Saturday, March 17, 2012

Μια αληθινή ιστορία




Ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν: για μερικές στιγμές μπροστά της κρέμονταν ακόμη κρόσσια από το όνειρο που την είχε αναστατώσει. Σιγά σιγά τα μάτια της καθάρισαν και μπορούσαν να ακολουθήσουν τις φωτεινότερες ακμές των περιγραμμάτων γύρω της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βολευτεί, να ξανακλείσει τα κουρασμένα μάτια και να κοιμηθεί. Ένιωσε δίψα και άπλωσε το χέρι προς το μέρος που ήξερε ότι στεκόταν το ποτήρι της. Μόνο που ήταν άδειο. Και η δίψα έντονη. Το χέρι κινήθηκε δεξιότερα και έστρεψε το ξυπνητήρι προς τη μεριά της. Τρεις παρά είκοσι. Δύσκολη ώρα. Πολύ κακή ώρα για να την πιάσει αϋπνία. Σκέφτηκε να αγνοήσει τη δίψα της αλλά ήξερε ότι κινδύνευε να μείνει ξάγρυπνη. Άπλωσε και πάλι το χέρι και έπιασε την άκρη από το νυχτικό της. Καθώς το φορούσε είχε τεντωμένα τα αυτιά της. Έξω έβρεχε, από κάπου μακρυά ακούγονταν μπουμπουνητά, κάποιοι σκύλοι γαύγιζαν.
Όρθια τώρα κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Και τότε ένιωσε το μικρό δάχτυλο του αριστερού της ποδιού να σκίζεται. Να πάρει, σκέφτηκε, άντε πάλι. Ενώ έριχνε με το τηλέφωνο κρύο νερό στη πληγή, πάντοτε στο σκοτάδι χωρίς να έχει ανάψει φως, θυμήθηκε τη μέρα που ακούστηκε ένας περίεργος ήχος από το μπάνιο και τη μεγάλη κόρης της να φωνάζει, το πάτωμα σηκώνεται. Από τότε είχε περάσει πολύς καιρός και τα πλακάκια, όσα είχαν απομείνει ακόμη στη θέση τους, έσπαγαν λίγο λίγο. Κάθε καινούργιο κομμάτι άφηνε μια ακόμη πιο αιχμηρή προεξοχή και κάθε τόσο όλο και άκουγες κάποιον να κόβεται στο μπάνιο. Θυμήθηκε και την αντίδραση του ιδιοκτήτη, μέχρι τότε ήταν το μοναδικό διαμέρισμα που δεν είχε παρουσιάσει πρόβλημα στο μπάνιο, αν εξαιρούσες τα πλακάκια που κουνιόντουσαν χρόνια τώρα σε σαλόνι και κουζίνα. Θα τα έφτιαχνε, έλεγε, αλλά είχαν προτιμήσει τελικά αυτό το χάλι, από το να υποστούν μια αύξηση στο ενοίκιο... Δύσκολες εποχές...
Με το ποτήρι γεμάτο δροσερό νερό κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. έλεγξε αν είχαν κλειδώσει την εξώπορτα και χαμηλώσει το καλοριφέρ και στάθηκε στην μπαλκονόπορτα παρατηρώντας κάτω από τη χαμηλωμένη τέντα τα ρυάκια του νερού που κατρακυλούσαν την κατηφόρα. Τα σκυλιά, βρεγμένα αρκετά, μάλλον είχαν λουφάξει σε μια γωνιά και δεν ακούγονταν πλέον. Πάντοτε της έκανε εντύπωση, όταν κάτι τέτοιες ώρες έβλεπε αναμμένα φώτα σε ξένα δωμάτια, αλλά σήμερα η τέντα τής εμπόδιζε την πλήρη θέα. Τα λιγοστά διαμερίσματα που μπορούσε να δει ήταν όλα σκοτεινά. Όπως και το δικό της. Άραγε να ξαγρυπνούσαν κι άλλοι σε αυτά;
Οι πατούσες της είχαν αρχίσει να παγώνουν, σημάδι ότι έπρεπε να επιστρέψει στο κρεβάτι της. Έκανε μια τελευταία στάση στο δωμάτιο των παιδιών. Τα τρία πιτσιρίκια κοιμόντουσαν ήσυχα και βαθιά, η μεγάλη χωμένη ολόκληρη στο πάπλωμα με τα πλούσια μαλλιά της να πέφτουν από το πλάι της κουκέτα, ο μεσαίος επίσης κουκουλωμένος να παραμιλάει συνεπαρμένος από το όνειρό του, η μικρή με τα μπρατσάκια της έξω από το πάπλωμα, μια ζωή να αποζητά τη δροσιά και το κρύο. Το δωμάτιο ασφυκτικά μικρό και για τα τρία. Ένιωσε τις ίδιες τύψεις, την ίδια πίκρα: που δεν μπορούσε να τους προσφέρει ένα άνετο σπίτι, ένα σίγουρο μέλλον... Τα σταύρωσε και πήγε να ξαπλώσει. Στο χωλ πάτησε ένα εξάρτημα από playmobil αλλά, συνηθισμένο το βουνό στα χιόνια, απλώς έσκυψε και το μάζεψε, ήταν το πειρατικό καπέλο του καπετάνιου. Το ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα της και σε αντίστροφη με πριν κίνηση, έβγαλε το νυχτικό της, κοίταξε την ώρα, ήδη τρεις και εικοσιπέντε και ξάπλωσε στη μεριά της που είχε χάσει πια τη ζεστασιά του κορμιού της. Δίπλα της ο άντρας της κοιμόταν τώρα γυρισμένος προς τη μεριά της και ήταν σα να χαμογελούσε στον ύπνο του. Του χάιδεψε απαλά το μάγουλο και τον φίλησε ακόμη πιο απαλά για να μην τον ενοχλήσει. Και κούρνιασε κοντά του.

