάκι, το χειμώνα κάστανα και, αφού άναβαν το καντηλάκι του παππού, που μια θλιβερή μέρα έκλεισε για πάντα τα αστραποβόλα μάτια του αφήνοντας την όμορφη γιαγιά τους μοναχή και απαρηγόρητη –πολύ προτού αυτά γεννηθούν-, αφού λοιπόν άναβαν το καντηλάκι και του ‘λεγαν «όνειρα γλυκά», ίσιωναν τα λουλουδάκια που τον σκέπαζαν και κατέβαιναν μετά σαν αστραπή στην παραλία, όπου χωμένοι σε μια βράχινη κόγχη, προστετευμένοι από το κρύο, αγιάζι το χειμώνα και την κάψα και πολυκοσμία του καλοκαιριού, άκουγαν τα παραμύθια της γιαγιάς αγναντεύοντας τη θάλασσα…

Ναι, ήταν όμορφη και νέα η γιαγιά τους και ήταν όμορφα και παράξενα ταπαραμύθια της που μύριζαν πεταλίδες και φύκια. Καμιά φορά, αν την παρατηρούσες την ώρα που διηγιόταν, έβλεπες πως τα μάτια της γινόντουσαν δυο παράξενα κοχύλια και τα διπλωμένα πόδια της θύμιζαν ουρά γοργόνας…

Να όμως που ακόμα κι οι γοργόνες δεν είναι αθάνατες και η γιαγιά τους αρρώστησε, και να που έπρεπε να μεταφερθεί στην Αθήνα.
Όταν επέστρεψε στο νησί είχε απομείνει η μισή και τα δυο της κοχύλια είχανε θαμπώσει. Όμως, ακόμη και τότε, και παρόλο που και οι δυο είχαν πια μεγαλώσε, συνέχιζαν να πηγάινουν βόλτα και να καταλήγουν στο αγαπημένο τους μέρος λες και το ‘νιωθαν πως δεν θα την είχαν ακόμη για πολύ κοντά τους, λες και τα γένεια που είχαν αρχίσει να ενοχλούν τον μεγάλο να σήμαιναν το τέλος της «παραμυθένιας» τους εποχής.

Όταν εκείνη χάθηκε μια μέρα και ήταν πλέον δύο τα καντηλάκια που έκαιγαν δίπλα δίπλα εκεί ψηλά, ακολούθησε ένας χρόνος σιωπής κι απόγνωσης. Θα ΄λεγε κανείς πως είχαν απομείνει σα δυο καμμένα σπίρτα: κάπως έτσι θα πρέπει να νιώθουν κι αυτά, όταν κρυώνουν πεταμένα και άχρηστα. Τότε ήταν που μέσα σε αυτήν την πίκρα έφυγαν από το νησί…

Όμως, ότι αγαπήσαμε μια φορά στη ζωή μας το κουβαλάμε παντοτινά, όπως κουβαλά κανείς μιαν κατάρα…
Έτσι, η ξεχασμένη φλόγα φούντωσε και πάλι, όταν, δυο χρόνια μετά, κάποιο καλοκαιρινό δειλινό στο νησί, θυμήθηκε ένα από τα ωραία παραμύθια της.
Ο ίδιος τότε άρχιζε να «αντραίβει», όπως του ΄λεγε χαϊδευτικά η απλοϊκή φουρνάρισσα, μα τώρα οι «νηρηίδες» της γιαγιάς ήταν ξανά στο μυαλό του και του τραγουδούσαν με μια γλυκιά φωνή που θα έκανε και αυτές ακόμη τις σειρήνες του Οδυσσέα να σωπάσουν. Μα βλέπεις, ο μεγάλος τόσον και καιρό έμοιαζε να βρίσκεται σε λήθαργο και έκανε ότι δεν θυμόταν πλέον τα παλιά.
Ώσπου μια μέρα τον τσάκωσε να κλαίει σα μωρό στο κοιμητήρι. Έκατσαν τότε παρέα, ο ένας δίπλα στον άλλον στο πεζούλι του ξωκκλησιού και χάζευαν τους γλάρους που ζυγίζονταν στον αέρα. Ήξεραν πως ήταν πλέονπολύ μεγάλοι για τα παλιά ανέμελα παιχνίδια τους, ήταν «περισσευούμενοι» για τη μικρή τους κόγχη που τώρα κάποιοι ανόητοι τουρίστες είχαν μετατρέψει σε σκουπιδότοπο. Ήταν όμως έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις αγαπημένες νύμφες των παραμυθιών τους.

