
Πάρκαρα το αυτοκίνητο στο κίτρινο γκαράζ, το κάτω κάτω -κακός οιωνός, οι δυο πάνω όροφοι γεμάτοι, άρα οι διάδρομοι θα στέναζαν από τα καροτσάκια, τα ράφια ενδεχομένως να είχαν αρχίσει να ξαλαφρώνουν- και πήγα να πάρω ένα καρότσι.
Άνοιξα το πορτοφόλι μου, αλλά το ευρώ ξέφυγε από τη χούφτα μου και άρχισε να τσουλάει. "Να πάρει" σκέφτηκα, "ωραία αρχίσαμε!" και άρχισα να το κυνηγώ.
Τα μάτια μου καρφωμένα πάνω του, εκείνο να τσουλά μπροστά κι εγώ να αδυνατώ να το φτάσω, το άτιμο, είχε βρει κατηφορίτσα και επιτάχυνε. Ξάφνου ένοιωσα φώτα να στρέφονται επάνω μου, ένα αυτοκίνητο ερχόταν προς το μέρος μου, κι εγώ αντί να αποτραβηχτώ στην άκρη, έδωσα μια και το πάτησα. Δυστυχώς το ευρώ μου μόλις είχε μπει σε μια λακκουβίτσα, θα έπεφτε ούτως ή άλλως πια, η λακκουβίτσα ήταν σα βαθειά λίμνη για εκείνο και αδυνατούσε να την περάσει, αλλά εγώ ακάθεκτη, ήθελα να το πιάσω, να το μαγκώσω.
Τώρα πιτσιλισμένη μέχρι τα γόνατα, η λακκούβα ήταν πράγματι γεμάτη νερό, κρατούσα το λασπωμένο μου ευρώ ευτυχής, όχι που το είχα πιάσει, αλλά που δεν με είχε πατήσει το αυτοκίνητο. Τελευταία στιγμή άκουσα τα φρένα να στριγκλίζουν, την οδηγό που έβριζε...
Είχα χάσει χρόνο. Πολύτιμο χρόνο, είχα χάσει και το τελευταίο καρότσι -πράγματι, το σούπερ μάρκετ πρέπει να έβριθε από κόσμο- χρειάστηκα άλλα τρία λεπτά μέχρι να βρω επιτέλους ένα που είχε απομείνει δεμένο από την αλυσίδα του σε μια γωνιά.
Προσεκτικά τοποθέτησα το ευρώ κι ανέβηκα τους κυλιόμενους διαδρόμους που θα με οδηγούσαν εκεί, στο σούπερ μάρκετ.
-----------------------------------------
Από την πίσω τσέπη του παντελονιού μου έβγαλα τη λίστα με τα ψώνια. Τελευταία όλο και ξεχνούσα κάποια πράγματα, λες και αρνιόμουν να παραδεχτώ ότι μου έλειπαν, ότι τα είχα ανάγκη. Έριξα μια γρήγορη ματιά και μετά προσπάθησα να θυμηθώ πού θα τα έβρισκα. Σήμερα ήμουν απολύτως αποφασισμένη να αγοράσω
μονάχα όσα περιέχονταν σε αυτήν, και να μη φύγω με ούτε ένα πράγμα λιγότερο.
Κοίταξα λοιπόν προσεκτικά και διάβασα: "χαρά". Ναι, από ό,τι θυμόμουν, αυτήν την έβρισκε κανείς εκεί στο διάδρομο μετά τα καλλυντικά και πριν τις πάνες, "χαρά, χαρά" μουρμούριζα, το σπίτι μου είχε αδειάσει από αυτήν, αν είχαν μείνει καμιά δυο συσκευασίες ακόμη, και τώρα πάλευα να τη βρω: παντού καροτσάκια, κόσμος που έσπρωχνε μπροστά του βουνά από προϊόντα, ρώτησα μια πωλήτρια, μου απάντησε ότι ίσως να είχαν μείνει μερικές πολυσυσκευασίες στον διάδρομο των προσφορών.