Saturday, February 18, 2012

άτιτλο



...έτσι περπάταγε τελευταία: μηχανικά, ένα βήμα μετά το άλλο, μια δρασκελιά να ακολουθεί δεμένη με αλυσίδα την άλλη, μάτια χαμηλωμένα, αυτιά χωμένα στο γιακά, αυτός ο παγερός αέρας φυσούσε μήνες τώρα -πάντοτε με την ίδια ένταση, από την ίδια κατεύθυνση πάντοτε, το ίδιο κρύος, το ίδιο αδιάφορος, να τον προσπερνά, να του ρίχνει σκόνη στο πρόσωπο-, ένα βήμα μετά το άλλο, μια δρασκελιά να ακολουθεί πεισματωμένα την άλλη, μέτρο μέτρο να προχωρά και να είναι πάντοτε στο ίδιο μέρος, στη ίδια πνιγερή πόλη - ένας τροχός είχε γίνει πια ο δρόμος, πλαστικός και διάφανος, ίδιος με αυτόν που μπαίνει στο κλουβί για να ξεγελάει τα χάμστερ, και πάλι μια δρασκελιά μετά την άλλη, και άλλο ένα βήμα, τα αυτιά χωμένα στο γιακά, ο δρόμος γεμάτος σκουπίδια και η βροχή που άρχισε πριν από λίγο να του μουλιάζει ήδη το παλτό, οι ώμοι βαραίνουν, τα πόδια παγωμένα να κάνουν πάντοτε την ίδια κίνηση και τα χέρια, παγωμένα και αυτά, ίδια κουπιά να λάμνουν στο κενό, ένα βήμα μετά το άλλο, μια δρασκελιά να σπρώχνει μάταια τη γη, η γη δεν κινείται, αλλά ούτε οι άνθρωποι, δεμένοι πάντοτε στο ίδιο μέρος, να πασχίζουν να κινηθούν και να φύγουν και η πόλη να γελά με κακεντρέχεια, κάνε όσα βήματα θέλεις, εδώ θα παραμένεις, τα αυτιά χωμένα στο βρεγμένο γιακά, το κεφάλι μέσα στον τριμμένο σκούφο, τα μάτια χαμηλωμένα, να μετρούν πλάκες στο πεζοδρόμιο μηχανικά, αμέτοχα, να κοιτούν χωρίς να βλέπουν, το μυαλό κολλημένο στην ίδια ερώτηση, απάντηση καμμία, μονάχα το ένα βήμα μετά το άλλο, ο αέρας να φυσά, η σκόνη να μπαίνει στα μάτια, τα αυτιά χωμένα στο γιακά, μια δρασκελιά και μετά άλλη μία, η αλυσίδα να τρίζει καθώς σέρνεται ρυθμικά, ο τροχός, πλαστικός και διάφανος, να γυρνά και να γυρνά και όλα να είναι στην ίδια θέση, η γη δεν κινείται, ο δρόμος ο ίδιος, κουπιά που λάμνουν στο κενό, ερώτηση καρφωμένη, βήμα, δρασκελιά, απορία και απάντηση καμμία, το παλτό μούσκεμα και το τέρμα άφαντο.  

