
Μανία την είχαν.
Σε όλην τη χώρα.
Να είναι λέει καθαρό το σπίτι τους, το μπαλκόνι τους, το μπάνιο τους, η κουζίνα τους, τα πιάτα τους, τα ρούχα τους, οι τοίχοι τους, τις τηλεοράσεις τους, τα παιδιά τους, τα μαλλιά τους, τα σκυλιά τους, τα παπούτσια τους, τα χέρια τους, τα φρούτα τους, οι νιπτήρες τους, οι νεροχύτες τους, τα ποτήρια τους, τα σεντόνια τους, τα τζάμια τους, τα χαλιά τους, οι πόρτες τους, τα στερεοφωνικά τους, τα κάγκελά τους, οι αυλές τους, τις λεκάνες τους, οι μηχανές τους, τα αυτοκίνητά τους, τα εξοχικά τους...
Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας άρχισε να σκίζεται λιγάκι, δυο βράχοι ανασηκώθηκαν, τρεις άλλοι άρχισαν να ολισθαίνουν. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο φαινότανε και πολύ ήρεμο.
Και χρειάζονταν νερό, σαπούνι, καθαριστικά, λευκαντικά, χλωρίνες, απολυμαντικά, αφρόλουτρα, σαμπουάν...
Και έτσι σφουγγάριζαν το σπίτι και το μπαλκόνι τους, σφουγγάριζαν και καθάριζαν το μπάνιο και την κουζίνα τους, έπλεναν τα πιάτα, τα ρούχα, τους τοίχους τους, ξεσκόνιζαν τις τηλεοράσεις τους, έπλεναν και τα παιδιά και τα σκυλιά και τα μαλλιά τους, γυάλιζαν τα παπούτσια τους, έτριβαν καλά τα χέρια και τα φρούτα τους, γυάλιζαν τους νιπτήρες, τους νεροχύτες και τα ποτήρια τους, έπλεναν και τα σεντόνια τους, καθάριζαν τα τζάμια, τα χαλιά και τις πόρτες τους, ξεσκόνιζαν τα στερεοφωνικά και τα κάγκελά τους, έπλεναν τις αυλές, τις λεκάνες, τις μηχανές και τα αυτοκίνητά τους, καθάριζαν τα εξοχικά τους...
Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας συνέχισε να σκίζεται, άλλοι δυο βράχοι ανασηκώθηκαν, ακόμη τρεις άρχισαν να ολισθαίνουν. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο φαινότανε και πολύ ήρεμο.
Και έτσι έπαιρναν λάστιχα και μάνικες, όχι κουβάδες ή ποτιστήρια, αλοίμονο, κι άνοιγαν βρύσες και κρουνούς, έριχναν με όλους τους τρόπους νερό, χείμαρρους, καταρράκτες, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες και ωκεανούς,
να φύγει η σκόνη, η μπόχα, η αποφορά, η βρώμα, οι λεκέδες, τα λίπη, τα λάδια, οι μουτζούρες, οι πιτυρίδες, οι καπνιές, τα κλαδιά, τα φύλλα, τα ψίχουλα:κάθε ίχνος
Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας ήταν σχεδόν μετέωρος, το ίδιο και ανασηκωμένοι βράχοι, παντού μόνο ανασηκωμένοι βράχοι. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο φαινότανε και πολύ ήρεμο.
Ποτέ δεν ηρεμούσανε: αγαπούσαν την καθαριότητα, έλεγαν, όχι όπως οι άλλοι λαοί τριγύρω, που ζούσαν βρώμικοι, άθλιοι, διψασμένοι, μέσα στη σκόνη και την εξαθλίωση.
Και έτσι συνεχιζόταν η ζωή στη μικρή αυτή χώρα, για μήνες και χρόνια, ασταμάτητα.
Με τη μανία τους:
Να είναι καθαρό το σπίτι, το μπαλκόνι, το μπάνιο, η κουζίνα, τα πιάτα, τα ρούχα, οι τοίχοι, οι τηλεοράσεις, τα παιδιά, τα μαλλιά, τα σκυλιά, τα παπούτσια, τα χέρια, τα φρούτα, οι νιπτήρες, οι νεροχύτες, τα ποτήρια, τα σεντόνια, τα τζάμια, τα χαλιά, οι πόρτες, τα στερεοφωνικά, τα κάγκελά, οι αυλές, οι λεκάνες, οι μηχανές, τα αυτοκίνητά, τα εξοχικά τους...
Κάπου βαθιά στο πέλαγος ο πυθμένας κατέρρευσε, το ίδιο και ανασηκωμένοι βράχοι. Παντού νερό. Βαθύ, κρύο, μπλε: καθαρό. Γαλήνιο ήτανε μα τώρα ένας σεισμός του έδωσε υποβρύχια ώθηση. Η επιφάνεια ίσα που ταράχτηκε, καθώς ένα μικρούλι κύμα τη ρυτίδωσε.
Όλοι ήταν σε απόγνωση: όσο έπλεναν και καθάριζαν, τόσο γέμιζαν ξανά τα πάντα από σκόνη, μπόχα, αποφορά, βρώμα, λεκέδες, λίπη, λάδια, μουτζούρες, πιτυρίδες, καπνιές, κλαδιά, φύλλα, ψίχουλα, από κάθε είδους ίχνος...
Κάπου βαθιά στο πέλαγος γεννήθηκε ένα μικρό υπόγειο κύμα, νερό, βαθύ, κρύο, μπλε και καθαρό. Έτρεχε γρήγορα, φτερωτό, ορμητικό πουλάρι, στην πρώτη του τρεχάλα.
Η λύση ήταν να παίρνουν λάστιχα και μάνικες, όχι κουβάδες ή ποτιστήρια, αλοίμονο, και να ανοίγουν βρύσες και κρουνούς, να ρίχνουν με όλους τους τρόπους νερό, χείμαρρους, καταρράκτες, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες και ωκεανούς. Να σβήσουνε τα ίχνη.
Μια φορά και έναν καιρό κάπου βαθιά στο πέλαγος γεννήθηκε ένα μικρό υπόγειο κύμα, νερό, βαθύ, κρύο, μπλε και καθαρό. Έτρεχε γρήγορα, φτερωτό, ορμητικό πουλάρι, στην πρώτη του τρεχάλα. Νόμιζε ότι όλος ο κόσμος ήταν μια απλωσιά, μια υδάτινη κοιλάδα. Τρέχοντας μεγάλωνε, λες και μαζί του έτρεχε κι ο χρόνος, και το μικρό ορμητικό πουλάρι έγινε καθαρόαιμο φρενιασμένο, αφηνιασμένο από την ίδια του τη ρώμη άλογο, ένας υπέροχος επίβήτορας και κάπου εκεί, κοντά στο τέλος της κοιλάδας τον περίμενε υπομονετικά η γη, μια στέρεη, στιβαρή φοράδα: σηκώθηκε στα πίσω του πόδια για να την καβαλήσει.
Κι έσβησε, επιτέλους, κάθε ίχνος.