Saturday, March 17, 2012
Μια αληθινή ιστορία
Saturday, February 18, 2012
άτιτλο
...έτσι περπάταγε τελευταία: μηχανικά, ένα βήμα μετά το άλλο, μια δρασκελιά να ακολουθεί δεμένη με αλυσίδα την άλλη, μάτια χαμηλωμένα, αυτιά χωμένα στο γιακά, αυτός ο παγερός αέρας φυσούσε μήνες τώρα -πάντοτε με την ίδια ένταση, από την ίδια κατεύθυνση πάντοτε, το ίδιο κρύος, το ίδιο αδιάφορος, να τον προσπερνά, να του ρίχνει σκόνη στο πρόσωπο-, ένα βήμα μετά το άλλο, μια δρασκελιά να ακολουθεί πεισματωμένα την άλλη, μέτρο μέτρο να προχωρά και να είναι πάντοτε στο ίδιο μέρος, στη ίδια πνιγερή πόλη - ένας τροχός είχε γίνει πια ο δρόμος, πλαστικός και διάφανος, ίδιος με αυτόν που μπαίνει στο κλουβί για να ξεγελάει τα χάμστερ, και πάλι μια δρασκελιά μετά την άλλη, και άλλο ένα βήμα, τα αυτιά χωμένα στο γιακά, ο δρόμος γεμάτος σκουπίδια και η βροχή που άρχισε πριν από λίγο να του μουλιάζει ήδη το παλτό, οι ώμοι βαραίνουν, τα πόδια παγωμένα να κάνουν πάντοτε την ίδια κίνηση και τα χέρια, παγωμένα και αυτά, ίδια κουπιά να λάμνουν στο κενό, ένα βήμα μετά το άλλο, μια δρασκελιά να σπρώχνει μάταια τη γη, η γη δεν κινείται, αλλά ούτε οι άνθρωποι, δεμένοι πάντοτε στο ίδιο μέρος, να πασχίζουν να κινηθούν και να φύγουν και η πόλη να γελά με κακεντρέχεια, κάνε όσα βήματα θέλεις, εδώ θα παραμένεις, τα αυτιά χωμένα στο βρεγμένο γιακά, το κεφάλι μέσα στον τριμμένο σκούφο, τα μάτια χαμηλωμένα, να μετρούν πλάκες στο πεζοδρόμιο μηχανικά, αμέτοχα, να κοιτούν χωρίς να βλέπουν, το μυαλό κολλημένο στην ίδια ερώτηση, απάντηση καμμία, μονάχα το ένα βήμα μετά το άλλο, ο αέρας να φυσά, η σκόνη να μπαίνει στα μάτια, τα αυτιά χωμένα στο γιακά, μια δρασκελιά και μετά άλλη μία, η αλυσίδα να τρίζει καθώς σέρνεται ρυθμικά, ο τροχός, πλαστικός και διάφανος, να γυρνά και να γυρνά και όλα να είναι στην ίδια θέση, η γη δεν κινείται, ο δρόμος ο ίδιος, κουπιά που λάμνουν στο κενό, ερώτηση καρφωμένη, βήμα, δρασκελιά, απορία και απάντηση καμμία, το παλτό μούσκεμα και το τέρμα άφαντο.
Wednesday, December 7, 2011
Ευρυδίκη
Ψηλαφιστά κατέβαινε τα γλιστερά σκαλοπάτια της μνήμης.
Το μυαλό.
Κατέβαινε και το έρεβος του έπνιγε τα μάτια και έκανε τα αυτιά να παραμιλούν ορθάνοιχτα.
Το μυαλό.
Κατέβαινε και προσπαθούσε με ακροδάχτυλα και διστακτικά βήματα να βρει πάτημα στο επόμενο σκαλοπάτι.
Και στο επόμενο σκαλοπάτι.Και στο επόμενο.Και στο επόμενο.
Η πέτρα όλο μούσκλια, κάθε ανάσα και ιστός αράχνης. Παντού.
Κάθε βήμα και ανατριχίλα.Και το επόμενο.