Wednesday, December 7, 2011

Ευρυδίκη

Orpheus and Eurydike by Wolfgang Schweizer

Ψηλαφιστά κατέβαινε τα γλιστερά σκαλοπάτια της μνήμης.

Το μυαλό.

Κατέβαινε και το έρεβος του έπνιγε τα μάτια και έκανε τα αυτιά να παραμιλούν ορθάνοιχτα.

Το μυαλό.

Κατέβαινε και προσπαθούσε με ακροδάχτυλα και διστακτικά βήματα να βρει πάτημα στο επόμενο σκαλοπάτι.

Και στο επόμενο σκαλοπάτι.Και στο επόμενο.Και στο επόμενο.

Η πέτρα όλο μούσκλια, κάθε ανάσα και ιστός αράχνης. Παντού.

Κάθε βήμα και ανατριχίλα.Και το επόμενο.

Μα το μυαλό πεισματωμένο, με το κεφάλι σκυφτό, την καρδιά σε επιφυλακή, όλο και κατεβαίνει όλο και πιο βαθειά στη μνήμα της μνήμης. Εκεί που ζουν οι σκιές ξεχασμένων αναμνήσεων και επιθυμιών. Εκεί που το μόνο φως προέρχεται από το ίχνος που άφησε η ανάμνησή του στη σκέψη.

Το μυαλό κοντεύει πια να φτάσει στην καρδιά που κρύβει την Ευρυδίκη. Μα όλα είναι σκοτεινά και κρύα. Παντού χέρια και απολιθωμένες ανάσες που ανήκουν σε στρατιές άλλων, ίσως, ίσως και σε κείνη. Και πρέπει να ψάξει, να ψάξει γρήγορα προτού λιώσουν ολότελα τα σκαλοπάτια προς το φως, επικίνδυνα ζεσταμένα τώρα από τα βήματά του.

Ευρυδίκη. Θα φώναζε μα το στόμα γεμάτο χώμα δεν μπορεί πλέον να βγάλει φωνή και τα μάτια αδυνατούν να ξεχωρίσουν τις μορφές. Και έτσι αρπάζει ένα χέρι, που μοιάζει με το δικό της, ένα χέρι που κλειδώνει στο δικό του όπως τότε. Μα το χέρι είναι παγωμένο, ταιριάζει μα δε σφίγγει το δικό του.

Τώρα! Σκέφτεται και αρχίζει την ανάβαση. Και με κάθε σκαλοπάτι ξυπνά και μια άλλη ανάμνηση. Και η επόμενη. Και η επόμενη. Ανεβαίνει με πιο σίγουρα βήματα σέρνοντας πίσω του τη σκια, που ελπίζει να είναι της Ευρυδίκης. Χαϊδεύει το χέρι που θέλει να είναι το δικό της. Και να που σιγά σιγά αρχίζει και πάλι να φέγγει το φως από εκεί ψηλά. Είναι αχνό και γαλακτερό. Εκεί ψηλά έχει ήδη νυχτώσει, μα το φεγγάρι του φαίνεται πως φέγγει σαν ήλιος το κατακαλόκαιρο. Θυμάσαι; τη ρωτάει, μα η σκιά παραμένει βουβή και το χέρι σα να γλυστράει λιγάκι από το δικό του. Και αρχίζει να φοβάται. Το μυαλό.

Δυο σκαλοπάτια έμειναν όλα κι όλα, έχουν σχεδόν βγει, μα το χέρι αρχίζει να τον βαραίνει, επάνω του έχει καθίσει η αμφιβολία και του ψιθυρίζει συνεχώς, κι αν κάνεις λάθος; Κι αν η Ευρυδίκη σε έχει ξεχάσει; Και το μυαλό γυρνά ασυναίσθητα να ζητήσει βοήθεια από εκείνη. Μια σκια ξεχασμένη από χρόνια, μια σκιά βουβή και κοιμισμενη. Απλώς μια σκιά. Που, φωτισμένη από το φεγγάρι, γλυστρά απαλά και οριστικά μέσα στο λαίμαργο στόμα της λήθης.