Έτρεξα κατά κει, ω ναι, δύο τελευταίες των πέντε είχαν απομείνει, μαζί δώρο και ένα πακέτο σερβιέτες. Κοντοστάθηκα, σερβιέτες; Μα είχα ήδη αγοράσει εφτά πακέτα τις τελευταίες εβδομάδες, τρία τότε που έδιναν μια τσάντα που σε έκανε να αισθάνεσαι πιο... πιο... κάτι τέλος πάντων,πού να θυμάμαι τώρα, και άλλες δύο με δώρο ένα φλυντζάνι, χώρια τις δύο που είχα ήδη... Μέχρι να το σκεφτώ ένας ψηλός και φαλακρός κύριος είχε πάρει ήδη τη μία. Άπλωσα το χέρι μου και έβαλα γρήγορα την άλλη στο δικό μου καρότσι, οκ λοιπόν, τώρα θα είχα οκτώ μεν αλλά θα μου έμενε η "χαρά". Και τότε κοίταξα πιο προσεκτικά και διάβασα κάτω κάτω στη συσκευασία "απομίμηση χαράς" και "πιθανόν να περιέχει ίχνη θλίψης και δακρύων". Μα φυσικά, αυτή η μάρκα ήταν η φτηνή, αλλά κι η μόνη που μπορούσα πια να βρω...
Επόμενο στη λίστα ήταν η "ηρεμία". Επειδή ήταν ακριβή, είχα μήνες να αγοράσω κανένα μπουκάλι, είμαι εκλεκτική με την "ηρεμία" είναι αλήθεια, δεν πίνω όποια κι όποια κι όταν, προτιμώ συγκεκριμένες ποικιλίες: εκεί στην κάβα, δίπλα στα ασύρτικα έπρεπε να είναι, αλλά δυστυχώς οι βάνδαλοι τα είχαν ήδη πάρει όλα.
Συνέχισα τσαντισμένη, με απομίμηση "χαράς" και χωρίς "ηρεμία" τα πράγματα δεν φαίνονταν πια και τόσο ρόδινα.
Τώρα σειρά είχε η "απόλαυση" αλλά αυτή συνδυάζεται καλύτερα με "ηρεμία" και έτσι δεν έκανα καν τον κόπο να την ψάξω.
Ξαφνικά έπεσα επάνω σε οικονομικές συσκευασίες "ξεγνοιασιάς". Μια τύπισσα είχε κόψει μερικά ψωμάκια και είχε αλείψει επάνω τους τσιγκούνικα "ξεγνοιασιά" με γεύση σκόρδο ή ντομάτα και βασιλικό, αλλά μια μύγα πηγαινοερχόταν αυθάδικα από τη μια μπουκιά στην άλλη, αν κάτι δεν μπορώ είναι οι μύγες, "όχι, λυπάμαι, δηλαδή... ευχαριστώ, αλλά δεν θα δοκιμάσω". Κρίμα που άφησα αυτήν την ατυχή συγκυρία να μου αποσπάσει την προσοχή, η προσφορά ήταν αρκούντως δελεαστική, δωρεάν 40% περσσότερο προϊόν δεν είναι λίγο, αλλά όταν μετά το συνειδητοποίησα ήμουν ήδη στον κυλιόμενο διάδρομο που με οδηγούσε στον επάνω όροφο.
Εκεί στο τμήμα των ενδυμάτων έψαξα παντού για "προστασία" στο μέγεθός μου, αλλά, καθώς ανήκω μάλλον στο μέσο όρο, υπήρχαν μονάχα κάτι πολύ φαρδιές ή πολύ στενές... Κρίμα, και στο φυλλάδιο είχε μια σκούρα μωβ που θα μου πήγαινε καταπληκτικά, "ας το καλό" σκέφτηκα, και συνέχισα να σπρώχνω άκεφα το άδειο μου καρότσι, μονάχα η απομίμηση "χαράς" με τις σερβιέτες δώρο, άσε που αυτό το καρότσι από την αρχή είχε κάποιο πρόβλημα και όλο έστριβε προς τα αριστερά, είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου και τότε ακριβώς το σκέφτηκα, αυτό χρειαζόμουν φυσικά κι ας μην το είχε η λίστα: κατευθύνθηκα λοιπόν και πάλι προς τον κυλιόμενο διάδρομο και να 'μαι τώρα στο τμήμα με τα νωπά ψάρια να θέλω να αγοράσω δυο κιλά "υπομονή".
Μα εκεί τα χαρτάκια με τους αριθμούς είχαν τελειώσει, κάποιος στην προσπάθειά του να κόψει το δικό του τα είχε ξετυλίξει όλα, άλλοι προσπαθούσαν να πάρουν λίγο από την πατημένη ροζ ταινία.
Κατευθύνθηκα λοιπόν κατευθείαν στα κατεψυγμένα, βρήκα μια συσκευασία που ήθελε ζύγισμα, αλλά πηγαίνοντας προς τα εκεί ανακάλυψα ότι είχε λήξει εδώ και πέντε μήνες... Τα νεύρα μου είχαν πια αρχίσει να κουρελιάζονται επικίνδυνα θα έλεγα, αλλά είπαμε, είχα διαλέξει προφανώς τη λάθος ημέρα για ψώνια...