Μα το μυαλό πεισματωμένο, με το κεφάλι σκυφτό, την καρδιά σε επιφυλακή, όλο και κατεβαίνει όλο και πιο βαθειά στη μνήμα της μνήμης. Εκεί που ζουν οι σκιές ξεχασμένων αναμνήσεων και επιθυμιών. Εκεί που το μόνο φως προέρχεται από το ίχνος που άφησε η ανάμνησή του στη σκέψη.
Το μυαλό κοντεύει πια να φτάσει στην καρδιά που κρύβει την Ευρυδίκη. Μα όλα είναι σκοτεινά και κρύα. Παντού χέρια και απολιθωμένες ανάσες που ανήκουν σε στρατιές άλλων, ίσως, ίσως και σε κείνη. Και πρέπει να ψάξει, να ψάξει γρήγορα προτού λιώσουν ολότελα τα σκαλοπάτια προς το φως, επικίνδυνα ζεσταμένα τώρα από τα βήματά του.
Ευρυδίκη. Θα φώναζε μα το στόμα γεμάτο χώμα δεν μπορεί πλέον να βγάλει φωνή και τα μάτια αδυνατούν να ξεχωρίσουν τις μορφές. Και έτσι αρπάζει ένα χέρι, που μοιάζει με το δικό της, ένα χέρι που κλειδώνει στο δικό του όπως τότε. Μα το χέρι είναι παγωμένο, ταιριάζει μα δε σφίγγει το δικό του.
Τώρα! Σκέφτεται και αρχίζει την ανάβαση. Και με κάθε σκαλοπάτι ξυπνά και μια άλλη ανάμνηση. Και η επόμενη. Και η επόμενη. Ανεβαίνει με πιο σίγουρα βήματα σέρνοντας πίσω του τη σκια, που ελπίζει να είναι της Ευρυδίκης. Χαϊδεύει το χέρι που θέλει να είναι το δικό της. Και να που σιγά σιγά αρχίζει και πάλι να φέγγει το φως από εκεί ψηλά. Είναι αχνό και γαλακτερό. Εκεί ψηλά έχει ήδη νυχτώσει, μα το φεγγάρι του φαίνεται πως φέγγει σαν ήλιος το κατακαλόκαιρο. Θυμάσαι; τη ρωτάει, μα η σκιά παραμένει βουβή και το χέρι σα να γλυστράει λιγάκι από το δικό του. Και αρχίζει να φοβάται. Το μυαλό.
Δυο σκαλοπάτια έμειναν όλα κι όλα, έχουν σχεδόν βγει, μα το χέρι αρχίζει να τον βαραίνει, επάνω του έχει καθίσει η αμφιβολία και του ψιθυρίζει συνεχώς, κι αν κάνεις λάθος; Κι αν η Ευρυδίκη σε έχει ξεχάσει; Και το μυαλό γυρνά ασυναίσθητα να ζητήσει βοήθεια από εκείνη. Μια σκια ξεχασμένη από χρόνια, μια σκιά βουβή και κοιμισμενη. Απλώς μια σκιά. Που, φωτισμένη από το φεγγάρι, γλυστρά απαλά και οριστικά μέσα στο λαίμαργο στόμα της λήθης.
Sunday, September 18, 2011
επισκέπτες

Petra Schüßler "Vier Figuren in Rot
Γυρνώντας από την κουζίνα, στο ένα χέρι κρατούσα ένα ποτήρι κρύο νερό, στο άλλο... δε θυμάμαι πλέον αν κρατούσα κάτι, τους βρήκα μαζεμένους: στο μπαλκόνι, να περιεργάζονται τις γλάστρες, στο σαλόνι, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, ένας πάλευε να βγάλει ένα βιβλίο από ένα ψηλό ράφι Δεν τους είχα ακούσει, άλλος κανείς δεν υπήρχε στο σπίτι για να τους ανοίξει, κι όμως ήταν όλοι τους σχεδόν εκεί, θα ορκιζόμουν ότι κάθε λεπτό που περνούσε πλήθαιναν.
(Τώρα ήταν παντού,ακόμη και στο μπάνιο, δύο είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι μου, πλάτη πλάτη.)