Από εκείνη την ημέρα χάνονταν με τις ώρες ψάχνοντας. Ο ίδιος είχε αρκεστεί στο να χορταίνει το σφυγμό της θάλασσας και να φαντάζεται πως είναι ένας μικρός, μοναχικός και ξεχασμένος αχινός που φρουρούσε τα μυστικά της υγρής του αγάπης πάνω σε κάτι μαύρα βράχια…
Ο καιρός κυλούσε, ένα τεράστιο τσέρκι και τα μελτέμια είχαν αρχίσει. Η κάθε ημέρα περνούσε και τον γέμιζε με μιαν ανησυχία, η οποία σιγά σιγά και ολοένα και δυνατότερα τον πάγωνε και τον τρομοκρατούσε, ένας υπόγειος, ύπουλος σεισμός.
Αντίθετα στον αδερφό του άνθιζε μια υπερκόσμια γαλήνη και το πρόσωπό του είχε γίνει φωτεινό κι απόμακρο και γινόταν ακόμη φωτεινότερο κάθε φορά που τον ρωτούσε πού και πώς είχε περάσει την ημέρα του. Ο αδερφός του έμοιαζε να είναι πολύ κοντά σε αυτό που έψαχνε και, όσο και αν η μάνα του σταυροκοπιόταν κι όσο κι αν τον ξεμάτιαζε, τόσο εκείνος χανόταν με τις ώρες γιανά επιστρέψει κατά το βραδάκι πιο απόμακρος από ό,τι είχε φύγει. Κάποτε τον ρώτησε ανοιχτά, αν θα ήθελε να τον συντροφέψει, αν θα μπορούσε να μοιραστεί το μυστικό τοιυ, μα ο αδερφός του ήταν κατηγορηματικός:
-«Όχι, ακόμη, μα θα γίνει και αυτό…»

Όμως «αυτό» δεν ήθελε να συμβεί κι έτσι το βράδυ μαζεύονταν εκεί, στο ταβερνάκι του θείου τους και σύγκρινε τη δική του αγωνία με τη διάχυτη ευτυχία του αδερφού του, ένιωθε και πάλι σαν το μικρό, μοναχκό και ξεχασμένο αχινό που καρφωμένος σε κάτι μαύρα βράχια τον πλήγωναν τα ίδια του τα αγκάθια.
Παρόλα αυτά έκανε υπομονή και βάλθηκε να εντείνει τη διάρκεια των μακρινών του περιπάτων. Μάταια, έμοιαζε λες και ήθελε να ακουμπήσει τον ορίζοντα: κάθε φορά που νόμιζε πως άκουγε το ποθητό τραγούδι, εκείνο έσκαγε μαζί με τα κύματα στα βράχια και τον έβρεχε περιφρονητικά…

[συνεχίζεται...]

5 comments:

Anonymous said...

Έχεις σκεφτεί να μαζέψεις και να εκδόσεις τους θησαυρούς απ' το σεντούκι;

Anonymous said...

καλησπέρα!
Ανεκπλήρωτα όνειρα;
ή μήπως κυνήγι του άπιαστου;
και η έκβαση;

αχ, τί μας κάνεις, Ζωή με το μαγικό σου σεντούκι... κι απ' ό,τι φαντάζομαι, δεν άνοιξε ακόμα. Δεν μπορεί, θα υπάρχει και συνέχεια...
;-)

Stardustia said...

Καλή μου Χιοζίλ,

μια φορά πριν από πολλάάάάά χρόνια, ναι τότε που έγραφα αυτά τα κείμενα, τα είχε διαβάσει ένας κριτικός λογοτεχνίας, εν αγνοία μου. [Μια φίλη ήθελε να μου κάνει έκπληξη]. Εκείνος, λέει, τα διάβασε "διαγώνια" και αποφάνθηκε "ας το καλύτερα"

Από τότε -έστω κι αν κάποτε είχα σκεφτεί σε κάποια άκρη του μυαλού μου, ως νέα και φιλόδοξη ύπαρξη, κάτι τέτοιο- γράφω για μένα και τους φίλους μου. Ακριβώς με αυτήν τη σειρά...

σε ευχαριστώ πάντως...

Ακριβώς, Ίκαρε, ανεκπλήρωτα όνειρα και κυνήγι του άπιαστου...

ναι, υπάρχει και συνέχεια...

Anonymous said...

Οι κριτικοί είναι ένα είδος χωρίς λόγο ύπαρξης (προσωπική μου άποψη).
Εγώ πάντως θα σε διάβαζα, γι' αυτό και το είπα.
Μ' αρέσει ο λόγος που είναι συναίσθημα μεταμορφωμένο σε λέξεις και πετυχαίνει να επικοινωνεί με το συναίσθημα άλλων κατοίκων του πλανήτη.

Stardustia said...

:-))
σε ευχαριστώ πολύ...

α! μια στιγμή, να πάρω τον... εκδότη μου...

σε πειράζω!