Tuesday, June 26, 2007
Η ΜΥΓΑ
Φαινόταν πρασινόμαυρη, έτσι όπως γυάλιζε στον ήλιο. Μαύρη αλλά με πράσινες ανταύγειες, του θύμιζε λίγο μια σταγόνα πετρελαίου.
Η πετρελαιοκηλίδα τότε, είχε καταστρέψει μια από τις καλύτερες παραλίες του νησιού. Χρόνια μετά ακόμη γέμιζε πίσσα όταν περπατούσε ξυπόλητος …
Με τα τεράστια σύνθετα μάτια της, γυαλιά ηλίου καλειδοσκοπικά, τον κοιτούσε. Πρέπει να τον έβλεπε, όπως χαιρόταν ο ίδιος τις εικόνες του πλανηταρίου, σαν έναν ουράνιο θόλο γύρω από το κεφάλι της. Μονάχα που εκείνος στις προβολές τον περιεργαζόταν σημειακά και ένιωθε την καρδιά του να χτυπά μέσα σε αυτήν τη μισή σφαίρα. Αντίθετα ετούτη εδώ θα τον έβλεπε όλον, ταυτόχρονα, στο θόλο του κεφαλιού της.
Καθόταν ακίνητος. Ανοιγόκλεινε ελάχιστα τα μάτια του και η αναπνοή του έβγαινε μετρημένη: έτσι έπρεπε, εκείνος γι αυτήν ήταν ένας ζωντανός και επικίνδυνος ορεινός όγκος, του οποίου οι διαθέσεις έπρεπε να νιώσει και να καταλάβει.
Σιγά σιγά εκπνοή, μόνο μη νιώσει τίποτε το μικρό αυτό έντομο και πετάξει.
Πάνω στο τζάμι, τόσο κοντά του, με το φως ευνοϊκό ένιωθε μπροστά στην προθήκη ενός μουσείου.
Όχι, όχι όπως στο ερπετάριο του ζωολογικού κήπου στο Μόναχο, εκεί που χάζευε και χάζευε τα ακίνητα ιγκουάνα, καρδιοχτυπούσε για μια ανεπαίσθητη κίνηση.
Καθόταν ακίνητος. Άγαλμα. Και παρατηρούσε.
Θυμήθηκε τη Βασιλική. Το πρώτο τους φιλί, εκείνο το βράδυ στην ακρογυαλιά. Είχαν σοβαρέψει τότε κι οι δύο. Το ένα χέρι σφιχτά μέσα στο άλλο. Τα χέρια τους αγαπιόντουσαν για ώρα αμίλητα, σμιχτά.
Θυμόταν και πάλι εκείνη τη γλυκιά δίνη, το πρόσωπό της καθώς χαμογελούσε στα κύματα. Δεν τον κοιτούσε, όλα του τα έλεγαν, του τα έδειχναν, του τα μαρτυρούσαν εκείνα τα πέντε δάχτυλα. Πλεγμένα μες τα δικά του.
Και τότε γύρισε και τον κοίταξε. Του φάνηκε ότι εκείνο το γύρισμα κράτησε ώρα, μια ανατολή ολόγιομου φεγγαριού μες το δειλινό, μαλλιά που φωτίζονταν από το πρόσωπό της, μια επίγεια Σελήνη, η θεά Αστάρτη, η Βερενίκη με την αστραφτερή της κόμη, η Βασιλική.
Ένιωσε την έλξη της, τον κυριαρχούσε, Σελήνη που ρυθμίζει την παλίρροια, ο πόθος του μια πλημμυρίδα, ασυγκράτητη, ορμητική, έγινε δορυφόρος της Σελήνης, μικρός κομήτης με τροχιά επάνω της, τα χείλη ενώθηκαν, το πρώτο τους φιλί.
Η μύγα έτριβε τα πίσω της πόδια, ξανά και ξανά.
Ξανά και ξανά, όλες οι εικόνες από τις τελευταίες διακοπές τους έπεφταν η μία μετά την άλλη μπροστά στα μάτια του, τρισδιάστατες εικόνες, σαν αυτές που έβλεπε μέσα από το κόκκινο viewmaster. Αχ, τι απίθανο παιχνίδι κι αυτό, του το είχε φέρει ο νονός του μαζί με έναν τόμο για την ελληνική μυθολογία. Κόκκινος και ο τόμος…
Η μύγα σα να ξεθάρρεψε, περπατούσε αργά στο τζάμι.
Έστεκε στο τζάμι και την περίμενε, είχε αργήσει, τα φώτα του δήμου για κάποιον λόγο δεν τα είχαν ανάψει και ανησυχούσε. Η φωνή της στο τηλέφωνο είχε ακουστεί μουντή και κοφτή, τα μάτια της τον τελευταίο καιρό μουντά με κοφτές ματιές, που έσβηναν με παράπονο δίπλα του, όχι επάνω του. Τα χέρια του ορφανά, ένιωθαν κρύο χωρίς το αγκάλιασμα των δικών της. Η Σελήνη του πια σε έκλειψη, και εκείνος με τη σιγουριά του τέλους.
Η μύγα βαρέθηκε, άρχισε να χτυπά επάνω στο τζάμι, πάλι και πάλι… «Να βγω, να βγω… αφήστε με επιτέλους!»