Ξανακοίταξα τη λίστα: "χαρά", "ηρεμία", "απόλαυση", "ξεγνοιασιά", "προστασία", "υπομονή" [που την είχα προσθέσει πλέον νοερά], προτελευταίο κάτι από "ε" που πάνω στη βιασύνη μου είχα γράψει τόσο δυσανάγνωστα πού ούτε μου θύμιζε ούτε και μου έμοιαζε με κάτι, αν ναι και "ευτυχία".
"Τώρα μάλιστα", σκέφτηκα, να δεις πού θα τη βρω... Ε, λοιπόν ήταν φαίνεται η μέρα της, γιατί τη βρήκα χύμα στα τυριά, δίπλα στα βαρέλια της φέτας, αλλά εκεί γινόταν χαμός από κόσμο και δεν είχα όρεξη να περιμένω με τις ώρες, συσκευασμένη σε μερίδες, αλλά είχε απομείνει μονάχα μία ανοιγμένη συσκευασία, από την οποία έλειπε η μισή, και κομμένη φέτες στα κατεψυγμένα, αλλά ήταν εισαγόμενη και μου φάνηκε εξαιρετικά ακριβή...
Αφού λοιπόν αδυνατούσα να αποκρυπτογραφήσω τα ίδια μου τα ιερογλυφικά, κατευθύνθηκα με το τεράστιο άδειο καρότσι μου σε ένα από τα ταμεία εξπρές. Τουλάχιστον θα τελειώνα γρήγορα...
Πράγματι, ξεμπέρδεψα αμέσως και όχι μονάχα αυτό, μαζί με τα ρέστα μου έδωσαν κι έναν λαχνό. Κούνησα ειρωνικά το κεφάλι μου στην χαμογελαστή ταμεία που με αποχαιρέτησε με ένα "ποτέ δεν ξέρει κανείς... αλλά μην ξεχάσετε να το ανοίξετε προτού φύγετε από το κατάστημα, τα δώρα εξαργυρώνονται μονάχα αυθημερόν, στο χώρο της υποδοχής".
"Ναι, καλά" σκεφτόμουνα, και έβαλα τον λαχνό μαζί με τα ρέστα στο πορτοφόλι μου. "Κατεβαίνοντας θα το ανοίξω."
Τότε με πλησίασε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, δυο όμορφα γερασμένα πρόσωπα, δεμένα αρμονικά μεταξύ τους. Τους κοίταζα με θαυμασμό και καμάρι κι εκείνοι τείνοντας το χέρι προσπάθησαν να μου δώσουν δύο πενηνταράκια προκειμένου να τους δώσω το άδειο μου σχεδόν καρότσι, δεν έβρισκαν κανένα εδώ και δέκα λεπτά. Γελώντας τους έδωσα πρόθυμσατο δικό μου, αφού έβγαλα τον... πολύτιμο θησαυρό μου, στα χέρια, χωρίς σακκούλα και αρνούμενη ευγενικά το αντίτιμο, μα ήταν αδύνατον να με αφήσουν να φύγω έτσι...
-----------------------------------------
Στο γκαράζ άφησα αυτό που είχα αγοράσει στη θέση του συνοδηγού και έβαλα μπροστά τη μηχανή. Και τότε θυμήθηκα τον λαχνό, που είχα μέσα στο πορτοφόλι. Έκανα να το πιάσω και την ίδια στιγμή το μετάνιωσα: σκεφτόμουν όλη αυτήν τη μάταιη προφανώς διαδρομή μέχρι "επάνω".
"Να λείπει το βύσσινο" σκέφτηκα κι έφυγα.
-----------------------------------------
Λίγες ημέρες μετά ξεκαθάριζα το πορτοφόλι από τα χαρτάκια και τις αποδείξεις που όλο και μαζεύονταν στο εσωτερικό του. Βρήκα το λαχνό, λίγο τσαλακωμένο, αλλά κλειστό, να με περιμένει. Δεν ίσχυε και σκέφτηκα να τον πετάξω. "Δοκιμάστε ξανά, θα γράφει, όπως πάντα" σκέφτηκα και έσκισα τη μια του άκρη.
Επάνω στο χαρτάκι αναγνώρισα αυτό που δεν μπορούσα να διαβάσω στη δική μου λίστα:
"Συγχαρητήρια, κερδίσατε ενός χρόνου "ελπίδα"!"