
Pablo Picasso - Still Life on a Piano - Oil on canvas
Πήγε σαν υπνωτισμένη, σήκωσε το καπάκι και άρχισε να παίζει. Οι χορδές ξεκούρδιστες από καιρό, μες στο μυαλό της τεντώνονταν, ξανάνιωναν και αποκτούσαν την αλλοτινή τους ευφωνία. Οι συγχορδίες σίγουρες και δυνατές ξεδίπλωναν τα κοιμισμένα δάχτυλα• τα μάτια κλειστά αρνιόνταν να κοιτάξουν τα αγαπημένα πλήκτρα, όπως ακριβώς όταν ξανασυναντάμε ένα πρόσωπο αγαπημένο μετά από χρόνια, η ματιά μας δεν χρειάζεται να κυλίσει πάνω στις γνώριμες γραμμές για να το νιώσει, έτσι και τα ακροδάχτυλα έβρισκαν με σιγουριά τον στόχο τους, την κάθε νότα.
Ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου την ξύπνησε. Άνοιξε δυσαρεστημένη τα μάτια, το κουδούνισμα ακούστηκε σαν φάλτσο στη διάρκεια μιας παύσης, αλλιώς ούτε που θα το είχε πάρει είδηση ότι χτυπούσε. Σαστισμένη ακόμη από το προηγούμενο θαύμα σήκωσε το ακουστικό. Για κάποια διαφήμιση ή κάποια δημοσκόπηση λέει, κατέβασε απλώς το ακουστικό και βγήκε στο μπαλκόνι.
Ήταν σούρουπο και τα δέντρα στον κήπο διαγράφονταν σαν χορευτές που περίμεναν να αρχίσει η μουσική. Δεν φυσούσε καθόλου και μια περίεργη ηρεμία απλωνόταν παντού. Ακόμη και τα τζιτζίκια τερέτιζαν φοβισμένα. Όμως εκείνη είχε στο μυαλό το κομμάτι, παλιό και ξεχασμένο που είχε ανέλπιστα ταιριάξει στα δάχτυλά της, σαν ένα παλιό φουστάνι, κρυμμένο και χαμένο σε κάποια ντουλάπα από χρόνια, που όμως αγκαλιάζει και πάλι το σώμα σαν να μην το είχε αποχωριστεί ποτέ.