Την κοιτούσε καθώς έβαζε τα λιγοστά της πράγματα μέσα στη σακ-βουαγιάζ… Λίγα ρούχα, βιβλία, μπογιές και παρτιτούρες. Τελευταίο πήρε το κλαρινέττο της, το έλυσε με αγάπη, [εκείνος της ζητούσε κάθε φορά να του παίξει και της το ετοίμαζε όποτε την περίμενε να γυρίσει] και προσεχτικά, όπως τακτοποιούμε ένα μωρό στην κούνια, το βόλεψε στη θήκη του. «Να φεύγω, επιτέλους...» του είπε.
Η μύγα τώρα τα είχε βάλει με τα μαλλιά του, ζουζούνιζε γύρω του, τώρα πια ήταν ένα μαυριδερό ενοχλητικό έντομο.
Tα είχε θαλασσώσει. Για μιας στιγμής ανοησία, είχε χάσει την εμπιστοσύνη της. Δεν του φώναξε, δεν τον διεκδίκησε, δεν απαίτησε τίποτε. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει πίσω τα κομματάκια της ζωής της και να γυρίσει στον δικό της μικρόκοσμο. Εκεί που ένιωθε σίγουρη, εκεί που ο ήχος από τις μοναχικές τενούτες του κλαρινέττου της της έδιναν το στέρεο πάτημα που της έλειπε.
Δεν μπόρεσε να την ξαναδεί. Πήγε στην ουράνια αδελφή της, χάθηκε στην αθέατη πλευρά της. Από τότε εκείνος δεν ξαναείδε πανσέληνο. Χωρίς τη Βασιλική, δεν είχε πια νόημα το φεγγάρι.
Δεν είχε πια νόημα, όπως κι αν την κοιτούσε τώρα πια δεν ήταν παρά μια μύγα. Μια κοινή μύγα.
Πήρε την εφημερίδα. Με ένα χτύπημα. Στο τζάμι μια μαυριδερή μουτζούρα. Θεέ μου, δεν άντεχε τις μύγες!
Ετικέτες
δοκιμές
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
14 comments:
Καταπληκτικο ποστ.
zero, σε ευχαριστώ ειλικρινά πολύ.
Ζωή ΤΕΛΕΙΟ!!! Η αντιδιαστολη με τη μυίγα πολύ λειτουργική και ενδιαφέρουσα. Οι ερωτικές σου περιγραφές πολύ μα πάρα πολύ αληθινές
Υπέροχο. Κρίμα η μύγα...
marko, ναι έχω την εντύπωση ότι όντως λειτούργησε καλά αυτή η αντιδιαστολή... Τελικά με αυτήν την συχνή ενασχόληση αν μη τι άλλο ακονίζεις το βλέμμα της σκέψης σου!
Σε ευχαριστώ, sushine, αλλά αυτή η μύγα ήταν από την αρχή καταδικασμένη...
Ξέρω ξέρω, κάπου εδώ θα έπρεπε να γράψω ότι καμία μύγα δεν βασανίστηκε κατά τη διάρκεια του γραψίματος αυτού του ποστ...
Τι να πουν και τα μυρμήγκια σε εκείνο το υπέροχο ποστ του I.P. Poti --> http://stonpyrgo.blogspot.com/2007/04/blog-post_03.html
http://stonpyrgo.blogspot.com/
2007/04/blog-post_03.html
τώρα είναι σωστό...
εύθραστο σαν κάτι το πολύ ερωτικό!
μ΄άρεσε πολύ αν θές την γνώμη μου...
και βέβαια θέλω τη γνώμη σου, lust-time, όπως μου αρέσει να διαβάζω τις γνώμες και όλων όσων αφήνουν εδώ τις εντυπώσεις τους.
Ιδίως όταν μπορούν να βρουν και κάτι που θα μπορούσε να γίνει καλύτερα.
Ή όπως τώρα, με σένα, που εντόπισες και την εύθραυστη διάσταση...
εμένα πάλι φιλενάδα με έπιασες στον τρόπο της αθόρυβης φυγής... στην σιωπηρή επιστροφή στον μικρόκοσμο, άλλη μια λιωμένη μύγα στο τζάμι! (ή ντομάτα πελτές αν προτιμάς...)
:))
αχ βρε φιλενάδα, δίκιο έχεις, η αθόρυβη φυγή στον μικρόκοσμο, η αθόρυβη συντριβή του... μικρόκοσμου...
μου άρεσε όπως το έθεσες...
Καμιά φορά είμαστε σαν ένα ανθοδοχείο που γίνεται κομμάτια από κάποιον απρόσεκτο, και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να νιώθουμε την άηχη πτώση και καταστροφή μας...
πολύ ωραίο, 3 parties a day, ναι, όλοι μας παράλληλα είμαστε στα χέρια κάποιων και έχουμε στα χέρια κάποιους και έτσι όλο και κάποιοι απρόσεκτοι βρίσκονται...
αλλά αν δεν πέσεις σε μοκέτα, δεν ξέρω, δε μου φάινεται και τόσο άηχο τότε το πέσιμο...
Αυτό που λέμε οποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται, τις καλησπέρες μου
Καλησπέρα και σε σένα αγαπητέ πειρατή,
-χαίρομαι που σε βλέπω κι από τα μέρη μου…-
Έτσι είναι, και ως συνήθως την πληρώνει αυτός που λιγότερο φταίει…
Post a Comment