Sunday, September 18, 2011

επισκέπτες




Petra Schüßler "Vier Figuren in Rot


Γυρνώντας από την κουζίνα, στο ένα χέρι κρατούσα ένα ποτήρι κρύο νερό, στο άλλο... δε θυμάμαι πλέον αν κρατούσα κάτι, τους βρήκα μαζεμένους: στο μπαλκόνι, να περιεργάζονται τις γλάστρες, στο σαλόνι, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, ένας πάλευε να βγάλει ένα βιβλίο από ένα ψηλό ράφι Δεν τους είχα ακούσει, άλλος κανείς δεν υπήρχε στο σπίτι για να τους ανοίξει, κι όμως ήταν όλοι τους σχεδόν εκεί, θα ορκιζόμουν ότι κάθε λεπτό που περνούσε πλήθαιναν.

(Τώρα ήταν παντού,ακόμη και στο μπάνιο, δύο είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι μου, πλάτη πλάτη.)

Πήγα και κοίταξα την εξώπορτα: είχε χαθεί, στη θέση της μονάχα κενό και από το κλιμακοστάσιο βήματα και ομιλίες που έδειχναν πως η επιδρομή δεν είχε ακόμη τελειώσει, μια ατελείωτη σειρά από μορφές ανέβαινε στον δικό μου όροφο.Ήπια μονορούφι το νερό και δεν θυμάμαι αν άφησα αυτό το κάτι άλλο που κρατούσα, στο σαλόνι; στην κουζίνα; δεν έχει πια σημασία, απλώς ήπια μονορούφι το νερό και ακούμπησα το άδειο πλέον ποτήρι με δύναμη σε ένα τραπεζάκι για να με προσέξουν, να με ακούσουν. Τότε τους ρώτησα τι θέλουν. Ήξερα ποιοι ήταν κι ας μην πίστευα ότι τους έβλεπα. Και τότε γύρισαν και με κοίταξαν, ο ένας μετά τον άλλο και όχι όλοι μαζί, λες και επαναλαμβανότανε συνεχώς η ίδια κίνηση, λες και όλοι τους μαζί δεν ήταν παρά κλώνοι μιας και μονάχα μορφής. Της δικής μου. Βλέποντας τόσες φορές τον εαυτό μου απέναντί μου, να με κοιτάζει, να με κοιτάζουν με μάτια ανέκφραστα χωρίς να μιλάνε ένοιωσα φόβο και ανησυχία. Μα τι θέλετε τέλος πάντων; ξαναρώτησα σιγανά, με την ευχή το μέταλλο της φωνής μου να ραγίσει τις γυάλινες σχεδόν διάφανες μορφές τους. Μα αντί να ραγίσουν, να σπάσουν λες και συντονίστηκαν και τότε πλησιάζοντάς με αργά άρχισαν τις κατηγορίες. Γιατί μας γέννησες για να μας ξεχάσεις, γιατί να μας επιθυμήσεις για να μας διώξεις, γιατί να μην τολμήσεις να μας κρατήσεις, να παλέψεις για μας... Ήμουνα εκεί απέναντί μου σε άπειρες άλλες μορφές, κάθε μία και μια σκέψη, μια ευχή, ένα θέλω, μια ημέρα από το παρελθόν μου. Και τότε τις είδα να ψηλώνουν και να φλογίζονται, Ερινύες τρομερές με νύχια μαύρο σίδερο και να πέφτουν επάνω μου. Μάταια άπλωσα το χέρι να ξαναπιάσω το κουζινομάχαιρο με το οποίο έκοβα ψωμί λίγο προτού πλημμυρίσουνε το σπίτι. Το μαχαίρι γλύστρισε από τα χέρια μου, αχ από πόσα νεανικά όνειρα είχε γεννηθεί η καθεμιά από τις μορφές μου, πόσες και πόσες ελπίδες τις είχαν θηλάσει, ήμουν όλες τους εγώ και πάλι δεν ήμουν, ένοιωθα την ανάσα της καθεμιάς και ας τις είχα απαρνηθεί, κι ας μου τις είχαν κλέψει με τα χρόνια. Χωρίς μαχαίρι πια άπλωσα να τις χαϊδέψω, μα ήταν πια αργά, τα μάτια τους τώρα όλο οργή αρνιόντουσαν να με αναγνωρίσουν μονάχα με κύκλωναν σφυρίζοντας, σπρώχνοντάς με μέχρι που έχασα την ισορροπία μου και έπεσα. Ένα διπλωμένο άβουλο σώμα μπροστά τους ήμουνα, από το οποίο η κάθεμιά τους έπαιρνε πίσω το λίγο από εμένα που της άνηκε: τη σκέψη, την ευχή, το θέλω, την ανάμνηση μιας μέρας από το παρελθόν μου.

