Sunday, June 10, 2007
χωρίς υπόθεση
Κοίταξε το ρολόι. Ήταν ήδη τέσσερις και τέταρτο αλλά δεν έλεγε να φανεί. «Μέχρι τις τρεισήμισι θα έχω περάσει οπωσδήποτε» τον είχε διαβεβαιώσει.
Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα και ακόμη πουθενά. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω στον δρόμο. Άνθρωπος δεν φαινόταν, ούτε αυτοκίνητο. Ούτε κι εκείνη.
«Δεν θα έρθει» σκέφτηκε και κίνησε κατά την εξώπορτα. Έβαλε παπούτσια, φόρεσε μια ζακέτα και πήρε τα κλειδιά. Κλειδώνοντας θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει το κινητό του. «Καλύτερα έτσι, θα χτυπά και δε θα με βρίσκει…»
Στο δρόμο ένιωσε να αναπνέει ξανά. Άνοιξε το βήμα του και προσπάθησε να περπατήσει όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.
Δεν τα κατάφερνε. Δεν μπορούσε να συντονίσει τα χέρια και τα πόδια του, ώστε να δείχνει πράγματι αδιάφορος. Πότε το ένα χέρι, πότε το ένα πόδι, σαν να κοκκάλωνε, σα να σκόνταφτε, πότε είχε την εντύπωση ότι είχαν μακρύνει, πότε ότι είχαν κοντύνει. Πότε το παπούτσι το δεξί ‘έμοιαζε γεμάτο πέτρες, πότε το παντελόνι δεν καθόταν καλά, το εσώρουχο σαν να τον πίεζε και η ράντα της φανέλας έμοιαζε να είχε ξεχειλώσει.
Σταμάτησε τρία σπίτια πιο κάτω.
Κανείς δεν τον είχε φωνάξει. Κανείς δεν ήρθε τρέχοντας κοντά του να τον διαβεβαιώσει ότι το σύμπαν ολόκληρο είχε συνωμοτήσει εναντίον της την είχαν καθυστερήσει.
«Γιατί το σκάω;» σκέφτηκε.
Έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω.
Στο διαμέρισμα βρήκε το κινητό του με φωτισμένη οθόνη. Κείτονταν στο τραπεζάκι του σαλονιού. Έτρεξε να το πιάσει.
Ένα μήνυμα: «Σας υπενθυμίζουμε ότι σήμερα λήγει…»
Το πέταξε στον καναπέ.
Άνοιξε το κρασί που πάγωνε στο ψυγείο κι έβαλε ένα ποτήρι.
«Δεν ήρθε» σκέφτηκε. Αυτό. Αυτό μόνο. «Δεν ήρθε».
Και ήπιε το ποτήρι του μονορούφι.
Ετικέτες
δοκιμές
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
10 comments:
...οι βάρβαροι αυτοί ήσαν μια κάποια λύση (;;;)
αυτά τα κινητά εφιάλτες έχουν καταντήσει...
Καλύτερα που δεν πήγε. Να καταλάβει επιτέλους ότι μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτήν! Παρατράβηξε αυτή η ιστορία! Και το κινητό θα βρεθεί καμια μέρα κάτω από το μπαλκόνι...
mata, ήταν όντως λύση; Δεν ξέρω… εμείς οι άνθρωποι τείνουμε να κρεμόμαστε από τις εμμονές μας… Τουλάχιστον ξεκρεμάστηκε από το κινητό του, τουλάχιστον ήπιες υτο κρασί του, τουλάχιστον μπόρεσε να παραδεχθεί την ήττα του και πιστεύω, να συνεχίσει…
marko, ω, ναι… Είναι απίθανο το πόσο πόσο πόσο πόσο εξαρτημένοι είμαστε από αυτά τα ρημάδια… Προσπαθώ κάποιες φορές να το «ξεχνάω» επίτηδες, ακόμη και ημέρες φορτωμένες και «τηλεφωνικά» σημαντικές… Το μόνο που μου λείπει τότε είναι η ένδειξη της ώρας, αφού εδώ και χρόνια αρνούμαι αρνούμαι να φορέσω ρολόι… Ίσως τελικά όμως ξαναγυρίσω σε αυτήν την λιγότερη καταπίεση για να αποφύγω την τηλεφωνική εξάρτηση…
aggelika, συμφωνώ… φοβάμαι πως ίσως άγγιξα άθελά μου κάποια ευαίσθητη χορδή, διέκρινα μια αληθινή ανακούφιση, αλλά κι έτσι κι αν είναι, όντως συχνά παρατραβάει η ιστορία…
...δεν ξέρω! γιά αυτό αναρωτήθηκα!
φιλενάδα, ειλικρινά και εγώ έχω βέβαια ακόμη κάποιες αμφιβολίες, ελπίζω όμως όντως να προχωρήσει…
Θα ξεφύγει τόσο εύκολα;;; Μου θυμίζει τη σκηνή από το Χρυσοθήρα με τον Τσάρλι Τσάπλιν. Που κάθεται και περιμένει την αγαπημένη του και παίζει με τα ψωμάκια, τα πιρούνια, στην καλύβα του μέσα στο κρύο..
ο χρυσοθήρας... ναι έχεις δίκιο...
-δεν ήρθε, σκέφτηκε και ήιπε το ποτήρι του μονορούφι, μα με το μάτι του αναζητούσε το πεσμένο κινητό... και πάλι δίκιο έχεις...-
αν όμως είναι από εκείνους που , σαν τους στίχους του Ελύτη, περιμένουν ακόμα κι αν περάσει μια αιωνιότητα; τί γίνεται τότε; μπορεί να συνεχίσει ή θα μείνει εκεί, κλεισμένος για πάντα, να θρηνεί, να γίνεται κομμάτια, να περιμένει... ?
είναι τελικά τόσο εύκολο;
:-|
Ίκαρε,
φυσικά και υπάρχουν και εκείνοι που σημαδεμένοι από κάτι μεγάλο προτιμούν πλέον τη σιωπή της μοναξιάς...
Κανείς όμως τελικά δεν γνωρίζει, παρά μονάχα αν γεννηθεί ή όχι ξανά κάτι καινούργιο στη ψυχή του, πόσο μεγάλο και δυνατό ήταν στα αλήθεια αυτό που τον στοίχειωνε...
Post a Comment