Tuesday, June 8, 2010

στα σκουπίδια - α' μέρος



Ξύπνησε και πάλι τουρτουρίζοντας. Για άλλη μια φορά κάποιος του είχε αρπάξει, εκεί που κοιμόταν, το σακί με το οποίο σκεπαζόταν. Καλύτερα, έτσι, σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να βολέψει το πρόσωπό του σε ένα κομματάκι σπασμένο καθρέφτη. Τα μαλλιά και τα γένια του σχημάτιζαν μια χαίτη γύρω από το αλλοτινό άσπρο πρόσωπό του. Τα χείλια του ήταν σκασμένα, τα μάτια του, ή μάλλον το αριστερό του μάτι είχε και πάλι κοκκινίσει. Κοίταξε το ρολόι του, ένα απλό πλαστικό κατασκεύασμα "δώρο" της Εταιρείας Αποκομιδής Σκουπιδιών, απορημένα. Το ξυπνητήρι δεν είχε λειτουργήσει. Αν δεν ξύπναγε από το κρύο θα καθυστερούσε και αυτό θα του κόστιζε εκατόν δεκαέξι αρνητικούς πόντους. Αυτό σήμαινε ότι με άλλους τόσους και άλλους δεκαοκτώ θα έχανε μια "ευκαιρία ανάπαυλας" όπως ονόμαζαν την ελεύθερη μέρα που τους έδιναν κάθε δεκατέσσερις. Από τότε που για τον πληθυσμό του Εσωτερικού Δακτυλίου εφαρμόστηκε η Διπλή Εβδομάδα το κράτος, ή ό,τι τελος πάντων είχε απομείνει από αυτό είχε αυξήσει τα κέρδη του. Η Ομάδα Ανασυγκρότησης, δηλαδή η κάτοικοι του Εξωτερικού Δακτυλίου, υποστήριζαν ότι αυτό ήταν μια προσωρινή έκτακτη ανάγκη, μέχρις ότου η χώρα ή ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει από αυτήν, να ορθοποδούσε και πάλι.
Έχωσε το χέρι του μέσα σε ένα σωρό από σκουπίδια, εκεί που κάποτε ήταν η καθαρή γωνιά ενός σαλονιού και έβγαλε ένα μισοφαγωμένο και μαυρισμένο μήλο. Ύστερα, φόρεσε μια κουρελιασμένη ζακέτα, φόρεσε ένα ζευγάρι γαλότσες, το μόνο πράγμα που υπήρχε σε αφθονία στον Εσωτερικό Δακτύλιο και που κάθε έξι μήνες τους τα πέταγαν από ένα ελικόπτερο σε μεγάλες ποσότητες και κατέβηκε προσεκτικά τα γεμάτα σκουπίδια και ακαθαρσίες σκαλοπάτια του κτηρίου στο οποίο είχε βρει καταφύγιο τον τελευταίο μήνα.
Η μέρα ήταν σκοτεινή, μαυροκόκκινα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό και δεν άφηναν τον Εσωτερικό Δακτύλιο να αναπνεύσει: η δυσωδία θα έμενε εγκλωβισμένη, ούτε ο ουρανός άντεχε πλέον τη βρωμερή ανάσα αυτού του τόπου και είχε κρυφτεί πίσω από το παραπέτασμα των νεφών.
Το γόνατό του τον πέθαινε, η μέση του πονούσε, αλλά όσο πλησίαζε στον πρώτο Κόμβο Ελέγχου, προσπάθησε να επιβληθεί στον πόνο του: οι φύλακες είχαν μάτι εξασκημένο και έδιωχναν όποιον φαινόταν να έχει σοβαρά προβλήματα υγείας. Σφίγγοντας τα δόντια πλησίασε την μεταλλική πόρτα και χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως ένιωσε το δυνατό φως δύο προβολέων να τον λούζουν. Μέρα ή νύχτα ή ίδια ιστορία με τους προβολείς και τους ελέγχους.
Πέρασε, του είπε κοφτά η γνωστή φωνή και μπήκε στον προθάλαμο. Αμέσως έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό πατσαβουράκι, το μόνο πράγμα επάνω του που έδειχνε κάπως πιο καθαρό. Με ένα παρατεταμένο φφφφσσσς ένιωσε το απολυμαντικό νέφος να τον τυλίγει. Με το πατσαβουράκι του στα μάτια και τη μύτη υπέμενε τη διαδικασία αρκετά πιο ανώδυνα, τουλάχιστον το κάψιμο στο στήθος του παρέμενε σε ανεκτό επίπεδο. Αμέσως μετά άνοιξε μια μικρή πόρτα στο πλάι, όχι η κεντρική που θα τον οδηγούσε στο ίδιο το φυλάκιο, από το οποίο ξεκινούσε μια φυσούνα, σαν αυτές που θυμόταν από τα αεροδρόμια, μονάχα πολύ πιο σκοτεινή, χαμηλή και κοντή σε μήκος: η άκρη της κατέληγε στην καμπίνα ενός απορριμματοφόρου, του δικού του απορριμματοφόρου. Μόλις τον είδαν στη θέση του η φυσούνα τραβήχτηκε και ένας φρουρός με μάσκα ήρθε όπως κάθε μέρα και τον σφράγισε από έξω μέσα στο όχημα. Τώρα πια αυτός και το όχημα θα ήταν ένα, για τις επόμενες δέκα ώρες, ό,τι κι αν συνέβαινε στο όχημα θα συνέβαινε και σε εκείνον, όπως το έμβρυο που ακολουθεί πάντοτε τη μάνα του.

No comments: