
Η σκηνή ήταν ακόμη φωτισμένη: ένα καθαρό υποκίτρινο φως έλουζε τις ξύλινες σανίδες, καμιά φορά αποκτούσε αποχρώσεις, κοκκινωπές ή πρασινωπές, ενίοτε και κυανές, Κάποια στιγμή έμοιαζε σα να πήγαινε να σβήσει, για να δυναμώσει και πάλι και να μοιάσει με αισιόδοξο πρωινό ήλιο...
Η σκηνή ήταν ευρύχωρη: στη μια της άκρη προς τα πίσω κάθονταν οι μουσικοί που έπαιζαν ένα μονότονο ρυθμικό χορό, μια φωνή έμοιαζε σα να ψάλλει, ενώ μπροστά τους τριανταεφτά δερβίσηδες στροβιλίζονταν εκστασιασμένοι.
Με τα χέρια απλωμένα και το κεφάλι με το ψηλό φέσι γερμένο στο πλάι έμοιαζαν να έχουν ξεχάσει ακόμη και την ίδια τους την ύπαρξη, κάποιοι χάνονταν ήδη στο πίσω μέρος της σκηνής, άλλοι παρέμεναν πεισματικά στα πλάγια, άλλοι σαν άστρα έμεναν σταθερά σε ένα κεντρικό σημείο μα όλοι μαζί έμοιαζαν με ένα τεράστιο συμπαντικό ρολόι, και κάθε ένας τους ένα γρανάζι του, που γυρνά, κουρδισμένο από ένα αιώνιο χέρι.
Είχε έρθει κι η δική του στιγμή να αρχίσει και τον δικό του χορό: θα ήταν ο τριακοστός όγδοος, η μουσική έπαιζε ακόμη, η φωνή τραγουδούσε ακούραστα, οι άλλοι δερβίσηδες, όμορφα απομονωμενοι ο καθένας στην τροχιά του στοβιλίζονταν πάντοτε.
Ήταν ο τριακοστός όγδοος, ήλπιζε να μην είναι ο τελευταίος μα ήταν σκοτεινά εκεί πίσω και δεν ήξερε αν ήταν και κανένας άλλος μετά από εκείνον, καλύτερα έτσι, έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένος, σε προσευχή εσωτερική, ανέβαινε λοιπόν ένα ένα τα σκαλοπάτια, με κάθε βήμα και πιο κοντά στη σκηνή, πιο μακρυά από το σκοτάδι.
Και τώρα στεκόταν εκεί δίπλα από τους μουσικούς, όρθιος, περίμενε τη δική του στιγμή.
Με αργές κινήσεις υποκλίθηκε στο δάσκαλο και άρχισε την αιώνια περιστροφή του.
Άλλος ένας χρόνος-δερβίσης είχε προστεθεί στη σκηνή της ζωής μου.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ, με ευχάριστα απρόοπτα!!!