Thursday, April 14, 2011

Έρημος


Η άμμος έχει γεμίσει τα μαλλιά μου: τη νοιώθω να εισχωρεί σε κάθε πτυχή, σε κάθε σημείο, στα ρούχα, στο κορμί μου.

Ακούω τον άνεμο Σιμούν που σφυρίζει, ακούω το απαλό θρόισμα της άμμου, καθώς κυλά: ένα στεγνό επιφανειακό ποτάμ, ταξειδιάρικες αμμοθίνες κάτω από τα πόδια των καραβανιών.

Τα πόδια, ένα μετά το άλλο, περπατούν, ριζώνουν λες για λίγο μέσα της και μετά αναδύονται από την άμμο, για να ξαναχωθούν εκ νέου στους καυτούς της κόκκους.

Καραβάνι, ο ένας πίσω από τον άλλο. Παντού μονάχα άμμος και ένα ελαφρύ αεράκι, που κάνει τα ρούχα μας να κυματίζουν.

Η φωνή έρχεται από το πουθενά, κεραυνός εν αιθρεία, σκληρή, απόλυτη, εκκωφαντική:

"Σουσάμι, άνοιξε!"

Και τότε ο οστέινος βράχος του κρανίου μου αρχίζει να κινείται: φως πύρινο που πέφτει και χαράζει την υγρή, δαιδαλώδη σκιά του κεφαλιού μου.

Ο ανελέητος ήλιος της ερήμου στεγνώνει τον πόνο, εξατμίζει τον φόβο, δεν μένει πια τίποτε μέσα στη φαιά σπηλιά, μονάχα φως: καυτό σα φωτιά, κοφτερό σαν καλοακονισμένο γιαταγάνι.
Ένας φωτεινός κατακλυσμός κοσμικής ενέργειας που αντιλαλεί στα μηνίγγια, γεμίζει τα μάτια σαν κλεψύδρα άμμου, με τους κόκκους να πέφτουν νικημένοι και τους βολβούς να γίνονται ολόγιομα φεγγάρια.

Το χέρι αναζητά το στήθος, ένας αναστεναγμός ξεφεύγει:

"Σουσάμι, κλείσε!"

Η οστέινη πλάκα επιστρέφει στη θέση της. Μάταια τα χέρια θέλουν να τη συγκρατήσουν. Με νίκησε η έρημος, δε θα βρω ποτέ την όαση. Ποτέ δε θα μου λείψει η δροσερή της ανάσα. Νερό δεν θα ξαναβρέξει τα χείλη μου. Η σπηλιά τώρα ένα περίκλειστο ηφαίστειο, όλο μάγμα.
Αισθάνομαι πώς παύω πια να νιώθω.
Αρχίζω και λυώνω.

Έχω γίνει φως...

Monday, August 23, 2010

η επιστροφή



Ναι, χάθηκα για λίγο καιρό... αλλά ήταν αναγκαίο... και αναγκαστικό.
Αναγκαίο διάλειμμα από έναν δύσκολο χειμώνα και ακόμη πιο δύσκολο καλοκαίρι, αλλά και αναγκαστικό, μιας και η καρτοσύνδεση με το διαδίκτυο ήταν φέτος απελπιστικά αργές...
Οι εικόνες είναι όλες από το καταφύγιό μας...
Παρόλο που υπάρχει πληθώρα οπωροφόρων εδώ αναρτώ φωτογραφίες της πλέον φωτογενούς ελιάς...
Μοιάζει με γλυπτό, άλλοτε με αλλόκοτο κόσμο νεράιδων και ξωτικών..
Αρκεί να την κοιτάξεις πιο προσεκτικά και θα δεις τις μορφές να ξεπηδούν...
...να μιλάνε...
... να χάνονται στον αέρα...
... ή να κουρνιάζουν απαλά μες στον κορμό...
...ελιά παμπάλαιη...
...δυνατή...
και πεισματάρα...

καλώς σας βρήκα!