Πήγα και κοίταξα την εξώπορτα: είχε χαθεί, στη θέση της μονάχα κενό και από το κλιμακοστάσιο βήματα και ομιλίες που έδειχναν πως η επιδρομή δεν είχε ακόμη τελειώσει, μια ατελείωτη σειρά από μορφές ανέβαινε στον δικό μου όροφο.Ήπια μονορούφι το νερό και δεν θυμάμαι αν άφησα αυτό το κάτι άλλο που κρατούσα, στο σαλόνι; στην κουζίνα; δεν έχει πια σημασία, απλώς ήπια μονορούφι το νερό και ακούμπησα το άδειο πλέον ποτήρι με δύναμη σε ένα τραπεζάκι για να με προσέξουν, να με ακούσουν. Τότε τους ρώτησα τι θέλουν. Ήξερα ποιοι ήταν κι ας μην πίστευα ότι τους έβλεπα. Και τότε γύρισαν και με κοίταξαν, ο ένας μετά τον άλλο και όχι όλοι μαζί, λες και επαναλαμβανότανε συνεχώς η ίδια κίνηση, λες και όλοι τους μαζί δεν ήταν παρά κλώνοι μιας και μονάχα μορφής. Της δικής μου. Βλέποντας τόσες φορές τον εαυτό μου απέναντί μου, να με κοιτάζει, να με κοιτάζουν με μάτια ανέκφραστα χωρίς να μιλάνε ένοιωσα φόβο και ανησυχία. Μα τι θέλετε τέλος πάντων; ξαναρώτησα σιγανά, με την ευχή το μέταλλο της φωνής μου να ραγίσει τις γυάλινες σχεδόν διάφανες μορφές τους. Μα αντί να ραγίσουν, να σπάσουν λες και συντονίστηκαν και τότε πλησιάζοντάς με αργά άρχισαν τις κατηγορίες. Γιατί μας γέννησες για να μας ξεχάσεις, γιατί να μας επιθυμήσεις για να μας διώξεις, γιατί να μην τολμήσεις να μας κρατήσεις, να παλέψεις για μας... Ήμουνα εκεί απέναντί μου σε άπειρες άλλες μορφές, κάθε μία και μια σκέψη, μια ευχή, ένα θέλω, μια ημέρα από το παρελθόν μου. Και τότε τις είδα να ψηλώνουν και να φλογίζονται, Ερινύες τρομερές με νύχια μαύρο σίδερο και να πέφτουν επάνω μου. Μάταια άπλωσα το χέρι να ξαναπιάσω το κουζινομάχαιρο με το οποίο έκοβα ψωμί λίγο προτού πλημμυρίσουνε το σπίτι. Το μαχαίρι γλύστρισε από τα χέρια μου, αχ από πόσα νεανικά όνειρα είχε γεννηθεί η καθεμιά από τις μορφές μου, πόσες και πόσες ελπίδες τις είχαν θηλάσει, ήμουν όλες τους εγώ και πάλι δεν ήμουν, ένοιωθα την ανάσα της καθεμιάς και ας τις είχα απαρνηθεί, κι ας μου τις είχαν κλέψει με τα χρόνια. Χωρίς μαχαίρι πια άπλωσα να τις χαϊδέψω, μα ήταν πια αργά, τα μάτια τους τώρα όλο οργή αρνιόντουσαν να με αναγνωρίσουν μονάχα με κύκλωναν σφυρίζοντας, σπρώχνοντάς με μέχρι που έχασα την ισορροπία μου και έπεσα. Ένα διπλωμένο άβουλο σώμα μπροστά τους ήμουνα, από το οποίο η κάθεμιά τους έπαιρνε πίσω το λίγο από εμένα που της άνηκε: τη σκέψη, την ευχή, το θέλω, την ανάμνηση μιας μέρας από το παρελθόν μου.
Thursday, April 14, 2011
Έρημος
Monday, August 23, 2010
η επιστροφή











Wednesday, June 30, 2010
Requiem for a planet
Όταν γνωρίζω ότι μέσα σε λίγους μήνες εκτέθηκαν στον κίνδυνο σοβαρής μόλυνσης από πετρέλαιο τόσο το Great Barriere Reef όσο και η ευρύτερη περιοχή του κόλπου του Μεξικού...
Syncrude Oilsand Mine