Wednesday, June 30, 2010

Requiem for a planet

Για ποιο πράγμα να γράψω, αλήθεια;
Όταν γνωρίζω ότι μέσα σε λίγους μήνες εκτέθηκαν στον κίνδυνο σοβαρής μόλυνσης από πετρέλαιο τόσο το Great Barriere Reef όσο και η ευρύτερη περιοχή του κόλπου του Μεξικού...



Γιατί να αισιοδοξώ, όταν υπάρχουν παντού χαίνουσες πληγές από προηγούμενες πετρελαιοπηγές, όπως η παραπάνω στο Δέλτα του Νίγηρα, όπου η Shell λυμαινόταν για περισσότερα από 50 χρόνια την περιοχή... Μέχρι σήμερα υπολογίζεται από τους διεθνείς περιβαλλοντολογικούς οργανισμούς ότι, λόγω των κατεστραμμένων αγωγών και δολιοφθορών, κάθε χρόνο δηλητηριάζουν έδαφος, υπέδαφος και υδροφόρο ορίζοντα γύρω στα 13 εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο, περίπου η ίδια ποσότητα με αυτήν...

... που διέρρευσε το 1989 στη θάλασσα, όταν το "Exxon Valdez" έπεσε πάνω σε κάτι βράχια έξω από την Αλάσκα. Ένα γεγονός που όσο σύντομα κι αν σήκωσε κύματα διαμαρτυρίας άλλο τόσο σύντομα ξεχάστηκε και έσβησε από τη μνήμη πολλών

Ή όπως στη Δυτική Σιβηρία όπου οι προβληματικοί αγωγοί χάνουν συνεχώς από τις ενώσεις του. Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο διαρρέουν περισσότεροι από 100.000 τόνοι αργού πετρελαίου, υπολογίζοντας απλώς τα επισήμως καταγεγραμμένα "ατυχήματα".





Οι θανατηφόρες κηλίδες πετρελαίου ανήκουν δυστυχώς στην καθημερινή ρουτίνα. Εδώ η εικόνα από εξέδρα εξόρυξης έξω από τις γερμανικές ακτές της Βόρειας Θάλασσας όπου υπάρχουν γύρω στις 400. Στο αρχικό εξορυγμένο μείγμα Πετρελαίου-Αερίων-Νερού γίνεται επιτόπου διαχωρισμός κατά τον οποίο το περιττό νερό, το οποίο όμως δεν είναι καθαρό, ελευθερώνεται ως έχει στη θάλασσα, έτσι ώστε γύρω από κάθε τέτοια πλατφόρμα να σχηματίζονται σε μόνιμη βάση κηλίδες που περιέχουν πετρέλαιο.


Αεροφωτογραφία από το Syncrude Oilsand Mine το οποίο βρίσκεται σε μια... δασώδη έκταση βόρεια του Fort McMurray: Το πετρέλαιο που εξορύσσεται από αμμώδες έδαφος είναι το "πιο βρώμικο πετρέλαιο στον κόσμο" του οποίου ο καθαρισμός γίνεται με χρήση καυτού νερού προκειμένου να απομακρυνθεί η άμμος. Η όλη διαδικασία είναι εξαιρετικά επιβαρυντική για το περιβάλλον. Εξαιτίας αυτής της δραστηριότητας θα μπορούσε μέχρι το 2015 να γίνει ο Καναδάς η χώρα με την υψηλότερη εκπομπή CO2.


Σκιάχτρο[!!!] στην Αλμπέρτα του Καναδά. Υποτίθεται ότι διώχνει τα αποδημητικά πουλιά εμποδίζοντάς τα να σταματήσουν στη δηλητηριώδη λάσπη η οποία έχει μολυνθεί από τα χιλιάδες τοξικά απόνερα των εγκαταστάσεων άντλησης και διύλισης του πετρελαίου. Πρόκειται για μια τεράστια έκταση από την οποία δεν λείπουν τα μεγάλα ονόματα του πετρελαιόκοσμου, για παράδειγμα οι ΗΠΑ ετοιμάζουν νέο αγωγό που θα συνδέει το Τέξας με την Αλμπέρτα...





Syncrude Oilsand Mine


ΥΓ σχεδόν όλες οι φωτό είναι από σχετικό άρθρο του Spiegel. Τα δε κείμενα έχουν βασιστεί στις αρχικές του λεζάντες...